Ελεγκτικό Συνέδριο 115/2021 (ΤΜΗΜΑ ΙΙ)

Μεταρρύθμιση πράξεων ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής της σύνταξης πρώην δημοσίου υπαλλήλου. Αποχώρηση από την υπηρεσία κατόπιν αυτοδίκαιης έκπτωσης λόγω ποινικής καταδίκης του. Κρίσιμος χρόνος θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος πριν την ισχύ του ν. 3234/2004. Χρονικό σημείο τερματισμού της τακτικής υπηρεσίας του εκκαλούντος, πρώην εργαζομένου σε Υπουργείο. Ρύθμιση του ειδικού ζητήματος της έναρξης πληρωμής της σύνταξης στην περίπτωση, κατά την οποία ο υπάλληλος παραμένει στην υπηρεσία και εισπράττει αποδοχές ενεργείας ακόμη και μετά τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης. Προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας οι ευνοϊκότερες διατάξεις περί ορίων ηλικίας που ισχύουν στις γυναίκες υπαλλήλους με ανήλικο τέκνο πρέπει να εφαρμοσθούν και στην περίπτωση των ανδρών υπαλλήλων με ανήλικο τέκνο. Μη συνυπολογισμός ως συντάξιμου του χρόνου, που διανύεται μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης λόγω έκπτωσης. Δέχεται εν μέρει την έφεση κατά της συνταξιοδοτικής πράξης της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και της τροποποιητικής αυτής, πράξης της ως άνω Διεύθυνσης. Μεταρρυθμίζει τις πράξεις αυτές ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής της σύνταξης του εκκαλούντος, πρώην δημοσίου υπαλλήλου

Απόφαση 115/2021
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
[σε υπόθεση υπαγόμενη από 16.9.2020 στην αρμοδιότητα του Τρίτου Τμήματος]
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2019, με την ακόλουθη σύνθεση: Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Αργυρώ Μαυρομμάτη (εισηγήτρια) και Βασιλική Πέππα, Σύμβουλοι, Ιωάννα Ρούλια και Ελένη Σακελλαρίου, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Επιτροπεύων Πάρεδρος, Δημήτριος Κοκοτσής, ως νόμιμος αναπληρωτής της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας, η οποία κωλύεται.

Γραμματέας: Γεωργία Φραγκοπανάγου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από …/2017 κατατεθείσα αυθημερόν (Α.Β.Δ. …) έφεση του … του …, κατοίκου …, οδός … αρ. …, T.Κ. …), ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παύλου Κελλίδη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 26488).

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου κατά: α) της …/…/2016 συνταξιοδοτικής πράξης της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και, β) της …/…/2016, τροποποιητικής της 1ης προσβαλλομένης, πράξης της αυτής ως άνω Διεύθυνσης Γ.Λ.Κ.

Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Διοικητή του, στο οποίο κατ’ αρχήν έχουν περιέλθει οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου (άρθρο 51 παρ. 1 και 53 παρ. 1 ν. 4387/2016, Α΄ 85 και άρθρο 395 ν. 4512/2018, Α΄ 5), παραστάθηκε, ομοίως, διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου και του Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.

