ΕΛΣΥΝΕΔΡ 1-2018 –

(ΕΔΔΔΔ 2018/394, ΘΠΔΔ 2019/557) Δημόσιοι υπόλογοι. Έννοια. Τι νοείται ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, το οποίο καταλογίζεται στον υπόλογο

Πότε επιβάλλονται και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η πράξη καταλογισμού πρέπει να αιτιολογείται. Στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται σε αυτή. Ο εκκαλών δεν είχε την ιδιότητα του υπολόγου, διότι ως μέλος του ΔΣ του ΤΠΟΚΕ δεν διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο των χρηματογράφων. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι ανεπαρκής. Η διοίκηση δεν κωλυόταν να εκδόσει νέα καταλογιστική πράξη εφόσον η προηγούμενη δεν είχε ακυρωθεί από το ΕΣ, αλλά είχε ανακληθεί.  Δεκτή η έφεση.

Αριθμός 1/2018, IV Τμήματος

 Πρόεδρος: Αγγελική Μαυρουδή, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Αγγελική Κέντρου, Πάρεδρος

Γενικός Επίτροπος Επικράτειας: Ιωάννης Κάρκαλης, Αντεπίτροπος Επικράτειας Δικηγόροι: Ιωάννης Κυπριωτάκης, Νικόλαος Καραγιώργης (ΝΣΚ), Κωνσταντίνος Τριάντης

I. Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση: α) της ληφθείσας κατά την 25η συνεδρίαση/ 2.7.2014 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.), ως διαδόχου του καταργηθέντος, με το άρθρο δέκατο έβδομο του ν. 3607/2007 (Α` 245), Ταμείου Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακσύ Κλήρου Ελλάδος (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.), κατά το μέρος που με αυτήν: 1) προσδιορίστηκε το καταλογιστέο ποσό σε 7.364,93 ευρώ, που φέρεται ότι αντιστοιχεί σε προσαυξήσεις λόγω διαπιστωθέντος ελλείμματος για τη μη έγκαιρη εισαγωγή στη διαχείριση του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. μερισμάτων από μετοχές του Ο.Τ.Ε., και 2) κλήθηκε ο εκκαλών για έγγραφη παροχή εξηγήσεων, β) της ληφθείσας κατά την 41η συνεδρίαση/22.10.2014 απόφασης του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ., κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίστηκε ο εκκαλών, με την ιδιότητα του υπολόγου, με το προαναφερόμενο ποσό και γ) των 38907/5160/11.7.2014 και 63395/8195/12.11.2014 εγγράφων της Διευθύ­ντριας της Γ` Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών (Τομέας Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελ­λάδος) του Τ.Π.Δ.Υ., με τα οποία κοινοποιήθηκαν οι προαναφερόμενες αποφάσεις του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. στον εκκαλούντα. Η έφεση αυτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ληφθείσας κατά την 25η συνεδρίαση/2.7.2014 απόφασης του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον η απόφαση αυτή, με την οποία προσδιορίσθηκε το καταλογιστέο σε βάρος του εκκαλούντος ποσό και τάχθηκε σε αυτόν προθεσμία για την παροχή εξηγήσεων, αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της ληφ­θείσας κατά την 41η συνεδρίαση/22.10.2014 καταλογιστικής απόφασης του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ και ως εκ τούτου στερείται εκτελεστότητας (βλ. αποφ. IV Τμήμ. 6877/2015, πρβλ. 1751/2012). Ομοίως, απορριπτέα ως απαράδεκτη είναι η έφεση και κατά το μέρος που στρέφεται κατά των 38907/5160/11.7.2014 και 63395/8195/12.11.2014 εγγράφων του Τ.Π.Δ.Υ., διότι με τα έγγραφα αυτά, κοινοποιήθηκαν στον εκκαλούντα οι προαναφερόμενες αποφάσεις του Δ.Σ., και ως εκ τούτου στερούνται εκτελεστότητας (βλ. αποφ. IV Τμήμ. 871, 549, 548/2012). Κατά τα λοιπά, η ένδικη έφεση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (βλ. τα σειράς Α` …………………. και ………….. έντυπα πα­ράβολου του Δημοσίου), κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ληφθείσας κατά την 41η συνεδρία­ση/22.10.2014 απόφασης του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ., έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

II. Α. Στο άρθρο 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Καθένας έχει δι­καίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Περαιτέρω, στο άρθρο 95 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Α` 84), ορίζεται ότι: «(…) 5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορ­φώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέ­λεση των συνταγματικών αυτών διατάξεων, εξεδόθη ο ν. 3068/2002 «Συμμόρ­φωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (…)» (Α` 274). στο Κεφά­λαιο Α` του οποίου, υπό τον τίτλο «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις Δικα­στικές αποφάσεις» και ειδικότερα στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται ότι: «Το Δημό­σιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δήμοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλ­λονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικα­στηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. (…)».

