Ελ. Συν. 1882-2019 – Καταλογισμός – Αιτιολογία

Η συνταχθείσα, μετά την έκδοση καταλογιστικής πράξης, πορισματική έκθεση με ταυτόσημο περιεχόμενο της προηγηθείσας πρόσκλησης για αναπλήρωση ελλείμματος, δεν ασκεί επιρροή στο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έννοια σαφούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καταλογιστικής πράξης.

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 1η Φεβρουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Χρυσούλα Καραμαδούκη και Αγγελική Μαυρουδή, Αντιπρόεδροι, Μαρία Αθανασοπούλου, Σταμάτιος Πουλής, Αγγελική Μυλωνά, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Ασημίνα Σακελλαρίου, Ευαγγελία Σεραφή και Ειρήνη Κατσικέρη, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Αργυρώ Μαυρομμάτη και Κωνσταντίνος Κρέπης, ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου. Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Μιχαήλ Ζυμής.

Γα να δικάσει την από 18 Ιουνίου 2014 (αριθμ. κατάθ. …/20.6.2014) αίτηση:

Του … του …, κατοίκου … (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευάγγελου Κώστα (ΑΜ/ΔΣΘ 3910),

κ α τ ά : α) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη, β) του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος …», νομίμως εκπροσωπουμένου, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Με την αίτηση αυτή, ο αιτών επιδιώκει την αναίρεση της 582/2014 απόφασης του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης. Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 1.2.2017 έγγραφη γνώμη του και πρότεινε την παραδοχή αυτής.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Χρυσούλα Καραμαδούκη, ήδη Γενική Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Για τη νόμιμη συγκρότηση της Ελάσσονος Ολομέλειας, στη διάσκεψη μετείχαν επίσης οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας και Αργυρώ Μαυρομμάτη (αναπληρωματικά μέλη).

Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Ασημίνας Σακελλαρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1. Για την ένδικη αίτηση καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το …/18.6.2014 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α’ της Δ.Ο.Υ. …).

2. Νομίμως χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία του Δήμου …, ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (βλ. την από 4.1.2017 έκθεση επίδοσης της κλήσης προς συζήτηση του δημοτικού υπαλλήλου . .).

3. Με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 582/2014 απόφασης του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της …/17.5.2011 απόφασης της Οικονομικής Επιθεωρήτριας της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης …, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του, υπό την ιδιότητα του ελεγκτή εσόδων – εξόδων του πρώην Δήμου … (και ήδη Δήμου …), υπέρ του τελευταίου το ποσό των 81.467,58 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί (α’) σε έλλειμμα 52.014,37 ευρώ που προκλήθηκε στη διαχείριση του ως άνω Δήμου κατά τα έτη 2003-2010, λόγω μη απόδοσης στα ασφαλιστικά ταμεία των παρακρατηθεισών από τη μισθοδοσία του κρατήσεων, καθώς και (β’) στη μη νόμιμη απόληψη από τον αναιρεσείοντα επιδομάτων και υπερωριών, πλέον προσαυξήσεων ύψους 29.453,21 ευρώ.

4. Η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και εν γένει νομότυπα.

5. Με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 1.2.2017 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλοντας, κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου, ως λόγους αναίρεσης: (1) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν (α’ ) το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι πριν από την έκδοση της καταλογιστικής σε βάρος του απόφασης, δεν είχε συνταχθεί η πορισματική έκθεση ελέγχου, που αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο αυτής και (β’) την πληρότητα της αιτιολογίας της σε βάρος του εκδοθείσας ως άνω καταλογιστικής απόφασης, (2) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του Τμήματος.

6. Από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο, που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», θεσπίζεται υποχρέωση της Διοίκησης να παραχωρήσει στον υπόλογο την ευχέρεια της προηγούμενης ακρόασης, πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης του καταλογισμού. Έτσι, σε περίπτωση διαπίστωσης από τον οικονομικό επιθεωρητή της ύπαρξης ελλείμματος, ο υπόλογος καλείται, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 2 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α’ 247), πριν από την έκδοση της οικείας καταλογιστικής απόφασης να αναπληρώσει το ποσό του ελλείμματος εντός σαράντα οκτώ ωρών, διαφορετικά αυτός καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος. Η πρόσκληση για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος δεν απαιτείται να περιβληθεί ορισμένο πανηγυρικό τύπο (ΕλΣ Ολ. 1280/2016), έχει δε την ειδικότερη έννοια ότι για την αποτροπή της έκδοσης της καταλογιστικής απόφασης μπορεί ο υπόλογος να αποκρούσει την ύπαρξη του ελλείμματος και να προβάλει τους λόγους για τους οποίους δεν γεννάται υποχρέωσή του προς αναπλήρωση αυτού. Η εν λόγω κλήση αποτελεί, εν όψει του δικαιολογητικού αυτής λόγου και της βαρύτητας των συνεπειών που επιφέρει ο καταλογισμός στα έννομα συμφέροντά του, ουσιώδη τύπο της οικείας διαδικασίας, η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση του οποίου επάγεται την ακυρότητα της καταλογιστικής απόφασης.

