Ελάσσων Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου 740/2020

Αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές υπαλλήλου λόγω άκυρης (προφορικής) συμβάσεως εργασίας και νομιμότητα καταλογισμού

Ελάσσων Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου 740/2020

ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Άννα Λιγωμένου, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης, Μαρία Αθανασοπούλου, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Στυλιανός Λεντιδάκης, Βιργινία Σκεύη, Δέσποινα Τζούμα, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Κωνσταντίνος Κρέπης και Γεωργία Παπαναγοπούλου, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Βασιλική Προβίδη, Ασημίνα Σακελλαρίου, Ευαγγελία Σεραφή, Ειρήνη Κατσικέρη και Νεκταρία Δουλιανάκη, ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Χρυσούλας Καραμαδούκη.

 Για να δικάσει την από 8.10.2015 (Α.Β.Δ. …/8.10.2015) αίτηση αναιρέσεως του […], κατοίκου […] ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Σωτηρίας Νικολάου (Α.Μ. 19960/Δ.Σ.Α.).

Κατά: 1) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και 2) του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ο οποίος παραστάθηκε ομοίως ως άνω.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η 3378/2015 απόφαση του Ι’ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, η οποία ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου και του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Και

Τον Επίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου Επικρατείας, ο οποίος ομοίως πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Συμβούλους Γεώργιο Βοΐλη και Δέσποινα Τζούμα, που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981), καθώς και τη Σύμβουλο Γεωργία Παπαναγοπούλου, που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.

 Άκουσε την εισήγηση του Συμβούλου Κωνσταντίνου Κρέπη  και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1.  Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 3378/2015 αποφάσεως του Ι’ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της […] αποφάσεως του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Με την τελευταία αυτή απόφαση καταλογίστηκε σε βάρος του ανωτέρω το ποσό των 18.279,68 ευρώ, που φέρεται ότι έλαβε αχρεωστήτως ως αποδοχές, κατά το χρονικό διάστημα από 11.9.2008 έως 19.3.2009, και ως δώρο Χριστουγέννων έτους 2009, με την ιδιότητα του Συμβούλου της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (Υ.Π.Α.).

 2. Για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης ο αναιρεσείων δεν υποχρεούται σε προκαταβολή του νομίμου παραβόλου, μετά την έκδοση της 6/2017 πράξεως της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έτυχε του ευεργετήματος πενίας και απαλλάχθηκε από τη σχετική υποχρέωση.

 3. Η ένδικη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1, 11 παρ. 1 και 15 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 (ΦΕΚ Α΄ 304), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ Α΄ 139), στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται παθητικώς μόνον ο Υπουργός Οικονομικών, ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου.

4. Η ίδια αίτηση, όπως οι λόγοι της αναπτύσσονται με το από 9.2.2018 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ασκήθηκε, κατά τα λοιπά, νομότυπα και εμπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτήν λόγων αναιρέσεως.