Β. Περαιτέρω, στο π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτι­κού Συνεδρίου διατάξεων (Α`, 304) ορίζεται στο άρθρο 91 ότι: «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων, αι μη υποκείμεναι εις ανακοπήν, είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον». στο άρθρο 92 ότι: «Το δεδικασμένον εκτείνεται επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος, εφ’ όσον η απόφασις έκρινε οριστικώς επί εννόμου σχέσεως. Το δεδικασμένον εκτείνεται επίσης επί του κριθέ­ντος δικονομικού ζητήματος» και στο άρθρο 93 ότι: «Δεδικασμένον υφίσταται μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτήν ιδιότητα μόνον περί του κριθέντος δικαιώματος και εφ’ όσον πρόκειται περί του αυτού αντικειμένου και της αυ­τής ιστορικής και νομικής αιτίας».

Γ. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται, πλην άλλων, τα εξής: Με την επιταγή του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, που θεσπί­σθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής ως κανό­νας παραπληρωματικός του κατοχυρωμένου στο άρθρο 20 του Συντάγματος δικαιώματος δικαστικής προστασίας, κατοχυρώθηκε και ρητώς η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενο των δικαστικών απο­φάσεων. Επακολούθησε, κατ’ εφαρμογήν της προεκτεθείσης συνταγματικής επιταγής, η θέσπιση του ν. 3068/2002, με τον οποίο καθιερώνεται η υποχρέω­ση του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α., των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. να συμμορφώνονται χω­ρίς καθυστέρηση προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων που παράγουν υποχρέ­ωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις. Τέτοιες δικονομικές διατάξεις είναι, πλην άλλων, και αυτές του άρθρου 79 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (βλ. και προϊσχύσαν άρθρο 61 του π.δ. 774/1980), με το οποίο καθιερώνεται το εκτελεστό των οριστικών (τελεσίδικων) αποφάσεων των Τμη­μάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. και Πρακτικά Ολ. Ελ.Συν. της 7ης Γε­νικής Συνεδρίασης της 19ης Μαρτίου 2003). Το δε ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση της υποχρέωσης συμμόρφωσης των ως άνω φορέων σε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία, κατόπιν άσκησης έφεσης ενώπιον του, ακυρώνεται καταλογιστική απόφαση, προσδιορίζονται, μεταξύ άλλων, από το αντικείμενο της απαγγελόμενης ακύρωσης, δηλαδή από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσης πράξης, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις για τα ουσιαστικής φύσεως ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το Δικα­στήριο και τα οποία δημιουργούν, εφόσον τελούν σε άμεση και αναγκαία συ­νάρτηση προς το διατακτικό της απόφασης, δεδικασμένο ως προς τη συγκε­κριμένη περίπτωση (πρβλ. Ελ.Συν. Ολομ. 2324/2009, 197/2008 και ΑΠ 300/ 1981, ΣτΕ 2324/2014, 4775/2012, 3381/2006, 4297/2005, 2228/2005, 1681/ 2002, 441/2001, 395/2000, 5907, 4637/1995, 2350, 2909/1994).