7. Περαιτέρω, προκειμένου να μην είναι πλημμελής η τήρηση του ως άνω διαδικαστικού τύπου και να μην φαλκιδεύεται το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, πρέπει, εφόσον ζητηθεί, να τίθεται υπόψη του προς καταλογισμό προσώπου ο πλήρης φάκελος της υπόθεσης, ώστε να μπορεί αυτός να αμυνθεί αποτελεσματικά επί του συνόλου των διαθεσίμων στοιχείων βάσει των οποίων η Διοίκηση προτίθεται να προχωρήσει στον καταλογισμό του (ΞλΣ Ολ. 1028/2017, 2591, 1280/2016). Ειδικότερα, πρέπει να τίθεται υπόψη του, πριν από την κλήση για αναπλήρωση του ελλείμματος και πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, κατά κύριο λόγο η πορισματική έκθεση, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά τα ευρήματα του διαχειριστικού ελέγχου, η αιτιολογία του επικείμενου καταλογισμού και τα ποσά του καταλογισμού, καθώς και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο που θα ζητήσει, διότι μόνον με τον τρόπο αυτό υφίσταται ουσιαστική δυνατότητα να εκφράσει τις αντιρρήσεις του, προσκομίζοντας και τα σχετικά στοιχεία, ενδεχόμενη αποδοχή των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ποσού του καταλογισμού ή και σε μη έκδοση της καταλογιστικής απόφασης. Σε περίπτωση δε, που κατά τον χρόνο της κλήσης για αναπλήρωση του ελλείμματος, δεν έχουν τεθεί υπόψη τού ανωτέρω όλα τα κρίσιμα στοιχεία, υποχρεούται η Διοίκηση, αν αυτά ζητηθούν, αφενός μεν να τα χορηγήσει, αφετέρου να παράσχει εύλογο χρόνο, ούτως ώστε, αφού ενημερωθεί πλήρως ο ενδιαφερόμενος, να αναπτύξει τις απόψεις του αναφορικά με το αποδιδόμενο σ’ αυτόν έλλειμμα (ΕλΣ Ολ. 1614, 836/2011, 1717/2009, πρβλ. 2325/2012). Αν η Διοίκηση παραβιάσει την ως άνω υποχρέωση και προβεί στην έκδοση της καταλογιστικής απόφασης πριν ικανοποιηθεί το σχετικό αίτημα του υπολόγου για πλήρη, σύμφωνα προς τα ανωτέρω, ενημέρωσή του και πριν παρασχεθεί σ’ αυτόν πραγματική δυνατότητα άμυνας, τότε η εκδοθείσα κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων καταλογιστική απόφαση είναι ακυρωτέα.

8. Εξάλλου, η πλημμέλεια της μη τήρησης του ανωτέρω ουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν μπορεί να θεραπευτεί από το γεγονός ότι πριν από την πρόσκληση για αναπλήρωση του ελλείμματος, ο οικονομικός επιθεωρητής έχει καλέσει τον υπόλογο και έχει λάβει κατάθεση αυτού στο πλαίσιο διενεργηθείσης ένορκης διοικητικής εξέτασης, αφού με την κατάθεση αυτή, στην οποία αντιμετωπίζεται ως ουδέτερος μάρτυρας και όχι ως υπεύθυνος σε βάρος του οποίου επίκειται η έκδοση δυσμενούς πράξης, δεν υλοποιείται πλήρως το συνταγματικό δικαίωμά του για προηγούμενη ακρόαση, ούτε τηρείται ο ανωτέρω ουσιώδης διαδικαστικός τύπος, καθόσον κατά το στάδιο αυτό δεν έχει ακόμα συνταχθεί η πορισματική έκθεση και δεν έχει εξαχθεί το τελικό αποτέλεσμα του ελέγχου και, ως εκ τούτου, στερείται της δυνατότητας να έχει στη διάθεσή του όλα τα κρίσιμα στοιχεία που στηρίζουν τον επικείμενο καταλογισμό (ΕλΣ Ολ. 1280/2016, 3863, 3853, 2218, 1238/2014, 2337, 2336/2012, 2365, 1614, 836, 835/2011, 3093/2010, 1718/2009, 2445/2007). Εκ τούτων, παρέπεται ότι στέρηση της δυνατότητας αυτής συντρέχει εξ αντικειμένου και στην περίπτωση που κατά τον χρόνο κλήσης του προς καταλογισμό προσώπου να αναπληρώσει το αποδιδόμενο σ’ αυτό έλλειμμα, δεν έχει συνταχθεί και διατυπωθεί η πορισματική έκθεση, με την οποία οριστικοποιούνται τα ελεγκτικά ευρήματα, ώστε να δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου του κρίσιμου αυτού στοιχείου (ΕλΣ Ολ. 877/2016, 2337/2012 όπου και μειοψηφία, 1752, 194, 193, 192, 191/2010, 1718/2009).