 5. Στο άρθρο 1 του ν. 1340/1983 «Τροποποίηση διατάξεων Ν.Δ. 714/1970 “περί ιδρύσεως Διευθύνσεως Εναερίων Μεταφορών παρά τω Υπουργείω  Συγκοινωνιών  και  οργανώσεως της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας” και συναφών διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 35) ορίζεται: «Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (Υ.Π.Α.) αποτελεί Δημόσια Υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Η Υπηρεσία αυτή υπάγεται στον Υπουργό Συγκοινωνιών και διοικείται από το Διοικητή και τον Υποδιοικητή της». Περαιτέρω, ο ν. 2338/1995 «Κύρωση Σύμβασης Ανάπτυξης του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου της Αθήνας στα Σπάτα, ίδρυση της εταιρίας ‘‘Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε.’’, έγκριση περιβαλλοντικών όρων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 202) ορίζει στο άρθρο έκτο, όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 2465/1997 (ΦΕΚ Α΄ 28): «1. (…) 2. Για την εκπλήρωση των σκοπών της η Υ.Π.Α. μπορεί να προσλαμβάνει, κατά την κρίση της, συμβούλους και να καθορίζει ελεύθερα τους όρους παροχής των υπηρεσιών τους (…) Η αμοιβή των συμβούλων καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η 2/2927/0022/19.2.2008 «Καθορισμός αμοιβής ειδικού συμβούλου στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ)» (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 84/26.2.2008) απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, όπου ορίζονται τα εξής: «Έχοντας υπόψη:  1. (…) 3. Την ανάγκη πρόσληψης στην ΥΠΑ ενός (1) συμβούλου με σχέση εργασίας Ι.Δ. ορισμένου χρόνου, για την παροχή υπηρεσιών σε θέματα της Δ/νσης Πτητικών Προτύπων (ΥΠΑ/Δ2) σχετικά με τη Γενική Αεροπορία και τις διαδικασίες ελαφρών Α/φών. 4. (…) αποφασίζουμε: 1. Καθορίζουμε το ύψος της μηνιαίας αμοιβής ενός ειδικού συμβούλου, στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ), με σχέση εργασίας Ι.Δ. ορισμένου χρόνου, για την παροχή υπηρεσιών, προς την Δ/νση Πτητικών Προτύπων (ΥΠΑ/Δ2), για τον έλεγχο και την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας και των κανονισμών, σχετικά με την Γενική Αεροπορία και τις διαδικασίες ελαφρών Α/φών, στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά επιδόματα και λοιπές παροχές, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων Εορτών και Αδείας, για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών (…) 3. Η ανωτέρω αμοιβή καταβάλλεται στον δικαιούχο ανά δεδουλευμένο μήνα και βαρύνει τις πιστώσεις των ΚΑΕ 0342, 0352, του Προϋπολογισμού της ΥΠΑ, ειδ. φορέας 39/120. 4. Εξουσιοδοτείται ο Διοικητής της ΥΠΑ να υπογράψει σχετική σύμβαση με το σύμβουλο που θα προσληφθεί. Η απόφαση αυτή (…) ισχύει από 15.11.2007 (…)». Τέλος, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει στο άρθρο 33 ότι: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) (…) β) στο λαβόντα εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού».

 6. Από τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη συνάγεται ότι η Υ.Π.Α., που αποτελούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο Υπηρεσία του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών μετά την περιέλευση στο τελευταίο όλων των αρμοδιοτήτων που ανήκαν στο πρώην Υπουργείο Συγκοινωνιών (βλ. άρθρο 12 του π.δ/τος 437/1985, ΦΕΚ Α΄ 157), δύναται κατά την κρίση της να προσλαμβάνει για την εκπλήρωση των σκοπών της συμβούλους, η αμοιβή των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών. Σχετικώς εκδόθηκε η αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία καθορίστηκε το ύψος της μηνιαίας αμοιβής του – με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου – συμβούλου στο ποσό των 3.000,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας), για χρονικό διάστημα έξι μηνών και, περαιτέρω, εξουσιοδοτήθηκε ο Διοικητής της Υ.Π.Α. να υπογράψει σχετική σύμβαση με το σύμβουλο που θα προσληφθεί. Συνάγεται δε από τη νόμιμη δυνατότητα της Υ.Π.Α. «να καθορίζει ελεύθερα τους όρους παροχής των υπηρεσιών» των συμβούλων, ότι οι όροι αυτοί δύναται να αποτελέσουν περιεχόμενο της σχετικώς υπογραφείσας μεταξύ των μερών σύμβασης και, περαιτέρω, από την ιδιότητα της Υ.Π.Α. ως δημόσιας υπηρεσίας διεπόμενης από το ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο Δημόσιο Λογιστικό (ν. 2362/1995) συνάγεται ακόμη ότι, εφόσον καταβληθούν στον με την προαναφερθείσα διαδικασία προσληφθέντα σύμβουλο αποδοχές που δεν οφείλονται, ήτοι αχρεώστητες, το οικείο ποσό καταλογίζεται σε βάρος του αχρεωστήτως λαβόντος και μάλιστα ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού.