III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 28, 38, 44-46 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. και προϊσχύσασες διατάξεις των άρθρων 15, 17, 22, 25, 26, 27 και 33 του π.δ. 774/1980) με εκείνες των άρθρων 54 και 56 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α` 247) (και ήδη 150 και 152 του ν. 4270/2014, Α` 143), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και στους ασφαλι­στικούς οργανισμούς (βλ. Ελ.Συν. Ολομ. 750/2002), στους οποίους περιλαμ­βάνεται και το Ταμείο Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου (Τ.Π.Ο.Ε.- Κ.Ε, άρθρο 21 του ν. 2084/1992, Α` 665) και ήδη Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων, κλάδος Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. (άρθρο 17ο του ν. 3607/2007 – βλ. και Ελ.Συν. IV Τμ. 547, 548, 549, 871/2012), προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι εί­ναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πλη­ρωμή εξόδων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και όσοι, με οποιονδήποτε τρό­πο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε ο.τ.α. ή σε ν.π.δ.δ., και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος. Ως εκ τούτου, για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου, αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο τον καθιστά αφενός υπόχρεο σε λογοδοσία, αφετέρου υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλειμμάτων στη διαχείριση του. Εξάλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματι­κού, που επισύρει τον καταλογισμό του υπολόγου νοείται κάθε επί έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λο­γαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει, επομένως και τα χρηματικά διαθέσιμα που δεν εισήχθησαν, ως έσοδο, στη δημόσια διαχείριση, όπως και κάθε πληρωμή που ενεργήθηκε χω­ρίς να συντρέχει νόμιμη αιτία για την πραγματοποίηση της. Για τα ελλείμματα αυτά, ο υπόλογος ευθύνεται κατ’ αρχήν για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται, απαλλάσσεται, συνεπώς, μόνον εάν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι καμία απολύτως υπαιτιότητα, ως προς την επέλευση τους, δεν τον βαρύνει. Στην περίπτωση δε που η υπαιτιότητά του εξικνείται μέχρι του βαθμού της βαρείας αμελείας ή του δόλου, καταλο­γίζονται σε βάρος του υπολόγου, πέραν του ποσού του ελλείμματος, και οι εκάστοτε οριζόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α` 90) προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, υπολογιζόμενες από την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα, ήτοι είτε από την παράλειψη της εισαγωγής του ποσού στη διαχεί­ριση, είτε από τη μη νόμιμη εκταμίευση ι χρημάτων από την τελευταία.

IV. Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου απορρέουσα ευθέως από τις αρχές του Κράτους Δικαίου (πρβλ. και άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας), η ατομική διοικητική πράξη καταλογισμού, που επιφέρει δυσμε­νείς συνέπειες για τους διοικούμενους, πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ειδικό­τερα δε, απαιτείται να εμπεριέχεται σ’ αυτήν, έστω και με αναφορά σε άλλα έγγραφα του φακέλου, επαρκής αιτιολογία που να καθιστά γνωστή στο διοικούμενο την αιτία για την οποία αυτός καταλογίζεται. Τοιουτοτρόπως πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν τον καταλο­γισμό και αφενός προσδιορίζουν την ιδιότητα του υποχρέου ως υπολόγου συ­γκεκριμένης διαχείρισης έναντι του δικαιούχου, αφετέρου θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος της διαχείρισης αυτής και αποδεικνύουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτού και των ενεργειών του υπολόγου. Συνακό­λουθα, για να είναι νομίμως αιτιολογημένη η καταλογιστική πράξη, πρέπει στο σώμα αυτής να διαλαμβάνονται – ή έστω από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτουν – όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ερείδεται η αξίωση του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. έναντι του υπολόγου, με συνέπεια ο καταλογισμός να καθίσταται νομικώς πλημμελής, όταν δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες πρά­ξεις ή παραλείψεις με τις οποίες ο υπόλογος συνετέλεσε στην επέλευση του καταλογισθέντος σε βάρος του ελλείμματος (πρβλ. αποφ. IV Τμ. 2422-2425/2006).