Τον Επιτροπεύοντα Πάρεδρο, ο οποίος πρότεινε τη μερική παραδοχή της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Με την υπό κρίση έφεση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (βλ. τα Σειράς Α΄ … παράβολα Δημοσίου) ο εκκαλών, πρώην υπάλληλος του Υπουργείου …, που αποχώρησε από την υπηρεσία κατόπιν αυτοδίκαιης έκπτωσης λόγω ποινικής καταδίκης για αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 8 παρ. 1 περ. α΄ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007), ζητεί την ακύρωση ή τροποποίηση α) της …/…/2016 συνταξιοδοτικής πράξης της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), με την οποία κανονίσθηκε σε αυτόν σύνταξη και ορίσθηκε ως χρόνος έναρξης πληρωμής της η 25η.12.2019, ήτοι μετά τη συμπλήρωση του 62 ½ έτους ηλικίας αυτού και β) της …/…/2016 τροποποιητικής πράξης της αυτής ως άνω Διεύθυνσης Γ.Λ.Κ., με την οποία προσδιορίσθηκε εκ νέου το ποσό σύνταξης κατόπιν προσθήκης σε αυτό του ποσού συμμετοχής του τ. Ι.Κ.Α.. Επιδιώκει δε αυτός ειδικότερα α) να ορισθεί η σύνταξή του πληρωτέα άμεσα, διότι κατά τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος – προ της 31.12.2010 – ήταν πατέρας ανήλικου τέκνου, κατά την έκδοση δε των προσβαλλομένων πράξεων είχε συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας του, β) να συνυπολογισθεί ως συντάξιμος χρόνος το διάστημα που παρέμεινε αυτός στην υπηρεσία, αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας καταδικάσθηκε για αδίκημα από εκείνα που επιφέρουν την αυτοδίκαιη έκπτωσή του και γ) να υπολογισθεί το ποσό της σύνταξής του χωρίς τις περικοπές της υποπαραγράφου Β3 παραγράφου Β άρθρου πρώτου του ν.4093/2012. Η έφεση αυτή, με το δικόγραφο της οποίας ο εκκαλών παραδεκτά στρέφεται κατά των προαναφερόμενων πράξεων, διότι ως στηριζόμενες στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση,
τυγχάνουν συναφείς (άρθρο 122 παρ. 2 περ. α Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εφαρμοστέο στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσω του άρθρου 123 π.δ.1225/1981), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και εν γένει νομότυπα, επομένως είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙΙ. Α. Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και η ίση μεταχείριση αυτών εκ μέρους του νομοθέτη. Επομένως, όταν ο κοινός νομοθέτης ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, υποχρεούται να μην μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείρισή τους δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται, κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, στον έλεγχο των δικαστηρίων. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο και έναντι της πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ελεύθερη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 116 του ισχύοντος αναθεωρημένου Συντάγματος δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών. Από αυτά παρέπεται ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η ευνοϊκότερη μεταχείριση της γυναίκας, εφόσον όμως τούτο επιβάλλεται από λόγους που ανάγονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της, ιδίως σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος), είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης, πάντοτε όμως εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η σχετική ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, είτε στην ανάπτυξη της ισότιμης συμμετοχής της στην κοινωνική, οικονομική και δημόσια ζωή. Τέλος, αν θεσπιστεί με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική αυτή μεταχείριση ή αν δεν υφίστανται ουσιώδεις μεταξύ των δύο κατηγοριών διαφορές, που δικαιολογούν την ευμενή υπέρ της μίας εξ αυτών μεταχείριση, η διάταξη αυτή είναι, κατά το μέρος που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ευνοϊκή ρύθμιση (βλ. απόφ. Ολ. Ελ. Συν. 743/2018, 1268/2018, 1807/2014, 3439, 3128, 44/2009 κ.ά.). Και τούτο διότι, εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διάταξης που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν τη ρύθμιση και υπέρ εκείνων που υπέστησαν τη διάκριση αυτή, θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και θα καθίσταντο άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η αιτούμενη δικαστική προστασία. Περαιτέρω, η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων, στα ειδικότερα ζητήματα των προϋποθέσεων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος και του υπολογισμού της συνολικής πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, βάσει της οποίας κανονίζεται η σύνταξη, επιβάλλεται στον εθνικό νομοθέτη και από τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 141 της Συνθήκης του Άμστερνταμ και ήδη άρθρο 157 στην ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Σύμφωνα με τις -ταυτόσημες- διατάξεις των άρθρων αυτών, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στις αμοιβές ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας, εμπίπτει δε στο πεδίο εφαρμογής τους και το συνταξιοδοτικό σύστημα που θεσπίζεται με τον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, δοθέντος ότι η σύνταξη που χορηγείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα αυτού είναι «αμοιβή», κατά την έννοια των προαναφερόμενων άρθρων (απόφ. ΔΕΚ C-559/07, σκ. 40-60). Η απαγόρευση κάθε διάκρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών καταλαμβάνει και τον καθορισμό διαφορετικών προϋποθέσεων περί ηλικίας ή διαφορετικών κανόνων περί ελάχιστης προαπαιτούμενης υπηρεσίας -αναλόγως του φύλου- για τη χορήγηση συντάξεων σε δημοσίους πολιτικούς ή στρατιωτικούς υπαλλήλους που τελούν σε απολύτως όμοιες ή παρόμοιες καταστάσεις. Πάντως, κατά την παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην εργασία και τις αμοιβές δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν θετικά μέτρα για το φύλο που βρίσκεται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση, αρκεί αυτά να αποβλέπουν στο να το διευκολύνουν να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα ή στο να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζει στην επαγγελματική του σταδιοδρομία (βλ. απόφ. ΔΕΚ C-173/13, της 17.4.2014) και όχι στο να θέτουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις (σε σχέση με τις ισχύουσες για τους άνδρες υπαλλήλους) όσον αφορά το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία (βλ. και άρθρο 3 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 19 του ν. 3896/2010, Α΄ 207). Στο πλαίσιο αυτό, αν η εθνική νομοθεσία, και εν προκειμένω ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, μεταχειρίζεται δυσμενώς το ένα φύλο έναντι του άλλου και για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται η δυσμενής αυτή μεταχείριση, η ανωτέρω διάταξη επιβάλλει, προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης, την επέκταση και στην κατηγορία που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση των πλεονεκτημάτων που απολαύει η άλλη κατηγορία (απόφ. ΔΕΚ C-559/07, της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας).