 7. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικάσαν Τμήμα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Με την […] απόφαση του Διοικητή της Υ.Π.Α., που εκδόθηκε σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου έκτου του ν. 2338/1995 και την 2/2927/0022/19.2.2008 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, προσελήφθη ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων ως Σύμβουλος της Υ.Π.Α., με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας έξι (6) μηνών, αρχομένης από 11.3.2008, για την παροχή υπηρεσιών σε θέματα της Διεύθυνσης Πτητικών Προτύπων (ΥΠΑ/Δ2) σχετικά με την Γενική Αεροπορία και τις διαδικασίες των ελαφρών αεροσκαφών. Στην σχετική, από 11.3.2008, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που υπεγράφη μεταξύ του Διοικητή της Υ.Π.Α. και του τότε εκκαλούντος, ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «(…) 2. Οι όροι και οι προϋποθέσεις της παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του Συμβούλου, καθορίζονται ως ακολούθως: α) Ο Σύμβουλος αποχωρεί αυτοδίκαια, ταυτόχρονα με τη λήξη της σύμβασης, χωρίς άλλη διαδικασία. Η παροχή υπηρεσίας δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση. β) (…) γ) Η συνολική μηνιαία αμοιβή του ανωτέρω, για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, καθορίζεται με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας – Οικονομικών και Μεταφορών – Επικοινωνιών, σε ποσό στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά επιδόματα και λοιπές παροχές, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων Εορτών και Αδείας. Η αμοιβή καταβάλλεται στο τέλος κάθε μήνα με την έκδοση βεβαίωσης εκ μέρους του Διευθυντού της Δ/νσης Πτητικών Προτύπων (Δ2), για την καλή παροχή των υπηρεσιών του. δ) Η διάρκεια της παρούσας σύμβασης άρχεται την 11.3.2008 και λήγει την 10.9.2008, χωρίς άλλη ειδοποίηση (…)». Μετά τη λήξη της ανωτέρω συμβάσεως, ο τότε εκκαλών εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην Υ.Π.Α. και να λαμβάνει τις οριζόμενες με αυτήν αποδοχές μέχρι και 19.3.2009 (σχετικές οι […] βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πτητικών Προτύπων της Υ.Π.Α.). Ακολούθως, με την […] απόφαση του Διοικητή της Υ.Π.Α., ο ήδη αναιρεσείων προσελήφθη εκ νέου ως Σύμβουλος της Υ.Π.Α., από 20.3.2009, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας ενός (1) έτους, μεταξύ δε αυτού και του Διοικητή της Υ.Π.Α. υπεγράφη η από 20.3.2009 σύμβαση εργασίας, με το ίδιο περιεχόμενο και όρους με την προγενέστερη, από 11.3.2008, σύμβαση.

 8.  Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω πραγματικά δεδομένα, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι ορθά καταλογίστηκε με την […]/29.9.2011 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων με το ποσό των 18.279,68 ευρώ, διότι «μη νομίμως καταβλήθηκαν αποδοχές σ’ αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από 11.9.2008 έως 19.3.2009, κατά το οποίο δεν υφίστατο ενεργός σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και της Υ.Π.Α., δεδομένου ότι εκ της παροχής των υπηρεσιών του μετά τη λήξη της από 11.3.2008 σύμβασης εργασίας που είχε συνάψει με την εν λόγω Υπηρεσία, κατά παράβαση του σχετικού συμβατικού όρου (βλ. παρ. 2 περ. α΄ και δ΄ της οικείας σύμβασης, που υπεγράφη ανεπιφύλακτα από αυτόν),δεν γεννάται συμβατική αξίωση για καταβολή αμοιβής, ενώ όσον αφορά στο ποσό που αντιστοιχεί στο επίδομα Χριστουγέννων, πέραν των ανωτέρω, από την οικεία σύμβαση ρητά προβλέπεται (παρ. 2 περ. γ΄) ότι το ποσό που αντιστοιχεί σε επίδομα, μεταξύ άλλων, εορτής Χριστουγέννων, συμπεριλαμβάνεται στη συνολική μηνιαία αμοιβή του και, επομένως, δεν καταβάλλεται αυτοτελώς». Απέρριψε δε, κατά τα λοιπά, τους ισχυρισμούς του τότε εκκαλούντος, αφενός μεν ότι η παροχή υπηρεσιών από αυτόν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα βεβαιωνόταν γραπτώς από τους εκάστοτε προϊσταμένους της Διεύθυνσης Πτητικών Προτύπων της Υ.Π.Α., οι βεβαιώσεις των οποίων απαιτούνταν ως δικαιολογητικό από την οικεία σύμβαση για την καταβολή των αντίστοιχων μηνιαίων αποδοχών του (σχετική η παρ. 2γ εδάφ. τελευτ. της από 11.3.2008 συμβάσεως), αφετέρου δε ότι το καταλογισθέν ποσό (αποδοχές για το από 11.9.2008 έως 19.3.2009 χρονικό διάστημα και δώρο Χριστουγέννων έτους 2009) του καταβλήθηκε από νόμιμη αιτία, ήτοι λόγω παρατάσεως εν τοις πράγμασι της προηγηθείσας γραπτής συμβάσεως, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα συμβατικό όρο (παρ. 2 α΄ της ίδιας ως άνω συμβάσεως), προβλεπόταν ρητά η αυτοδίκαιη αποχώρηση αυτού με τη λήξη της συμβάσεως, ενώ το γεγονός της παροχής υπηρεσιών μετά τη λήξη αυτής δεν γεννά οποιαδήποτε αξίωση αυτού για καταβολή αμοιβής.