9. Τέλος, τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης (πρβλ. ΔΕΕ C-110/10, Solvay SA κατά Επιτροπής, σκ. 63, C-383/13 PPU, M.G. N.R. κατά Staatssecretaris van Veilgheiden en Justitie, σκ. 40, C-96/11 P. Strock κατά ΓΕΕΑ, σκ. 80, C-141/08 P, Forshan Shunde Yongjjian Houseware κατά Συμβουλίου, σκ. 94, κ.ά.), ενώ για το λυσιτελές της προβολής λόγου έφεσης περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, απαιτείται και αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί, και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση και να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΕλΣ Ολ. 2927/2015, 2325/2012, 318/2007, 1396/2000).

10. Από τον συνδυασμό των άρθρων 12 του ν.δ/τος 1264 της 16/25.4.1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (Α’ 100) και 56 παρ. 3 του ν. 2362/1995 (του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού), όπως έχει παγίως κριθεί, συνάγεται ότι η ατομική διοικητική πράξη καταλογισμού δημοσίου υπολόγου, που εκδίδεται από τον αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή υπέρ του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α. στο πλαίσιο ελέγχου οικονομικής διαχείρισης και έχει επαχθείς για τον καταλογιζόμενο συνέπειες, είναι αιτιολογητέα εκ του νόμου, και, ως εκ τούτου, πρέπει να περιλαμβάνει στο σώμα της ένα ελάχιστο περιεχόμενο, που συνίσταται στην αναγκαία ιστορική και νομική αιτία που δικαιολογεί την υφιστάμενη δημοσιονομική ενοχή, δυνάμενη να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Ειδικότερα, πρέπει στο σώμα της καταλογιστικής απόφασης να εκτίθεται σαφώς το νόμιμο έρεισμά της, καθώς και η ιστορική αιτία του καταλογισμού, δηλαδή να εξειδικεύονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν από το αρμόδιο όργανο και θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον νόμο, την αξίωση του δικαιούχου κατά του υπόχρεου, και ιδίως το πρόσωπο του καταλογιζόμενου, η ιδιότητά του ως υπολόγου, ο χρόνος και το αντικείμενο της διαχείρισής του, το έλλειμμα και ο τρόπος που προέκυψε και διαπιστώθηκε τούτο, ο χρόνος δημιουργίας του και κάθε άλλο στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαχείρισης του υπολόγου και του ελλείμματος. Αν η αιτιολογία δεν είναι σαφής, ειδική και επαρκής, αν δηλαδή τα δεδομένα, επί τη βάσει των οποίων ενεργήθηκε ο καταλογισμός, είτε πιθανολογούνται ή εικάζονται, είτε δεν εξειδικεύονται, η αιτιολογία είναι κατά νόμο ελλιπής, η δε καταλογιστική απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν καθίσταται νομικώς πλημμελής και ακυρωτέα, λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (ΕλΣ Ολ. 2715, 2714/2014, 4689/2013, 1721/2009, 1999/2008, 1308/2001, 1396/2000 κ.ά.).

11. Σύμφωνα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρ. 93 παρ. 3) αρχή της αιτιολόγησης των αποφάσεων των δικαστηρίων, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Ως αιτιολογία νοείται η έκθεση πραγματικών περιστατικών, θετικών ή αρνητικών, που είναι στοιχεία της ελάσσονος πρότασης δικανικού συλλογισμού για ζήτημα ουσιώδους εφαρμογής κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Κάθε παράβαση της ως άνω επιταγής συνιστά πλημμέλεια στην αιτιολόγηση της απόφασης που την καθιστά αναιρετέα. Ειδικότερα, στοιχειοθετείται πλημμέλεια στην αιτιολογία της απόφασης, όταν η αιτιολογία αυτής είναι, μεταξύ άλλων, είτε αντιφατική, περιέχει δηλαδή αντιφατικές σκέψεις ως προς τη σημασία των ληφθέντων υπόψη του δικαστηρίου πραγματικών περιστατικών για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, είτε ανεπαρκής, δηλαδή δεν διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την εφαρμογή του νόμου ή δεν δίδει πλήρη απάντηση σε ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων. Είναι δε ουσιώδεις εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι, αν θεμελιώνονται, άγουν σε αποδοχή του αιτήματος του διαδίκου που τους προβάλλει (ΕλΣ Ολ. 2453/2006).

12. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικάσαν Τμήμα, με την πληττόμενη απόφασή του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα (σκέψεις 13 έως 15):

13. Επ’ αφορμή διενεργηθέντος τακτικού φορολογικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος από τη Δ.Ο.Υ. . σε βάρος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, υπαλλήλου του Δήμου … Νομού …, αποσπασμένου στη Δ.Ο.Υ. αυτή με την ιδιότητα του ελεγκτή εσόδων – εξόδων του ως άνω Δήμου, τον Μάρτιο του έτους 2010, διενεργήθηκε και οικονομικός -διαχειριστικός έλεγχος στον Δήμο … από το Υπουργείο Οικονομικών, από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2009, ο ως άνω δεν απέδιδε τις σχετικές κρατήσεις της μισθοδοσίας του στα ασφαλιστικά ταμεία και επιπλέον ελάμβανε χρηματικά ποσά για υπερωριακή εργασία καθώς και διάφορα επιδόματα, τα οποία δεν δικαιούνταν, συνολικού ποσού 52.014,37 ευρώ.