Β. Ο Συνταξιοδοτικός Κώδικας (π.δ. 166/2000, Α΄153 και, ήδη, 169/2007, Α΄ 210), ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 1, ότι: «Ο τακτικός δημόσιος υπάλληλος που λαμβάνει κάθε μήνα μισθό από το Δημόσιο Ταμείο ή από άλλους ειδικούς πόρους δικαιούται σε ισόβια σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο: α) Αν απομακρυνθεί με οποιονδήποτε τρόπο από την υπηρεσία και έχει εικοσιπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. (…) β) Αν απολυθεί και έχει εικοσαετή τουλάχιστον πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. γ) (…)». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως βασικός κανόνας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τον υπάλληλο καθιερώνεται η συμπλήρωση εικοσιπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, χωρίς να ενδιαφέρει ο ειδικότερος λόγος απομάκρυνσης αυτού από την υπηρεσία, ενώ, κατά παρέκκλιση του εν λόγω κανόνα και για λόγους επιείκειας προς τυχόν αποχωρούντες από την υπηρεσία υπαλλήλους για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους, όπως σε περίπτωση απόλυσης (στην οποία περιλαμβάνεται και η αυτοδίκαιη έκπτωση από την υπηρεσία λόγω επιβολής με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ποινής για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 του Υπαλληλικού Κώδικα, βλ. Ε.Σ. II Τμ. 5314, 1060/2015, 1518/2009), αρκεί η συμπλήρωση εικοσαετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας (περίπτωση β΄), εφόσον δεν συμπληρώνονται οι χρονικές προϋποθέσεις (εικοσιπενταετία) για την υπαγωγή τους στον κανόνα της περίπτωσης α΄. Χρόνος θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι εκείνος, κατά τον οποίο συντρέχουν οι τιθέμενες ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν στον υπάλληλο να αποχωρήσει από την υπηρεσία, περαιτέρω δε, για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τον γενικό κανόνα της περίπτωσης α΄, έχοντας δηλαδή συμπληρώσει την εικοσιπενταετία ανεξάρτητα από τον ειδικότερο λόγο αποχώρησής τους, τυγχάνουν εφαρμογής τα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης της παρ. 1 του άρθρου 56 του ίδιου Κώδικα με τις εκεί προβλεπόμενες διαφοροποιήσεις και αναλόγως του έτους κατά το οποίο θεμελιώνεται το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα, ανεξαρτήτως της μετέπειτα παραμονής τους στην υπηρεσία (βλ. Ε.Σ. ΙΙ Τμ. 374/2018, 1060/2015, 827/2010, 1518/2009). Γ. Συναφώς, στην παρ. 1 του άρθρου 56, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της, από 1.1.2011, με το άρθρο 6 παρ. 2 β΄ του ν. 3865/2010 (Α΄ 120/21.7.2010), ο Συνταξιοδοτικός Κώδικας όριζε ότι: «1. Για την καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων, που υπάγονται στην συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, θεσπίζεται ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία ορίζεται ως εξής: α) (…) β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά, καθώς και για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, το πεντηκοστό (50ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο, για μητέρες που έχουν ανήλικα (…) παιδιά, (…) το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος συμπληρωμένο για τις λοιπές γυναίκες και το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες. Το κατά το προηγούμενο εδάφιο πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος ηλικίας των γυναικών και το εξηκοστό (60ο) έτος ηλικίας των ανδρών αυξάνεται από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ου) έτους για τις γυναίκες και του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους για τους άνδρες, ο δε υπάλληλος θα ακολουθεί το όριο ηλικίας, που ισχύει κατά το χρόνο, που θεμελιώνει το δικαίωμα σύνταξης. (…) 2. α. Η καταβολή της σύνταξης των πολιτικών υπαλλήλων της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία λόγω παραίτησης ή για άλλους λόγους πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής (…)». Ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 1 έως 9 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120) τροποποιήθηκαν από 1.1.2011, μεταξύ άλλων, οι παράγραφοι 1 και 2 του προεκτεθέντος άρθρου 56, με σκοπό να επιτευχθεί σταδιακά η εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και του χρόνου υπηρεσίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η ανωτέρω νομοθετική μεταβολή έγινε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου επί του ως άνω άρθρου, ενόψει αφ’ ενός μεν της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί της υπόθεσης C-559/07 (βλ. σκ. Β), με την οποία κρίθηκε ότι οι ως άνω διατάξεις που ορίζουν διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ των ανδρών και γυναικών ως προς την ηλικία συνταξιοδότησης και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος αντιβαίνουν στα οριζόμενα στο άρθρο 141 ΕΚ, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας ως προς την καταβολή αμοιβής, αφ’ ετέρου δε της από 29.1.2010 προειδοποιητικής επιστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να προσφύγει στο Δ.Ε.Κ. για την επιβολή προστίμου λόγω της μη έγκαιρης συμμόρφωσης της Ελλάδας με το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης. Ειδικώς δε η διάταξη της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαταστάθηκε από 1.1.2011, ως εξής: «Για την καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων, που υπάγονται στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, θεσπίζεται ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία ορίζεται ως εξής: (…) “β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά, καθώς και για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992: βα) Το πεντηκοστό δεύτερο (52ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο για όσους έχουν ανήλικα παιδιά, το οποίο αυξάνεται στο πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος από 1ης Ιανουαρίου 2012 και στο εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος από 1ης Ιανουαρίου 2013 και μετά (…)». Περαιτέρω, στην παράγραφο 11 του ως άνω άρθρου 6 του ν. 3865/2010 προβλέπεται: «Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 9 του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές θα έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού (…). Για τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν όσα προβλέπονται από τις αντικαθιστώμενες ή καταργούμενες διατάξεις, κατά περίπτωση, τόσο για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης όσο και για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, καθώς και για τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης τους.(…)».