 9.  Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως αναπτύσσεται με το από 9.2.2018 υπόμνημα, ο αναιρεσείων προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του αναιρετηρίου, ότι η παροχή των υπηρεσιών του κατά το χρονικό διάστημα από 17.10.2005 έως 19.3.2010 ήταν αδιάλειπτη, στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (σχετικές οι από 17.10.2005, 17.4.2006, 7.11.2006, 11.3.2008 και 20.3.2009 συμβάσεις), οι οποίες στην πραγματικότητα συνιστούσαν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, με συνέπεια να είναι νόμιμη η καταβολή σε αυτόν των οικείων αποδοχών Συμβούλου της Υ.Π.Α. κατά το επίμαχο εν προκειμένω χρονικό διάστημα (από 11.9.2008 έως 19.3.2009).

 10. Από το δικόγραφο της εφέσεως, που παραδεκτώς επισκοπείται κατ’ αναίρεση καθώς συνιστά διαδικαστικό έγγραφο, διαπιστώνεται ότι ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων ουδόλως είχε προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό περί της φερόμενης ως αληθούς φύσεως της σχέσεώς του με την Υ.Π.Α. ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως το πρώτον προβαλλόμενος κατ’ αναίρεση.

 11.  Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το δικάσαν Τμήμα έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, διότι η μη κατάρτιση και υπογραφή συμβάσεως εργασίας με την Υ.Π.Α. κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα αφορά αποκλειστικά την εν λόγω Υπηρεσία και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί σε δική του υπαιτιότητα. Άλλωστε, η Υ.Π.Α., που αμέλησε να μεριμνήσει για την κατάρτιση γραπτής συμβάσεως, αποδεχόταν τις υπηρεσίες του ανεπιφύλακτα όλο αυτό το διάστημα.

 12.  Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι, με βάση τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 6, η επίκληση και απόδειξη της συνδρομής υπαιτιότητας στο πρόσωπο του λαβόντος δεν συνιστά προϋπόθεση του καταλογισμού, όταν αυτός έχει ως αντικείμενο αχρεωστήτως ληφθείσες αποδοχές. Επομένως, η τυχόν έλλειψη υπαιτιότητας του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος αναφορικά με τη μη κατάρτιση και υπογραφή νεότερης συμβάσεως μεταξύ αυτού και της Υ.Π.Α., που να καλύπτει το επίμαχο εν προκειμένω χρονικό διάστημα (από 11.9.2008 έως 19.3.2009), δεν μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη νομιμότητα του διενεργηθέντος καταλογισμού, όπως ορθώς δέχθηκε, έστω σιωπηρώς, το δικάσαν Τμήμα.

 13.  Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, όπως αναπτύσσεται με το από 9.2.2018 υπόμνημα, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται εγκύρως και προφορικώς, καθώς ο έγγραφος τύπος δεν είναι συστατικός και, ενόψει τούτου, εσφαλμένως το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι δεν δικαιούτο, ελλείψει συμβάσεως, τις οικείες αποδοχές. Κατά τον αναιρεσείοντα, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η σύμβαση εργασίας του για το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν άκυρη, θα είχε και πάλι την ίδια ακριβώς απαίτηση έναντι της Υ.Π.Α., αφού, και από άκυρη σύμβαση, δημιουργείται υποχρέωση καταβολής αμοιβής για παρασχεθείσα εργασία, εν προκειμένω δε η παροχή εργασίας από αυτόν δεν αμφισβητείται, καθώς την εργασία του κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα βεβαίωναν γραπτά οι εκάστοτε Προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Πτητικών Μέσων και Προτύπων της Υ.Π.Α..