14. Ακολούθως, κοινοποιήθηκε στον ως άνω η …/22.9.2010 κλήση προς ακρόαση αναφορικά με τις ατασθαλίες που διαπιστώθηκαν στις μισθοδοτικές του καταστάσεις, τις οποίες συνέτασσε και υπέγραφε ο ίδιος, στην οποία καταγράφονται για όλο το χρονικό διάστημα των ετών 2002-2009 αναλυτικά κατά ποσό, είδος και έτος οι παρακρατηθείσες αλλά μη αποδοθείσες στα ασφαλιστικά ταμεία κρατήσεις επί της μισθοδοσίας του (κωδικοί . και .), ανερχόμενες στο ποσό των 14.848,05 ευρώ, καθώς και οι διαφορές των ποσών στα επιδόματα (επίδομα απασχόλησης, επίδομα ηλεκτρονικού υπολογιστή, έξοδα κίνησης, οικογενειακό επίδομα, επίδομα διαχειριστικών λαθών) και στις υπερωρίες που ελάμβανε χωρίς να τα δικαιούται, διαφορές λόγω αλλαγής μισθολογικού κλιμακίου, καθώς και διαφορές στις μηνιαίες μισθοδοτικές του καταστάσεις, χωρίς αιτιολογία, ανερχόμενες στο ποσό των 37.166,32 ευρώ. Ο αναιρεσείων, με το …/4.10.2010 έγγραφό του, αρνήθηκε τις αποδοθείσες σε αυτόν μη νόμιμες ενέργειες, παρέχοντας εξηγήσεις για τη νομιμότητα των ληφθέντων από αυτόν ποσών για υπερωρίες, του επιδόματος διαχειριστικών λαθών και των διαφορών των μισθολογικών κλιμακίων, καθώς και για τις κρατήσεις επί της μισθοδοσίας του, ενώ επιφυλάχθηκε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις και να προσκομίσει τα σχετικά υπερασπιστικά στοιχεία, χωρίς, τελικώς να ανταποκριθεί στη δέσμευσή του αυτή. Ακολούθως, στις 19.4.2011 του επιδόθηκε η …/18.4.2011 πρόσκληση για την καταβολή, εντός 48 ωρών, του ως άνω ποσού, δεδομένου δε ότι η εν λόγω προθεσμία παρήλθε άπρακτη, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος, «υπόλογου ελεγκτή εσόδων – εξόδων του πρώην Δήμου …, κατοίκου …, το συνολικό ποσό των 81.467,58 ευρώ [52.014,37 ευρώ κεφάλαιο, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων, ποσού 29.453,21 ευρώ], που προέρχεται από τη μη απόδοση των παρακρατηθεισών κρατήσεων σε ασφαλιστικά ταμεία και από τη λήψη επιδομάτων, υπερωριών κλπ. χωρίς να δικαιούται, υπέρ του Δήμου … (αφορούν τον πρώην Δήμο …) κατά το χρονικό διάστημα των οικονομικών ετών 2003 – 2010».

15. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι η επικαλούμενη στην εν λόγω καταλογιστική απόφαση με αρ. πρωτ. … πορισματική έκθεση, στερείτο ημερομηνίας, ενώ τα αποτελέσματα του ανωτέρω ελέγχου, τελικώς, καταγράφηκαν από τη διενεργήσασα αυτόν Οικονομική Επιθεωρήτρια στην …/29.6.2011 πορισματική έκθεση, η οποία συντάχθηκε μεν μετά την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης και τέθηκε υπόψη του αναιρεσείοντος, ύστερα από αίτησή του, στις 15.9.2011, είχε όμως ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτό της προπαρατεθείσας …/22.9.2010 πρόσκλησής του για προηγούμενη ακρόαση.