Δ. Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 56 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους από 1.1.2011 με το ν. 3865/2010 και εξακολουθούν να διέπουν, κατά τη ρητή διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, το συνταξιοδοτικό καθεστώς όσων είχαν ήδη θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την 31η.12.2010, είχαν δηλαδή συμπληρώσει 25 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, θεσπίζεται, για μεν τους άνδρες υπαλλήλους που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1ης Ιανουαρίου 1998 και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, ως ηλικία συνταξιοδότησης το 60ό έτος της ηλικίας τους, αυξανόμενο από την ημερομηνία αυτή και μετά κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους. Αντίθετα, για τις γυναίκες υπαλλήλους ο συνταξιοδοτικός νομοθέτης επιφυλάσσει ευνοϊκότερη μεταχείριση και ειδικότερα για μεν τις μητέρες υπαλλήλους που έχουν ανήλικα τέκνα θέτει ως όριο ηλικίας το 50ό έτος της ηλικίας τους, χωρίς οποιαδήποτε προσαύξηση, για δε τις λοιπές γυναίκες το 58ο έτος της ηλικίας τους, αυξανόμενο, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα για τους άνδρες, μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους. Η διαφορετική αυτή συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών και, μάλιστα, τόσο αυτών που τελούν σε ειδικές συνθήκες (μητέρες με ανήλικα παιδιά), όσο και των λοιπών που δεν τελούν σε τέτοιες συνθήκες, συνιστά δυσμενή διάκριση των πρώτων έναντι των δεύτερων με μόνο κριτήριο το φύλο τους, που δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή από λόγους που ανάγονται στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των γυναικών σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας ή σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων υπέρ αυτών. Και τούτο διότι, κατά το μέρος που με τις συνταξιοδοτικές αυτές ρυθμίσεις σκοπείται η προστασία της οικογένειας και των παιδιών, δεν επιτρέπεται η διαφορετική μεταχείριση των δύο φύλων, δοθέντος ότι και οι δύο γονείς έχουν, δεδομένων των σύγχρονων κοινωνικών συνθηκών, τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια βάρη στο πλαίσιο της προστασίας και ανατροφής των τέκνων τους (λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στην ως άνω διάταξη δεν προσδιορίζεται η ηλικία των τέκνων), καθώς και της λειτουργίας και της ενότητας της οικογένειας. Η θέσπιση, άλλωστε, διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση το φύλο, ούτε από καθαρά βιολογικές διαφορές μεταξύ τους δικαιολογείται, αφού δεν συναρτάται με διαφορετικό προσδόκιμο ζωής, ούτε θετικό μέτρο συνιστά για την προώθηση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και την άρση τυχόν υφιστάμενων ανισοτήτων σε βάρος των γυναικών, αφού, με τον τρόπο αυτό, δεν διευκολύνονται οι γυναίκες στη συνέχιση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ούτε αποκαθίστανται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτές στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, αλλά απλώς τίθενται σε ευνοϊκότερη θέση έναντι του άλλου φύλου με το να μπορούν να συνταξιοδοτηθούν σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες. Η διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδότησής τους αντίκειται επίσης και στην αρχή της ισότητας αμοιβών, η οποία κατοχυρώνεται διαχρονικά στο ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 141 παρ. 2 της Συνθήκης του Άμστερνταμ και ήδη άρθρο 157 παρ. 2 ΣΛΕΕ) και απαγορεύει διακρίσεις λόγω φύλου για τα πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ των οποίων και οι συνταξιοδοτούμενοι κατά το σύστημα του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (βλ. σκέψη 5). Εξ άλλου, ο καθορισμός διαφορετικών ηλικιακών ορίων ως προς τη συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών δεν δύναται να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο θετικό μέτρο κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου (βλ. και άρθρο 3 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ), καθόσον ως τέτοιο, υπό τις κρατούσες πλέον κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να θεωρηθεί μόνο εκείνο που εξασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική και οικονομική ζωή, ενισχύει και διευκολύνει την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών ή αντισταθμίζει τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Εφόσον δε, κατά τα ανωτέρω, η ως άνω συνταξιοδοτική διάταξη, με την οποία θεσπίζεται μικρότερο όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση των γυναικών εισάγει διάκριση εις βάρος των ανδρών, χωρίς να υφίστανται αποχρώντες λόγοι που να τη δικαιολογούν, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στην αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στις προαναφερόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. ?ς εκ τούτου, προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται σε ισχύ η δυσμενής αυτή διάκριση σε βάρος των ανδρών (ήτοι για όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2010, καθόσον από 1.1.2011 τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών εξισώθηκαν), πρέπει να επεκταθεί και στους άνδρες υπαλλήλους η ευνοϊκότερη ρύθμιση που ισχύει για τις γυναίκες (Ε.Σ. Ολομ. 317, 319, 322/2020, απόφ. ΔΕΚ C-559/07, της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας σκ. 26, Ε.Σ. Ολομ. 1268/2018, 743/2018, 1807/2014).

III. A. Ο Υπαλληλικός Κώδικας (κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, Α΄ 26/9.2.2007) ορίζει, στο άρθρο 149 ότι «Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση: α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία β) (…). Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Συναφώς, ο ίδιος ορίζει, στο άρθρο 8 παρ. 1, ότι: «1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι: α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ’ υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. β) (…)». Περαιτέρω, o Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (π.δ. 258/1986, Α΄ 121, ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο), ορίζει, στο άρθρο 504 παρ. 1, ότι: «Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης (…)», στο άρθρο 505, ότι: «1. (…) αναίρεση μπορούν να ζητήσουν: α) ο κατηγορούμενος (…) δ) (…) ο εισαγγελέας εφετών για τις αποφάσεις του εφετείου (…) 2. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3)», στο άρθρο 479, όπως αντικαταστάθηκε -με την κατάργηση της παρ. 1 αυτού- με το άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 3904/2010 (Α΄ 218), ότι: «Ο εισαγγελέας εφετών (…) μπορεί να προσβάλλει με έφεση οποιοδήποτε βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306) …», στο άρθρο 507, ότι: «Η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται από το άρθρο 473. (…)», στο άρθρο 473, ότι: «1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, (…) και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης (…) 2. Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. (…) 3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. (…)» και, στο άρθρο 546 παρ. 2, ότι: «Αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε».