 14. Όπως ανελέγκτως έγινε δεκτό από το δικάσαν Τμήμα, στην από 11.3.2008 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του Διοικητή της Υ.Π.Α. και του ήδη αναιρεσείοντος αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι «ο Σύμβουλος αποχωρεί αυτοδίκαια, ταυτόχρονα με τη λήξη της σύμβασης, χωρίς άλλη διαδικασία», ότι «η παροχή υπηρεσίας δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση» (παρ. 2 περ. α΄) και ότι «η διάρκεια της παρούσας σύμβασης άρχεται την 11.3.2008 και λήγει την 10.9.2008, χωρίς άλλη ειδοποίηση» (παρ. 2 περ. δ΄). Βάσει των όρων αυτών, που καθορίστηκαν «ελεύθερα» από την Υ.Π.Α. (άρθρο έκτο παρ. 2 του ν. 1338/1994), αποσκοπώντας στην αποτροπή επιβάρυνσης του προϋπολογισμού της με απρόβλεπτες δαπάνες και θεραπεύοντας την ασφάλεια του δικαίου, με τη λήξη της ως άνω συμβάσεως (10.9.2008) επήλθε αυτοδικαίως η αποχώρηση του τότε εκκαλούντος από την Υ.Π.Α., με συνέπεια, από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής, ο τελευταίος να μην υπέχει υποχρέωση παροχής υπηρεσιών. Παράλληλα, προβλέφθηκε ρητά ότι εφόσον αυτός εξακολουθήσει να παρέχει υπηρεσίες στην Υ.Π.Α., τούτο δεν γεννά οποιαδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση υπέρ αυτού. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή των ρητών αυτών όρων, που έγιναν αποδεκτοί ανεπιφύλακτα από τον ήδη αναιρεσείοντα, μέσω της συνυπογραφής απ’ αυτόν της οικείας συμβάσεως, όπως ανελέγκτως δέχθηκε το δικάσαν Τμήμα, δεν υφίστατο αξίωση αυτού περί λήψεως αμοιβής για την επίμαχη χρονική περίοδο (από 11.9.2008 έως 19.3.2009). Το γεγονός δε ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, η Υ.Π.Α. βεβαίωνε γραπτώς την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του τότε εκκαλούντος, δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι το ζήτημα της αμοιβής για τις παρασχεθείσες από 11.9.2008 και εντεύθεν (έως 19.3.2009) υπηρεσίες ρυθμίζεται ειδικώς από τους προαναφερθέντες συμβατικούς όρους.

 15.  Όσον αφορά τον επιμέρους ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί της «εν τοις πράγμασι παράτασης» της από 11.3.2008 συμβάσεως, άλλως την ύπαρξη «προφορικής» συμβάσεως μεταξύ των μερών, το Δικαστήριο παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι στο δικόγραφο της εφέσεως δεν εκτίθενται -όπως και στο αναιρετήριο- οι περιστάσεις υπό τις οποίες παρατάθηκε η αρχική ή συνήφθη η νεότερη αυτή «προφορική» σύμβαση (τόπος, χρόνος, διάρκεια, με ποιο όργανο της Υ.Π.Α. έγινε η σχετική συμφωνία κ.λπ.). Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος είχε προβληθεί εξ αρχής αορίστως και, συνακόλουθα, δεν ήταν ουσιώδης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω παρατάθηκε προφορικά η ισχύς της προηγούμενης (από 11.3.2008) συμβάσεως μέχρι και 19.3.2009, όπως ισχυρίζεται ο ήδη αναιρεσείων, αυτό δεν αρκεί ώστε να καταστήσει νόμιμη την καταβολή αμοιβής υπέρ αυτού. Και τούτο, διότι για το κύρος συμβάσεως του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 2.500,00 ευρώ, όπως εν προκειμένω, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο, ο δε τύπος αυτός είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός (βλ. άρθρο 80 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 2362/1995, σε συνδυασμό με την 2/59649/0026/17.10.2001 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, ΦΕΚ Β΄ 1427). Επομένως, τυχόν «προφορική» σύμβαση δεν μπορούσε να δημιουργήσει, λόγω ακυρότητας, υποχρέωση της Υ.Π.Α. για καταβολή αμοιβής στον τότε εκκαλούντα (πρβλ. ΑΠ 1382/2017).

 16.  Τέλος, και υπό την εκδοχή ότι, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της εφέσεως, είχε προβληθεί λόγος περί αδικαιολόγητου πλουτισμού της Υ.Π.Α., σύμφωνα με τα άρθρα 904 και επόμενα του Αστικού Κώδικα, αυτός ορθώς απερρίφθη από το δικάσαν Τμήμα, έστω σιωπηρώς, διότι η τυχόν ωφέλεια, δηλαδή ο «πλουτισμός», που αποκόμισε η Υ.Π.Α. από την παροχή των υπηρεσιών του ήδη αναιρεσείοντος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα δεν ήταν αυθαίρετη, αλλά στηριζόταν στους προαναφερθέντες συμβατικούς όρους (παρ. 2 περ. α΄ και δ΄ της από 11.3.2008 συμβάσεως), ήτοι σε έγκυρη δήλωση βουλήσεως του φερόμενου ως «ζημιωθέντος» (πρβλ. ΑΠ 266/2013, σκ. 3), ο οποίος μετά τη λήξη της από 11.3.2008 συμβάσεως όφειλε και μπορούσε να αποχωρήσει «αζημίως» για τον ίδιο από την Υ.Π.Α. και, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν υφίστατο νόμιμη ή συμβατική υποχρέωσή του να παράσχει υπηρεσίες άνευ αμοιβής.