16. Ο ήδη αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του Τμήματος ότι δεν τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος τύπος της προηγούμενης ακρόασης, καθώς η με αρ. πρωτ. … πορισματική έκθεση που αναφέρεται στην καταλογιστική απόφαση δεν έφερε ημερομηνία, η δε …/29.6.2011 πορισματική έκθεση, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 15.9.2011 ύστερα από αίτησή του, συντάχθηκε μετά την έκδοση της καταλογιστικής σε βάρος του απόφασης. Το Τμήμα έκρινε αβάσιμο τον λόγο αυτόν έφεσης για τους εξής λόγους: (α’) Λόγω της ιδιότητας του ήδη αναιρεσείοντος, ως ελεγκτή εσόδων – εξόδων του Δήμου … που διενεργούσε τις πληρωμές του εν λόγω δήμου, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες μισθοδοσίας όλων των δημοτικών υπαλλήλων και περαιτέρω, της φύσης των δαπανών που στοιχειοθετούν το διαπιστωθέν έλλειμμα, οι οποίες αφορούν στη μη απόδοση από τον ίδιο, λόγω της θέσης του, στα ασφαλιστικά ταμεία των κρατήσεων επί της μισθοδοσίας του και στη λήψη επιδομάτων και υπερωριών που δεν δικαιούτο με βάση μισθοδοτικές καταστάσεις που ο ίδιος συνέτασσε και υπέγραφε, αυτός, είχε πλήρη γνώση όλων των κρίσιμων στοιχείων που στήριζαν τον επικείμενο καταλογισμό με την κοινοποίηση σε αυτόν της από 22.9.2010 πρόσκλησης προς ακρόαση, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος. (β’) Στην πρόσκληση αυτή οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσμα του διεξαχθέντος από την Οικονομική Επιθεωρήτρια ελέγχου, καθόσον σε αυτήν περιέχονταν όλα τα απαραίτητα στοιχεία που στήριζαν τον επικείμενο καταλογισμό, ήτοι προσδιορίζονταν ο νόμιμος λόγος ευθύνης του αναιρεσείοντος, ως υπολόγου, η νομική και ιστορική αιτία του καταλογισμού καθώς και η διαχειριστική δράση αυτού, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με το διαπιστωθέν έλλειμμα, αφού λόγω της ιδιότητάς του, ως ελεγκτή εσόδων εξόδων του Δήμου … διενεργούσε τις συγκεκριμένες πληρωμές και κρατήσεις επί της μισθοδοσίας του, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ήτοι των μισθοδοτικών καταστάσεων τις οποίες, ο ίδιος συνέτασσε και υπέγραφε, με την αναλυτική παράθεση των επιμέρους ποσών τα οποία στοιχειοθετούν το έλλειμμα. Εν όψει τούτων, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι, με την εν λόγω πρόσκληση, δόθηκε στον ήδη αναιρεσείοντα η ουσιαστική δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς τις απόψεις του, σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των εκτιμώμενων από το ελεγκτικό όργανο πραγματικών περιστατικών και εγγράφων, κατά την στοιχειοθέτηση της ευθύνης του για τη δημιουργία του ελλείμματος. Επί της πρόσκλησης αυτής, έγινε περαιτέρω δεκτό ότι απάντησε ο ήδη αναιρεσείων, και δη αναλυτικά, με το από 4.10.2010 έγγραφό του, ουδέποτε δε αυτός ζήτησε να του χορηγηθεί πορισματική έκθεση επί των διαπιστώσεων του ελέγχου, ούτε κατά τον χρόνο της ως άνω πρόσκλησής του για ακρόαση – παροχή εξηγήσεων (22.9.2010), ούτε μεταγενέστερα, κατά τον χρόνο που κλήθηκε να αναπληρώσει το διαπιστωθέν έλλειμμα (19.4.2011), ενώ δεν προσκόμισε κανένα επιπλέον στοιχείο, ούτε προέβαλε κρίσιμους ισχυρισμούς ενώπιον της Οικονομικής Επιθεωρήτριας, όπως είχε αρχικά επιφυλαχθεί. Το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι η μεταγενεστέρως εκδοθείσα, με ημερομηνία 29.6.2011, πορισματική έκθεση, στην ουσία ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της αναλυτικής κατά τα ως άνω πρόσκλησης προς ακρόαση και τυπικά έκλεισε τη διαδικασία του εν λόγω διαχειριστικού ελέγχου, ενώ δεν προέκυπτε, ούτε ο ήδη αναιρεσείων επικαλέστηκε, ότι ζήτησε κάποιο κρίσιμο στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης το οποίο δεν του χορηγήθηκε, ούτε, σε κάθε περίπτωση επικαλέστηκε, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, την ύπαρξη οιωνδήποτε στοιχείων που θα μπορούσαν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του καταλογίσαντος οργάνου και να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι συνακόλουθα αποστερήθηκε της δυνατότητας να τα θέσει υπόψη αυτού. Με αυτές τις παραδοχές, η αναιρεσιβαλλόμενη απεφάνθη ότι, εν προκειμένω, δεν συνέτρεχε περίπτωση παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος.