Β. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο δημόσιος υπάλληλος εκπίπτει από την υπηρεσία και επομένως λύεται η υπαλληλική του σχέση, εκτός άλλων, και όταν καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Υπαλληλικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων είναι και η πλαστογραφία. Στην περίπτωση αυτή η έκπτωση από την υπηρεσία επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, η δε δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξης του αρμοδίου οργάνου για την έκπτωση απλώς διαπιστώνει την ήδη συντελεσθείσα λύση της υπαλληλικής σχέσης. Συνακόλουθα, η συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου τερματίζεται από τη δημοσίευση της αμετάκλητης αυτής δικαστικής απόφασης, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που πράγματι παρέχει αυτός στο Δημόσιο, μετά την κατά τα ανωτέρω λύση της υπαλληλικής σχέσης, να μην μπορεί να αναγνωριστεί ως συντάξιμος και να προσμετρηθεί στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 1594/2008, βλ. ΙΙ Τμ. 5314/2015, 549/2004). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου καθίσταται αμετάκλητη με την άπρακτη παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης, η οποία είναι δεκαήμερη, που αρχίζει από την έκδοση της απόφασης παρόντος του διαδίκου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της στον δικαιούμενο σε αναίρεση, εικοσαήμερη αν ασκείται από τον καταδικασθέντα με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μηνιαία αν ασκείται από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς να αρχίζουν οι προθεσμίες αυτές, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρηση της απόφασης στο βιβλίο των καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠοινΔ (ΑΠ 388, 127/2014, 1480/2006). Επομένως, η καταδικαστική απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε απόντος του κατηγορουμένου καθίσταται αμετάκλητη, σε κάθε περίπτωση, με την άπρακτη παρέλευση μηνός από την καταχώρισή της, καθαρογραμμένης, στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι από την επομένη της ανωτέρω ημερομηνίας κανένα από τα δικαιούμενα για την άσκηση αίτησης για αναίρεση αυτής πρόσωπα δεν δύναται να ασκήσει παραδεκτά κατ’ αυτής το εν λόγω ένδικο μέσο (Ε.Σ. Ι Τμ. 4201/2015, 2589 και 2619/2006). IV. Περαιτέρω, ο προμνησθείς Συνταξιοδοτικός Κώδικας ορίζει, στο άρθρο 56 παρ. 5, τα εξής: «5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, η πληρωμή της σύνταξης αρχίζει από την επομένη της απομάκρυνσης του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού από την υπηρεσία ή από την επομένη του θανάτου του ή από την επομένη της λήξης των τυχόν καταβαλλόμενων κατά το επόμενο άρθρο τρίμηνων αποδοχών. (…)», ενώ ο ν. 2592/1998 «Αναπροσαρμογή συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 57) ορίζει στην παρ. 15 του άρθρου 8, ότι: «Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Σε περίπτωση που τα αρμόδια για την απονομή της σύνταξης όργανα, κατά την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, διαπιστώνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ότι η λύση της υπαλληλικής σχέσης του υπαλλήλου έχει επέλθει σε χρόνο προγενέστερο εκείνου της πραγματικής αποχώρησής του από την υπηρεσία, η σύνταξή του ορίζεται πληρωτέα από την επομένη λήξης των αποδοχών ενεργείας ή από την επομένη λήξης των τυχόν καταβαλλομένων αποδοχών του επόμενου άρθρου». Η τελευταία αυτή διάταξη δεν αναιρεί ούτε επηρεάζει την εγκυρότητα και νομιμότητα της ήδη επελθούσας σε προγενέστερο χρόνο λύσης της υπαλληλικής σχέσης και τη συνεπεία αυτής διακοπή της συντάξιμης υπηρεσίας του αυτοδικαίως εκπεσόντος υπαλλήλου, αλλά ρυθμίζει το ειδικό ζήτημα της έναρξης πληρωμής της σύνταξης στην περίπτωση, κατά την οποία ο υπάλληλος παραμένει στην υπηρεσία και εισπράττει αποδοχές ενεργείας ακόμη και μετά τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης. Προκειμένου, δηλαδή, να αποτρέπεται η σύγχρονη καταβολή σύνταξης και μισθού σε χρόνο που ανατρέχει μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, ορίζεται ως χρόνος έναρξης πληρωμής της σύνταξης η επομένη της λήξης των αποδοχών ενεργείας. (Ε.Σ. ΙΙ Τμ. 4408/2013, πρβλ. ΙΙ Τμ. 2179/2004, γνμδ. ΝΣΚ 91/2002).

V. Εξάλλου, κατά την αρχή της τυπικής ασφάλισης, η οποία αποτελεί γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου και η οποία εφαρμόζεται αναλογικώς και στο συνταξιοδοτικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών, αν ο ασφαλισμένος κατέβαλε τακτικά τις προς τον ασφαλιστικό οργανισμό εισφορές, θεωρώντας τον εαυτό του «καλή τη πίστει» ως υπαγόμενο στην ασφάλιση αυτού, ο δε οργανισμός εισέπραττε ανεπιφύλακτα τις εισφορές αυτές, η μετά πάροδο μακρού (κατ’ εύλογη κρίση) χρόνου και μάλιστα κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου αμφισβήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό της κατά τα ανωτέρω αναγνωρισθείσας ιδιότητας του ασφαλισμένου, συναφώς δε και του συντάξιμου του χρόνου υπηρεσίας ή εργασίας του, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, κατά την οποία είναι σεβαστές οι πραγματικές καταστάσεις που δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των διοικουμένων και οι οποίες προκύπτουν με την ανοχή και σύμπραξη της Διοίκησης, εφόσον δεν αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη και δεν δημιουργήθηκαν με δόλια ενέργεια του διοικουμένου. Πλην όμως, η αρχή της τυπικής ασφάλισης κάμπτεται σε περίπτωση ρητής περί του αντιθέτου διάταξης ή διάταξης από το περιεχόμενο της οποίας σαφώς συνάγεται ότι δεν είναι ανεκτή, στα θέματα που αυτή ρυθμίζει, η εφαρμογή της πιο πάνω γενικής αρχής (Ε.Σ. Ολομ. 110/2001, ΙΙ Τμ. 6673/2015, 4960, 259/2013, ΣτΕ 1668/2003).