V. Στην προκειμένη υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, μεταξύ των οποίων και η 549/2012 απόφαση του παρόντος Τμήματος προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών διετέλεσε μέ­λος του Δ.Σ. του καταργηθέντος, με το άρθρο 17ο του ν. 3607/2007, Ταμείου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.), έχοντας αρμοδιότητες που εκχωρήθηκαν σ’ αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. με σχετικές αποφάσεις του, οι οποίες εγκρίθηκαν με τις αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γ2Β/1170/1997 (ΦΕΚ Β` 1204) και Γ2Β/209/2000 (ΦΕΚ Β` 416). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ανωτέρω αποφάσεις, στον εκκαλούντα εκ­χωρήθηκαν οι ακόλουθες αρμοδιότητες: «α) η έκδοση εντολών για τη διενέργεια ελέγχων στα τοπικά ΤΠΟΕΚΕ (ΤΑΚΕ) και τους 1. Ναούς, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Καταστατικού του Ταμείου, για την παρακολούθηση της κανονικής είσπραξης και απόδοσης των πόρων του Ταμείου, καθώς και η έγκριση προκαταβολής και απόδοσης λογαριασμού οδοιπορικών εξόδων και ημερήσιας αποζημίωσης από τους μετακινούμενους εκτός έδρας υπαλλήλους για εκτέλεση της παραπάνω υπηρεσίας, β) Η έγκριση και καταβολή με εντάλματα πληρωμής: 1. Της μισθοδοσίας και των νομίμων επιδομάτων του προσωπικού του ΤΠΟΕΚΕ. 2. Της μισθοδοσίας του προσωπικού των Ιερών Παρεκκλησίων και εξωκκλησίων που ανήκουν κατά κυριότητα στο ΤΠΟΕΚΕ ή που έχει τη διοίκηση και διαχείρισή τους. 3. Της αποζημίωσης των λογιστών των τοπικών ΤΠΟΕΚΕ (ΤΑΚΕ), γ) Η έγκριση προμήθειας ειδών, αναγκαίων για τη λειτουργία του οργανισμού και των παρεκκλησίων του, και η έγκριση δαπανών επι­σκευών των ακινήτων και των ιερών παρεκκλησίων του Ταμείου, μέχρι ποσού που προβλέπεται χωρίς διαγωνισμό για κάθε περίπτωση, δ) Η υπογραφή των πάσης (ρύσεως επιταγών, οι οποίες αφορούν είτε την εξόφληση υποχρεώσεων του Ταμείου είτε την είσπραξη ανείσπρακτων για οποιοδήποτε λόγο επι­ταγών δικαιούχων, ε) Η τοποθέτηση και μετακίνηση του προϊσταμένου Δ/νσεως του Ταμείου, στ) Η αναμόρφωση του κανονισμού του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. και του καταστατικού και η αναδιάρθρωση των Υπη­ρεσιών του Ταμείου, ζ) Η κίνηση της διαδικασίας προκήρυξης όλων των διαγωνισμών και δημοπρα­σιών. η) Η αναγνώριση κάθε προϋπηρεσίας του προσωπικού του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. που συνταξιοδοτείται από το Δημόσιο», στις οποίες (αρμοδιότητες) δεν περιλαμβανόταν η παρακολούθηση και εν γένει δια­χείριση του χαρτοφυλακίου των χρηματογράφων του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.. Ακολούθως, ύστερα από έρευνα που έγινε στην κινητή και ακίνητη περιουσία του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. από τους Επιθεωρητές της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του τότε Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας, Γ.Σ. και Ι.Κ., συντάχθηκε η από 9.2.2006 έκθεση, στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι: «Επίσης τα τεμάχια των μετοχών και τα μερίσματα αυτών δε παρακολουθούντο σωστά με αποτέλεσμα το μέρισμα από μετοχές του Ο.Τ.Ε. χρήσεως 1997, ποσού 2.346.520 δρχ. να εισπραχθεί από το Ταμείο στις 23.12.2003. Σημειωτέον ότι ήταν στο όριο της παραγραφής και επιπλέον το Ταμείο απώλεσε τό­κους του ποσού αυτού για μία πενταετία, ως εκ τούτου να αναζητηθούν οι τόκοι από τους υπευθύνους του Ταμείου». Το Δ.Σ. του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε., κατά τη συνεδρίαση του στις 5.5.2006 αποδέχτηκε το ως άνω ειδικότερο περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου και στη συνέχεια το Τ.Π.Δ.Υ., ως διάδοχος του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε., εξέδωσε την 15/9.4.2008 απόφαση, με την οποία καταλογίστηκε ο εκκαλών, ως εντε­ταλμένος σύμβουλος του Ταμείου, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον αναπληρωτή του Ε.Κ., τον Προϊστάμενο Λογιστηρίου …… και τον τ. Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του Ταμείου ……., με το ποσό των 5.050,07 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους δικαιοπρακτικούς τόκους, όπως αυτοί είχαν υπολογιστεί επί του προαναφερόμενου μερίσματος ποσού 2.346.520 δρχ. ή 6.886,33 ευρώ, για το χρο­νικό διάστημα από 19.6.1998 έως 23.12.2003. Έφεση του εκκαλούντος κατά της ανωτέρω 15/9.4.2008 απόφασης του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. έγινε δεκτή με την 549/2012 απόφαση του παρόντος Τμήματος, με την αιτιολογία ότι «ανεξαρτήτως της ανάμειξης ή μη του εκκαλούντος στη διαχείριση και είσπραξη των μερισμάτων των μετοχών του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. από τις 18.6.1998, που μπορούσε να εισπραχθεί το μέρισμα των μετοχών του Ο.Τ.Ε., ποσού 6.883,33 ευρώ, έως και τις 23.12.2003, που έγινε η είσπραξή του, υπήρξε έλλειμμα στη διαχείριση του Ταμείου υπό την ειδικότερη μορφή της παράλειψης έγκαιρης ει­σαγωγής των ως άνω χρημάτων του μερίσματος στη διαχείρισή του, για την αποκατάσταση του οποίου, όμως, από τις προαναφερόμενες διατάξεις (άρθρο 27 του π.δ. 774/1980) προβλέπεται η επιβολή προσαυξήσεων σε βάρος του υπολόγου και όχι δικαιοπρακτικών τόκων, όπως εσφαλμένα γίνεται με την προσβαλλόμενη και για το λόγο αυτό που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η προσβαλλό­μενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί». Σε συμμόρφωση με την προαναφερόμενη απόφαση του Τμήματος τούτου, το Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. με την ληφθείσα κατά την 25η συνεδρίαση/2.7.2014 απόφασή του, αφού έλαβε υπόψη του την εισήγηση της Διευθύντριας της Γ` Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών του Ταμείου και την από 13.5.2014 γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του και προς το σκοπό της αποκατάστασης του διαπιστωθέντος ελλείμματος στη διαχείριση του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. από την παράλειψη έγκαιρης εί­σπραξης των μερισμάτων από μετοχές του Ο.Τ.Ε., ποσού 6.883,33 ευρώ: α) προσδιόρισε το καταλογιστέο σε βάρος του εκκαλούντος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους Ε.Κ., Π.Κ. και Κ.Ρ. και τού­του αποβιώσαντος με τους νόμιμους κληρονόμους αυτού, …….., χήρα ……….. και …….., ποσό σε 7.364,93 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί στις προσαυξήσεις, όπως αυτές υπολογίστηκαν επί του προαναφερόμενου μερίσματος, για το χρονικό διάστημα από 19.6.1998 έως 23.12.2003 και β) όρισε να κληθεί ο εκκαλών με την ιδιότητα του υπολόγου να παράσχει έγγραφες εξηγήσεις. Εν συνεχεία, με τη ληφθείσα κατά την 41η συνεδρίαση/22.10.2014 απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ., αφού ελήφθησαν υπόψη οι υποβληθείσες με το 43036/5471/25.7.2014 έγγραφο εξηγήσεις του εκκαλούντος και η από 9.10.2014 γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας, καταλογίστηκε σε βάρος του με την ιδιότητα του υ­πολόγου, το ποσό που αναφέρεται στην προαναφερόμενη απόφαση του Δ.Σ.. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών προβάλλει ότι η έλλειψη ευθύνης του έχει κριθεί με την 549/2012 απόφαση του IV Τμήματος, με την οποία ακυρώθηκε η 15/9.4.2008 απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. από την οποία παράγεται, κατά τους ισχυρισμούς του, δεδικασμένο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη II της παρούσας, είναι απορριπτέος, καθόσον εκ του περιεχομένου της ως άνω αποφάσεως συνάγεται ότι με αυτήν ακυρώθηκε η 15/9.4.2008 απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ., διότι κρίθηκε ότι επί του ελλείμματος στη διαχείριση του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. από τη μη έγκαιρη είσπραξη μερι­σμάτων από μετοχές του Ο.Τ.Ε., επιβάλλονται προσαυξήσεις σε βάρος του υπολόγου και όχι δικαιοπρακτικοί τόκοι, χωρίς όμως το Δικαστήριο να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση από την οποία να απορρέει δεδικασμένο, αναφορικά με τη δημοσιολογιστική ευθύνη του εκκαλούντος σε σχέση με το έλλειμμα αυτό. Ως εκ τούτου, το Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. δεν κωλυόταν να εκδώσει νέα καταλογιστική πράξη σε βάρος του εκκαλούντος για την αποκατάσταση του προαναφερόμενου ελλείμματος. Περαιτέρω, ο ίδιος προ­βάλλει ότι ουδεμία ευθύνη και υπαιτιότητα φέρει για τη δημιουργία του ελλείμματος, καθόσον στις εκχωρηθείσες σε αυτόν αρμοδιότητες δεν περιλαμβανόταν η παρακολούθηση και διαχείριση του χαρτο­φυλακίου του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε., ούτε άλλωστε μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με αυτό. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιώνει τη δημοσιολογιστική ευθύνη του εκ­καλούντος στην ιδιότητά του ως υπολόγου. Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν ερείδεται στα στοιχεία του φα­κέλου, ειδικά ως προς την ιδιότητα του εκκαλούντος ως υπολόγου λόγω της ανάμειξής του σε πράξεις διαχείρισης αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των χρηματογράφων του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στις αρμοδιότητες που εκχωρήθηκαν στον εκκαλούντα από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. δεν περιλαμβανόταν ειδικώς η παρακολούθηση και εν γένει διαχείριση του χαρτοφυλακίου των χρηματογράφων του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.. Περαιτέρω δε, στην από 9.2.2006 έκθεση των Επιθεωρητών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης του εκκαλούντος αναφέρεται (σελ. 106) αορίστως ότι «(…) Η έλλειψη παρακολούθησης χαρτοφυλακείου από τους ιθύνοντες του Ταμείου – Διευθυντή Διοικητικού – Οικονομικού – Επιθεωρήσεως – Λογιστήριο του Ταμείου και τέλος τους ονομαζόμενους Εντεταλμένους Συμβούλους καθόσον ο τίτλος αυτός απα­ντάται συνήθως στις Ανώνυμες Εταιρίες και Τράπεζες και οι κατέχοντες το βαθμό αυτό έχουν αυξημέ­νες ευθύνες στη διαχείριση των οικονομικών του οργανισμού (…)», ενώ στην από 9.10.2014 γνωμοδό­τηση της Νομικής Υπηρεσίας του Τ.Π.Δ.Υ., που ενσωματώνεται στη ληφθείσα κατά την 41η Συν./22.10.2014 απόφαση του Δ.Σ., αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «Επί των εγγράφων εξηγήσεων των υπο­λόγων επί της υπ’ αριθ. 25/2014 αποφάσεως του ΔΣ του Ταμείου μας και κατόπιν του ως άνω εγγρά­φου της Γ` Δ/νσης Εφάπαξ Παροχών επιθυμούμε να θέσουμε υπ’ όψιν σας ότι: 1. Δια των εγγράφων εξηγήσεων όλοι οι υπόλογοι πρωτίστως αρνούνται την έννοια του υπολόγου και εντεύθεν υπόχρεου προς αποκατάσταση της επελθούσης βλάβης. Επ’ αυτού σημειώνουμε ότι οι άνω αναφερόμενοι υπόλο­γοι κατονομάζονται ως τοιούτοι στις εκθέσεις ελέγχου των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας από τις οποίες αντλήθηκαν τα σχετικά στοιχεία και μετά την έκδοση των υπ’ αριθ. 547/12, 548/12, 549/12, 871/12, 1751/12 και 5013/13 αποφάσεων καταλογί­στηκαν τα ανωτέρω ποσά. (…). 4. Επί των ισχυρισμών των υπολόγων ότι δεν ασκούσαν πράξεις διαχεί­ρισης ή ότι ουδέποτε υπέγραψαν με την ιδιότητα που τους αποδίδεται ή ότι δεν ετοποθετήθησαν στην αντίστοιχη θέση νομίμως, ούτοι είναι ερευνητέοι από τα αρμόδια δικαστήρια. Κατόπιν όλων των ανω­τέρω η γνώμη μας είναι ότι θα πρέπει να καταλογισθούν τα ποσά και οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να προσφύγουν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου όπου θα κριθούν οι ισχυρισμοί τους». Ενόψει των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις III και IV της παρούσας, τα Τμήμα άγεται στην κρίση, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος, ότι η αιτιολογία της προσβαλ­λόμενης πράξης, όπως αυτή συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, καθίσταται ανεπαρκής ως προς το αναγκαίο για τη θεμελίωση της δημοσιολογιστικής ευθύνης του εκκαλούντος στοιχείο της ιδιό­τητάς του ως υπολόγου, ειδικώς όσον αφορά στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των χρηματογράφων του Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε., δοθέντος ότι ούτε στο σώμα της διαλαμβάνονται οι απαιτούμενες προς τούτο αναφο­ρές, ούτε στα λοιπά στοιχεία του φακέλου βρίσκει έρεισμα η εκφερθείσα με αυτήν απόφανση. Συνεπεία της ως άνω ανεπάρκειας και ελλείψεως ως προς την αιτιολογία της, η προσβαλλόμενη καθίσταται νομικώς πλημμελής και συνεπώς ακυρωτέα.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί, ως προς τον εκκαλούντα, η ληφθείσα κατά την 41η Συνεδρίαση/22.10.2014 απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ., να διαταχθεί η απόδοση σε αυτόν του κατατεθέντος παράβολου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο) και κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το Δημόσιο και το Ταμείο Πρόνοιας Δη­μοσίων Υπαλλήλων να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω (βλ. το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/ 2006) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

ThanasisΕΛΣΥΝΕΔΡ 1-2018 –