17. Περαιτέρω, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση στερείτο αιτιολογίας, εκ του ότι η περιεχόμενη αιτιολογία στο σώμα αυτής δεν ήταν πλήρης, ούτε μπορούσε να αναπληρωθεί από την πορισματική έκθεση, καθώς αυτή δεν είχε, κατά τον χρόνο έκδοσης της καταλογιστικής απόφασης, ακόμη εκδοθεί. Το Τμήμα έκρινε ότι στο σώμα της καταλογιστικής απόφασης περιλαμβάνονταν τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, ήτοι η ιστορική αιτία του καταλογισμού ήταν προσδιορισμένη με σαφήνεια καθόσον εξειδικεύονταν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν από το αρμόδιο όργανο και θεμελίωναν κατά νόμο την ευθύνη του αναιρεσείοντος, με την απόδοση σ’ αυτόν συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων, και, ως εκ τούτου, ο τρόπος που προέκυψε και διαπιστώθηκε το έλλειμμα, το ύψος του οποίου είχε προσδιοριστεί κατά τρόπο οριστικό με την …/22.9.2010 πρόσκληση προς ακρόαση της Οικονομικής Επιθεωρήτριας προς τον αναιρεσείοντα, όπως και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ελλείμματος και των πράξεων διαχείρισης αυτού. Εν όψει αυτών, έγινε δεκτό από το Τμήμα ότι η καταλογιστική απόφαση περιείχε στο σώμα της το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο, ήτοι την ιστορική και νομική αιτία του καταλογισμού, την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως υπολόγου, τον τρόπο δημιουργίας του ελλείμματος και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του ως άνω και της δημιουργίας του ελλείμματος, και, για τον λόγο αυτό, δεν ασκούσε επιρροή στη νομιμότητά της το γεγονός ότι η πορισματική έκθεση έφερε μεταγενέστερη ημερομηνία από την ημερομηνία αυτής, δοθέντος ότι η έκθεση ενσωμάτωσε στην ουσία το περιεχόμενο της προηγηθείσας της έκδοσης της καταλογιστικής απόφασης πρόσκλησης προς ακρόαση.

18. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αιτών προβάλλει ότι το Τμήμα, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση, έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής του, καίτοι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε συνταχθεί η πορισματική έκθεση ελέγχου, που αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο της επακαλουθήσασας καταλογιστικής απόφασης, με αποτέλεσμα να στερηθεί της δυνατότητας να ενημερωθεί αιτιολογημένα επί των ευρημάτων του διαχειριστικού ελέγχου. Επιπλέον προβάλλει ότι εσφαλμένα το Τμήμα δέχθηκε ότι η εκ των υστέρων συνταχθείσα πορισματική έκθεση έχει τυπικό χαρακτήρα γιατί ενσωμάτωσε την πρόσκληση προς ακρόαση, ενώ του προσάπτει ότι ουδέποτε ο ίδιος ζήτησε να του χορηγηθεί η πορισματική έκθεση, παραγνωρίζοντας όμως ότι η εν λόγω έκθεση δεν είχε κατά τον χρόνο κλήσης του σε ακρόαση συνταχθεί, οπότε, κατά λογική αναγκαιότητα, δεν θα μπορούσε και να τη ζητήσει. Εσφαλμένως δε, για τη λυσιτέλεια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, απαιτήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η στοιχειοθέτηση, εκ μέρους του, ειδικού εννόμου συμφέροντος, με την επίκληση, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, της ύπαρξης οιωνδήποτε στοιχείων θα μπορούσαν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του καταλογίσαντος οργάνου και να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, υιοθετώντας μη κρατούσα νομολογία του Δικαστηρίου (σχετ. ΕλΣ Ολ. 2337/2012 όπου μειοψηφία), με δυνατότητα, κατά τους ισχυρισμούς του, της εκ των υστέρων θεραπείας της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος, μέσω της δικαστικής κρίσης.

19. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, ο ήδη αναιρεσείων, με την επίδοση σ’ αυτόν της …/22.9.2010 πρόσκλησης για ακρόαση – καίτοι αυτή δεν φέρει πανηγυρικά τον τίτλο της πορισματικής έκθεσης – έλαβε γνώση όλων των νομικών και πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης του καταλογισμού του, ενώ έτσι, με την οριστικοποίηση του διεξαχθέντος ελέγχου, παρασχέθηκε σ’ αυτόν η ουσιαστική δυνατότητα να εκθέσει τις αντιρρήσεις του ως προς την καταλογιστική σε βάρος του διαδικασία. Η συνταχθείσα, μετά την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, …/29.6.2011 πορισματική έκθεση, δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση του δικαιώματος άμυνας του αναιρεσείοντος, όπως ορθά έγινε δεκτό από την προσβαλλόμενη, αφού έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτό της προπαρατεθείσας πρόσκλησης και συνεπώς, συνιστά απλή επιβεβαίωση των όσων αναλυτικώς διαλαμβάνονται σε αυτήν.