VI. Τέλος, στο άρθρο πρώτο, παράγραφος Β, υποπαράγραφος Β.3 του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 20132016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του ν. 4111/2013 (Α΄
18/25.1.2013) με ισχύ από 19.11.2012, ορίζονται τα εξής: «α. Η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων και μερισμάτων, άνω των 1.000 ευρώ, που καταβάλλονται από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία, μειώνεται ως εξής: Για συνολικό ποσό σύνταξης ή αθροίσματος συντάξεων: αα. Άνω των 1.000,00 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ, μειώνεται το σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. ββ. (…). β. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού μείωσης λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης ή των μηνιαίων βασικών συντάξεων όπως αυτά θα έχουν διαμορφωθεί την 31.12.2012 μετά την τυχόν παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011, καθώς και των τυχόν μειώσεων που επιβλήθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του ν. 4051/2012. γ. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. δ. Εξαιρούνται των ανωτέρω μειώσεων οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, σύμφωνα με γνωμάτευση της Ανωτάτης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (…)». Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, με αυτές επέρχεται μείωση στις (ήδη) καταβαλλόμενες συντάξεις, ήτοι δεν συνιστούν κανόνες εφαρμοστέους κατά τον υπολογισμό της σύνταξης στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης της πράξης κανονισμού σύνταξης.

VII. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών, γεννηθείς στις …/1957, έγγαμος, πατέρας δύο (2) τέκνων, που γεννήθηκαν τα έτη 1989 και 1992, προσλήφθηκε με την …/…1985 απόφαση Υπουργού … (Γ΄ …/…/1985) σε υφιστάμενη κενή οργανική θέση κλάδου ΜΕ1 Διοικητικού και, εν συνεχεία, μετατάχθηκε με τη …/…/1994 απόφαση Υφυπουργού … (Γ΄ …/…/1994) σε κενή ομοιόβαθμη θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού. Με τη …/…/2013 διαπιστωτική πράξη του Υπουργού ……………………….. (Γ΄ …………/…………2013) διαπιστώθηκε η έκπτωση αυτού από την υπηρεσία αυτοδικαίως από τις …/2012, ημερομηνία, κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η …/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου … . Με την τελευταία, που καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο στις …/2012, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του εκκαλούντος κατά της …/…/2010 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου …, με την οποία είχε κριθεί αυτός ένοχος για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών με τριετή αναστολή. Ακολούθως, κατόπιν διαβίβασης προς το Γ.Λ.Κ. με το …/…/2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολιτικού Προσωπικού του Υπουργείου … των δικαιολογητικών συνταξιοδότησης του εκκαλούντος, με την …/…/2016 συνταξιοδοτική πράξη της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων Γ.Λ.Κ. (1η προσβαλλόμενη πράξη) κανονίσθηκε σύνταξη στον εκκαλούντα βάσει συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας διαδοχικής ασφάλισης, από έτη 34-09-00, ήτοι βάσει α) της υπηρεσίας αυτού ως τακτικού υπαλλήλου από έτη 27-04-10 (από …/1985 έως …/2012), β) της στρατιωτικής υπηρεσίας του ως κληρωτού εφέδρου, από έτη 0202-01 (από 6.7.1982 έως 6.9.1984) και β) του χρόνου ασφάλισης αυτού στο Ι.Κ.Α., από έτη 05-02-19 (από …/1977 έως …/1984), πληρωτέα από 25.12.2019. Όπως αναφέρεται ειδικότερα στο σώμα της πράξης, μεταξύ άλλων “(…) Για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος έχει ληφθεί υπόψη και ο χρόνος ασφάλισής του στο ΙΚΑ όπως προκύπτει από την αριθμ. …/2012 βεβαίωση του ΙΚΑ. (…) Η συντάξιμη υπηρεσία τερματίζεται την …/2012, ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η αριθμ. …/2012 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου …, με την οποία επήλθε η έκπτωσή του από την υπηρεσία. Η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 62ου και ½ έτους της ηλικίας του, δηλαδή την 25.12.2019 (άρθρο 56 παρ. 2 του Π.