17.  Ενόψει όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 14 έως 16, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως (σκέψη 13), ανεξαρτήτως των επιμέρους αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος.

 18. Με το από 11.2.2018 υπόμνημα ο αναιρεσείων προβάλλει και τους εξής αναιρετικούς λόγους: (i) ότι εσφαλμένα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται σε δώρο Χριστουγέννων 2009, αφού πρόκειται για το δώρο Χριστουγέννων 2008, (ii) ότι για το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό έχει καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους αναλογούντες φόρους και (iii) ότι βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση.

 19. Οι λόγοι αυτοί, πέραν του ότι προβλήθηκαν απαραδέκτως με υπόμνημα, καθώς με αυτό επιτρέπεται μόνο η ανάπτυξη των λόγων που περιέχονται στο αναιρετήριο (βλ. άρθρο 29 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 117 του π.δ/τος 1225/1981), είναι απορριπτέοι και για τον πρόσθετο λόγο ότι προβάλλονται το πρώτον κατ’ αναίρεση, αφού από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως δεν προκύπτει -ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται- ότι είχαν προβληθεί και ενώπιον του δικάσαντος Τμήματος.

 20. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μαρία Αθανασοπούλου (ήδη Αντιπρόεδρος), Αγγελική Μυλωνά, Βιργινία Σκεύη, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Αργυρώ Μαυρομμάτη, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Στην περίπτωση μεσολάβησης μικρού χρονικού διαστήματος μεταξύ της λήξεως της συμβάσεως ορισμένου χρόνου και της επαναπροσλήψεως του μισθωτού, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρείται ότι παρατείνεται για αόριστο χρόνο, όταν μολονότι παρήλθε ο συμφωνημένος για τη λύση χρόνος, ο μισθωτός εξακολουθεί να εργάζεται, χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης, οπότε ο ορισμένος χρόνος της αρχικής συμβάσεως και το μετέπειτα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο συνεχίζεται η παροχή της εργασίας συναποτελούν μια ενιαία πλέον σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και επομένως υπάρχει αξίωση του εργαζομένου για καταβολή αμοιβής. Ο κανόνας αυτός, που απορρέει από το άρθρο 671 Α.Κ. (σιωπηρή ανανέωση), θα πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά  και στην περίπτωση των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, λόγω της αρχής της συνεχούς και απρόσκοπτης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, θα πρέπει να καταβληθούν στον αναιρεσείοντα οι αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της εξάμηνης σύμβασης, μέχρι την υπογραφή της νεότερης σύμβασης, δηλαδή από 11.9.2008 μέχρι 19.3.2009, χρονικό διάστημα για το οποίο η παροχή υπηρεσιών βεβαιωνόταν γραπτώς από τους εκάστοτε προϊσταμένους της Διεύθυνσης Πτητικών προτύπων της Υ.Π.Α., οι βεβαιώσεις των οποίων απαιτούνταν ως δικαιολογητικό από την οικεία σύμβαση για την καταβολή των αντίστοιχων μηνιαίων αποδοχών του. Η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.

 21. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί. 

 22. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αναιρεσείων έτυχε του ευεργετήματος πενίας, βάσει της 6/2017 πράξεως της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κρίνει ότι αυτός δεν πρέπει να καταλογιστεί με το οφειλόμενο για την άσκηση της αναιρέσεως παράβολο, ανερχόμενο σε ποσοστό 1% του αμφισβητούμενου ποσού, ήτοι σε 182,80 ευρώ (άρθρο 73 παρ. 5 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 117 του π.δ/τος 1225/1981). 

 Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την αίτηση. Και

Απαλλάσσει τον αναιρεσείοντα από την υποχρέωση καταβολής του παραβόλου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΣΑΡΜΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΚΡΕΠΗΣ
 
ThanasisΕλάσσων Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου 740/2020