Δ. 169/2007). Ορίζεται δε πληρωτέα από την ημερομηνία αυτή, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 56 παρ. 15 του Π.Δ. 169/2007 (άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 3234/2004), επειδή θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα πριν την ισχύ του Ν. 3234/2004 (ΦΕΚ 52/Α/18-02-2004) και έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του όσα έχουν γίνει δεκτά με την αριθμ. 1080/2011 απόφαση του Ε.Σ.. (…)”. Εξάλλου, με την αυθημερόν εκδοθείσα …/2016 πράξη της αυτής ως άνω Διεύθυνσης Γ.Λ.Κ. αναγνωρίσθηκε ως συντάξιμος ο διανυθείς από τον εκκαλούντα χρόνος στις τάξεις του Στρατού από έτη 02-02-01 (από 6.7.1982 έως 6.9.1984) και ορίσθηκε το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς εξαγοράς του. Ακολούθως, με την …/…/2016 πράξη της ίδιας Διεύθυνσης Γ.Λ.Κ. (2η προσβαλλομένη) τροποποιήθηκε η ανωτέρω συνταξιοδοτική πράξη κατόπιν συνυπολογισμού της συμμετοχής του Ι.Κ.Α. στο ποσό της σύνταξης, ορίσθηκε η συνολική συντάξιμη υπηρεσία διαδοχικής ασφάλισης του εκκαλούντος από έτη 34-06-18, ενώ διατηρήθηκε το αυτό χρονικό σημείο έναρξης πληρωμής της σύνταξης. Όπως αναφέρεται δε, μεταξύ άλλων, στο σώμα αυτής “(…) Με την παρούσα πράξη μας προσμετράται και ο χρόνος ασφάλισής του στο ΙΚΑ. (…) Από τον αρχικό χρόνο ασφάλισης του ΙΚΑ με 1.566 ημερομίσθια αφαιρέθηκαν τα 60 του διαστήματος 07/1984 – 09/1984, διότι το ίδιο διάστημα συμπίπτει με την ήδη αναγνωρισμένη στρατιωτική του θητεία. (…)”. Ήδη με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών ζητεί την ακύρωση, άλλως την τροποποίηση των προσβαλλομένων πράξεων προβάλλοντας, κατ’ αρχάς, ότι μη νομίμως ορίσθηκε η σύνταξή του πληρωτέα με τη συμπλήρωση του 62½ έτους της ηλικίας του. Τούτο, διότι, όπως ισχυρίζεται, δεδομένης της θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος από αυτόν ήδη από το έτος 2002, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας καθώς επίσης και των διατάξεων του άρθρου 141 Συνθ.Ε.Κ. δεν προβλέφθηκε για εκείνον ό,τι και για τις υπαλλήλους, μητέρες ανήλικων τέκνων κατά τον χρόνο θεμελίωσης, ήτοι έναρξη καταβολής της σύνταξης με τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έτους ηλικίας, άλλως με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται γενικώς για τις γυναίκες υπαλλήλους. Όπως δε, επιπροσθέτως, ισχυρίζεται αυτός, “επικουρικά”, καθόσον είχε συμπληρώσει με συνυπολογισμό του χρόνου ασφάλισής του στο ΙΚΑ συντάξιμη υπηρεσία μεγαλύτερη των είκοσι ετών ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του ν.3234/2004, η παρ. 6 του άρθρου 2 αυτού δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωσή του, αντίθετη δε κρίση περί αναδρομικής εφαρμογής της διάταξης αυτής αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Περαιτέρω, ο εκκαλών προβάλλει ότι μη νομίμως ορίσθηκε ως ημερομηνία τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας του η …/2012, οπότε κατέστη αμετάκλητη η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας εξέπεσε αυτός αυτοδικαίως από την υπηρεσία. Τούτο διότι, όπως υποστηρίζει, ο ίδιος υπηρέτησε κανονικώς μέχρι και τον 6ο μήνα του 2013 λαμβάνοντας μισθοδοσία και καταβάλλοντας ολοσχερώς τις αντίστοιχες κρατήσεις και εισφορές, σύμφωνα με βεβαιώσεις της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, η ως άνω δε κρίση που διαλαμβάνεται σε αμφότερες τις προσβαλλόμενες πράξεις είναι αντίθετη τόσο στο άρθρο 56 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όσο και στην αρχή της τυπικής ασφάλισης, ενώ, εφόσον ήθελε κριθεί από το δικαστήριο ότι ορθά ορίσθηκε ως ημερομηνία εξόδου αυτού από την υπηρεσία η …/2012, ζητεί την επιστροφή των κρατήσεων και εισφορών, στις οποίες υποβλήθηκαν οι αποδοχές του. Τέλος, αυτός προβάλλει ότι μη νομίμως χώρησε εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Β3 παραγράφου Β άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 κατά τον υπολογισμό της σύνταξής του.

VIII. Με δεδομένα τα προεκτεθέντα και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, καθόσον ο εκκαλών είχε συμπληρώσει υπερεικοσιπενταετή συντάξιμη πραγματική υπηρεσία, είχε θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα δυνάμει της περ. α΄ παρ. 1 του άρθρου 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, κατά συνέπεια ήταν νομικώς αδιάφορα τόσο ο χρόνος όσο και η αιτία απομάκρυνσης αυτού από την υπηρεσία. Όπως άλλωστε αναφέρεται ρητά στην 1η προσβαλλομένη, απορριπτομένου ως νόμω αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού, εν προκειμένω δεν έτυχε εφαρμογής η παρ. 15 (ήδη 14) του άρθρου 56 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, που προστέθηκε με την παρ. 6 άρθρου 2 του ν.3234/2004, περί έναρξης καταβολής της σύνταξης επί απόλυσης με εικοσαετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας, αλλά τα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης της παρ. 1 του άρθρου αυτού (56), τα οποία, όπως προεκτέθηκε (σκέψη ΙΙΙ.Β.), τυγχάνουν εφαρμογής επί θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος δυνάμει της περ. α΄ παρ. 1 άρθρου 1 του Κώδικα αυτού. Το έτος δε, κατά το οποίο επέρχεται η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος καθορίζει, συνακόλουθα, την ηλικία έναρξης καταβολής της σύνταξης. Εν προκειμένω, ο εκκαλών προσλήφθηκε στο Δημόσιο στις … 1985, ήτοι μετά την 1.1.1983 και, με συνυπολογισμό του χρόνου που είχε διανύσει προηγουμένως στην ασφάλιση του ΙΚΑ -κατά τις διατάξεις περί κοινής διαδοχικής ασφάλισης (ν.δ.4202/1961) εφαρμοστέες δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 2, 17 παρ. 2 και 3 και 20 παρ. 4 ν.2084/1992, όπως ισχύουν- καθώς επίσης (με συνυπολογισμό) της στρατιωτικής του θητείας κατόπιν καταβολής εισφοράς εξαγοράς (άρθρο 12 παρ. 1 περ. στ΄ Συνταξιοδοτικού Κώδικα), αυτός είχε συμπληρώσει εικοσιπενταετή συντάξιμη υπηρεσία το έτος 2002. Τούτο έγινε δεκτό και με τις προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 56 παρ. 1 περ. β εδ. β΄, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του εκκαλούντος, η σύνταξη αυτού ορίσθηκε πληρωτέα με τη συμπλήρωση του 62 ½ έτους της ηλικίας του, ήτοι με πρόσθεση στο εξηκοστό έτος ηλικίας ενός εξαμήνου ανά έτος εκκινώντας από το έτος 1998. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε (σκέψη ΙΙ.Δ.), η πρόβλεψη στις διατάξεις του άρθρου αυτού -όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο- διαφορετικών ορίων ηλικίας με μόνο κριτήριο το φύλο του υπαλλήλου αντιβαίνει τόσο στην αρχή της ισότητας, όσο στις διατάξεις του άρθρου 141 Συνθ.Ε.Κ. (ήδη 157 Σ.Λ.Ε.Ε.). Ακολούθως, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αυτής αρχής πρέπει να εφαρμοσθούν και στην περίπτωση των ανδρών υπαλλήλων οι ευνοϊκότερες διατάξεις περί ορίων ηλικίας που ισχύουν για τις γυναίκες υπαλλήλους. Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον κατά τον χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος το έτος 2002, ήτοι προ της 31ης.12.2010, ο εκκαλών ήταν πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, δεδομένου ότι αυτά γεννήθηκαν το μεν 1ο το έτος 1989, το δε 2ο το έτος 1992, η σύνταξη αυτού ήταν καταβλητέα με τη συμπλήρωση του 50ου έτους της ηλικίας του, κατ’ επεκτατική εφαρμογή της σχετικής -προβλεφθείσας για τις μητέρες ανηλίκων-υπαλλήλους- διάταξης του άρθρου 56 παρ. 1 περ. β εδ. α΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του άρθρου αυτού με τις διατάξεις του άρθρου 6 ν.3865/2010. Επομένως, δοθέντος ότι ο εκκαλών, που γεννήθηκε το έτος 1957, είχε συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο απομάκρυνσής του από την υπηρεσία, η σύνταξη του έπρεπε να ορισθεί άμεσα καταβλητέα, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης. Αντιθέτως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη IV), το χρονικό διάστημα μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης του εκκαλούντος, στις … 2012, συνεπεία της αυτοδίκαιης έκπτωσής του από την υπηρεσία, καθόσον κατά την ημερομηνία αυτή -γεγονός που δεν αμφισβητείται από αυτόν- κατέστη αμετάκλητη η ποινική καταδίκη του για το αδίκημα της πλαστογραφίας, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος χρόνος, έστω και αν αυτός, όπως ισχυρίζεται, παρέμεινε στην υπηρεσία έως και τον 6ο μήνα του έτους 2013. Κατά συνέπεια, ορθά λογίσθηκε ως χρονικό σημείο τερματισμού της τακτικής υπηρεσίας του εκκαλούντος η … 2012, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης, ενώ είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται τις διατάξεις της παρ. 5 άρθρου 56 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως ισχύει, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε (σκέψη IV), με αυτή ρυθμίζεται το διάφορο ζήτημα της έναρξης καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση παραμονής του υπαλλήλου στην υπηρεσία και είσπραξης αποδοχών ενέργειας κατά τον χρόνο μετά τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης, και δεν διαφοροποιούνται τα προβλεπόμενα στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Εξάλλου, ούτε η γενική αρχή της τυπικής ασφάλισης μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού, διότι ο μη συνυπολογισμός ως συντάξιμου του χρόνου, που διανύεται μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης λόγω έκπτωσης, ρυθμίζεται από ρητές αντίθετες διατάξεις (Ε.Σ. ΙΙ Τμ. 6673/2015, πρβλ. ΣτΕ 1628/1996, Ε.Σ. ΙΙ Τμ. 4960, 259/2013), ενώ το ειδικότερο αίτημα του εκκαλούντος περί επιστροφής των κρατήσεων που είχαν γίνει επί των αποδοχών του πρέπει να απορριφθεί προεχόντως λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της έφεσης. Τέλος, νόμω αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος λόγος περί μη νόμιμης εφαρμογής των διατάξεων της υποπαραγράφου Β3 παραγράφου Β άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 κατά τον υπολογισμό της σύνταξης του εκκαλούντος, καθόσον, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν την έναρξη καταβολής της σύνταξης, ήτοι δεν είναι εφαρμοστέες κατά το προγενέστερο στάδιο του κανονισμού της.

IΧ. Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και να ορισθεί η σύνταξη του εκκαλούντος πληρωτέα αναδρομικά τρία έτη από την 1η ημέρα του μήνα έκδοσης της 1ης προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι από 1.8.2013 (άρθρο 60 παρ. 1 Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν μέρει την έφεση κατά: α) της …/…/2016 συνταξιοδοτικής πράξης της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και, β) της …/…/2016, τροποποιητικής αυτής, πράξης της ως άνω Διεύθυνσης.

Μεταρρυθμίζει τις πράξεις αυτές ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής της σύνταξης του εκκαλούντος.

Ορίζει την σύνταξη του εκκαλούντος πληρωτέα από 1.8.2013.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

Και

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα σε διαδικτυακή τηλεδιάσκεψη που διενεργείται μέσω της δημόσιας υπηρεσίας e-presence.gov.gr, στις 9 Ιουλίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 21 Ιανουαρίου 2021
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑ ΣΑΡΛΑ

ThanasisΕλεγκτικό Συνέδριο 115/2021 (ΤΜΗΜΑ ΙΙ)