20. Επί της ως άνω πρόσκλησης, ειδικότερα, ο αναιρεσείων εξέθεσε τις απόψεις του και παρείχε εξηγήσεις σχετικά με τη νομιμότητα του επικειμένου σε βάρος του καταλογισμού με το 4.10.2010 έγγραφό του. Όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη, ο ήδη αναιρεσείων μέχρι τον χρόνο που κλήθηκε να αναπληρώσει το διαπιστωθέν έλλειμμα (10.4.2011), δεν ζήτησε να του χορηγηθεί οιοδήποτε στοιχείο που αφορούσε στις διαπιστώσεις του ελέγχου, ούτε προσκόμισε κανένα επιπλέον στοιχείο, ούτε προέβαλε νέους κρίσιμους ισχυρισμούς ενώπιον της Οικονομικής Επιθεωρήτριας, όπως είχε αρχικά επιφυλαχθεί. Ομοίως, ο ήδη αναιρεσείων δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Τμήματος ότι ζήτησε κάποιο κρίσιμο στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης, το οποίο δεν του χορηγήθηκε, ούτε επικαλέστηκε, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, την ύπαρξη οιωνδήποτε στοιχείων που θα μπορούσαν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του καταλογίσαντος οργάνου και να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Με την ασκηθείσα ενώπιον του Τμήματος έφεσή του, δεν αμφισβήτησε την ουσιαστική νομιμότητα του σε βάρος του καταλογισμού, δεν επανέφερε τους προβληθέντες με τις απόψεις του ενώπιον της Διοίκησης ισχυρισμούς του, ούτε προέβαλε νέους, αλλά περιορίστηκε στην ανάδειξη πλημμελειών της καταλογιστικής απόφασης, που αφορούσαν μόνο στον τύπο της διαδικασίας και την αιτιολογία αυτής. Εν όψει τούτων, ανεπίτρεπτα ο αναιρεσείων προβάλλει, το πρώτον κατ’ αναίρεση, νέους ισχυρισμούς που αφορούν σε επιμέρους κεφάλαια του σε βάρους του καταλογισμού, που κατά τον ίδιο ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υπό την έννοια, ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση και να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, καθώς οι ισχυρισμοί αυτοί έπρεπε να προβληθούν ενώπιον του Τμήματος κατά την εξέταση της υπόθεσης στην ουσία.

21. Με βάση τα εκτεθέντα στις δύο προηγούμενες σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι τηρήθηκαν οι απαιτήσεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού ο αναιρεσείων γνώριζε επαρκώς τα νομικά και πραγματικά δεδομένα, στα οποία στηρίχθηκε ο επιγενόμενος σε βάρος του καταλογισμός, ενώ δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα άμυνάς του, αφού δόθηκε προηγουμένως σε αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και συνεπώς, δεν έσφαλε η αναιρεσιβαλλομένη που απέρριψε τον οικείο ισχυρισμό του όπως προβλήθηκε κατ’ έφεση. Ως εκ τούτου, ο οικείος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

22. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή, έκανε δεκτό ότι η σε βάρος του καταλογιστική απόφαση ήταν νομίμως αιτιολογημένη, αφού αυτή δεν έφερε στο σώμα της επαρκή αιτιολογία, ώστε να μην χρήζει συμπλήρωσης από άλλα έγγραφα, και ιδίως την πορισματική έκθεση, καθώς αναφέρει μόνο το συνολικό ποσό του ελλείμματος, χωρίς επιμερισμό ανά ποσό, κατηγορία και έτος, χωρίς διάκριση, ως προς το ποσό, μεταξύ των παρακρατηθέντων και μη αποδοθέντων ποσών υπέρ ασφαλιστικών ταμείων και των ποσών που σχετίζονται με τη λήψη επιδομάτων και υπερωριών και χωρίς να αιτιολογείται ο λόγος που δεν τα δικαιούταν αυτά, ώστε να προκύπτει η αιτιώδης συνάφεια με το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό. Περαιτέρω, προβάλει ότι η ως άνω απόφαση παρέπεμπε σε ανύπαρκτη πορισματική έκθεση και στην κλήση του προς αναπλήρωση του ελλείμματος και όχι στην …/22.9.2010 πρόσκληση προς ακρόαση, ενώ η μόνη υπαρκτή πορισματική έκθεση συντάχθηκε μετά την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης. Η έκθεση δε αυτή, κατά τον αναιρεσείοντα, δεν έφερε τυπικό χαρακτήρα, καθώς με αυτή απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί που προέβαλε επί της κλήσης του προς ακρόαση, ενώ η λήψη υπόψη των απόψεών του έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του ώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α’ 45), να προκύπτουν από την αιτιολογία της καταλογιστικής απόφασης.

23. Εν όψει των παραδοχών του δικάσαντος Τμήματος (σκέψεις 12 έως 17) και όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 6 και 11, το Δικαστήριο κρίνει ότι το Τμήμα ορθώς τις επίμαχες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε κρίνοντας ότι η καταλογιστική σε βάρος του αναιρεσείοντος απόφαση φέρει νόμιμη αιτιολογία, καθώς περιέχει στο σώμα της το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο για τη λυσιτελή και αποτελεσματική άσκηση από αυτόν του συνταγματικού του δικαιώματος άμυνας προς δικαστική υπεράσπιση των δικαιωμάτων του. Έφερε δηλαδή την ιστορική και νομική αιτία του καταλογισμού, την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως υπολόγου, τον τρόπο δημιουργίας του ελλείμματος και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του και της δημιουργίας του ελλείμματος, ενώ το ύψος είχε κατά τρόπο οριστικό και δη αναλυτικά προσδιοριστεί στην κοινοποιηθείσα στον αναιρεσείοντα …/22.9.2010 πρόσκλησή του προς ακρόαση, η οποία συνιστά, κατ’ ουσίαν, την πορισματική έκθεση του επίμαχου ελέγχου και νομίμως συμπληρώνει την αιτιολογία της οικείας καταλογιστικής απόφασης. Εν όψει τούτων, υπό αυτήν την έννοια, ορθά έγινε δεκτό από το Τμήμα ότι η μεταγενεστέρως εκδοθείσα πορισματική έκθεση, η οποία ενσωματώνει το περιεχόμενο της πρόσκλησης προς ακρόαση, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της καταλογιστικής απόφασης.

24. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της πλημμελούς, ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, τόσο ως προς την παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, όσο και ως προς το αιτιολογημένο της καταλογιστικής σε βάρος του απόφασης. Ειδικότερα, προβάλλει ότι με πλημμελή και αντιφατική αιτιολογία, το Τμήμα δέχθηκε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ουσιαστικής άμυνας του, καθώς, λόγω της ιδιότητάς του ως ελεγκτή εσόδων, ο ίδιος διενεργούσε τις επίμαχες πληρωμές και συνεπώς είχε πλήρη γνώση όλων των στοιχείων που στήριζαν τον επικείμενο καταλογισμό. Σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά στην σκέψη 11 και ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της συγκεκριμένης δικανικής σκέψης, αυτή δεν ενέχει αντιφατικότητα ως προς τον λοιπό δικανικό συλλογισμό, αλλά συνιστά επάλληλη αιτιολογία προς επίρρωση αυτού. Συναφώς, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη με πλημμελή και αντιφατική αιτιολογία τού προσάπτει ότι ίδιος ουδέποτε ζήτησε να του δοθεί η πορισματική έκθεση, η οποία, όμως, δεν θα μπορούσε να ζητηθεί, αφού δεν είχε συνταχθεί κατά τον χρόνο της κλήσης του σε ακρόαση.

25. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η συγκεκριμένη ως άνω σκέψη δεν ενέχει αντιφατικότητα, αντίθετα, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι το αποτέλεσμα του διεξαχθέντος από την Οικονομική Επιθεωρήτρια ελέγχου, στην προκειμένη περίπτωση, είχε ήδη οριστικοποιηθεί με την 22.9.2010 πρόσκληση προς ακρόαση και ότι με αυτήν δόθηκε στον αναιρεσείοντα «η ουσιαστική δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς τις απόψεις του σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των εκτιμώμενων από το ελεγκτικό όργανο πραγματικών περιστατικών και εγγράφων κατά τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του για τη δημιουργία του ελλείμματος», επί της πρόσκλησης δε αυτής, ο ίδιος απάντησε αναλυτικά και εξέθεσε τις απόψεις του. Το γεγονός, όπως με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό, ότι ο ίδιος ουδέποτε ζήτησε να του χορηγηθεί πορισματική έκθεση επί των διαπιστώσεων του ελέγχου, ούτε κατά τον χρόνο της πρόσκλησής του για ακρόαση – παροχή εξηγήσεων (22.9.2010), ούτε και μεταγενέστερα, κατά τον χρόνο που κλήθηκε να αναπληρώσει το διαπιστωθέν έλλειμμα, ενώ δεν προσκόμισε κανένα επιπλέον στοιχείο, ούτε προέβαλε κρίσιμους ισχυρισμούς ενώπιον της Οικονομικής Επιθεωρήτριας, όπως είχε αρχικά επιφυλαχθεί, αναφέρεται προς επίρρωση και για την πληρότητα της αιτιολογίας ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα άμυνας του αναιρεσείοντος. Συνεπώς, οι ανωτέρω αναιρετικές αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.

26. Συναφώς, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης είναι ανεπαρκής, διότι δεν έδωσε πλήρη απάντηση στον ουσιώδη ισχυρισμό του ότι πάσχει η αιτιολογία της οικείας καταλογιστικής απόφασης διότι αυτή παραπέμπει σε μία ανύπαρκτη άλλως ανυπόστατη πορισματική έκθεση.

27. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για την πληρότητα της έκθεσης των στοιχείων του φακέλου, αναφέρεται διηγηματικά ότι στην καταλογιστική απόφαση γίνεται επίκληση της με αριθμό πρωτοκόλλου … πορισματικής έκθεσης, χωρίς όμως αυτή να εκτιμηθεί από το Τμήμα περαιτέρω, αφού στερείτο ημερομηνίας και δεν υπήρχε στα στοιχεία του φακέλου. Αντίθετα, με την ίδια απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό ότι η οικεία καταλογιστική απόφαση είναι νομίμως αιτιολογημένη, όπως η αιτιολογία αυτής συμπληρώνεται από το πόρισμα του ελέγχου, που στην προκειμένη περίπτωση, οριστικοποιήθηκε στην οικεία πρόσκληση προς ακρόαση, χωρίς να ασκεί επιρροή στη νομιμότητά της, η μεταγενεστέρως αυτής εκδοθείσα πορισματική έκθεση. Συνεπώς, το Τμήμα διαλαμβάνοντας πλήρη, σαφή και ειδική αιτιολογία, ως προς τη νομιμότητα της αιτιολογίας της καταλογιστικής απόφασης, εξέτασε τον ως άνω ισχυρισμό και τον απέρριψε σιγή ως μη ουσιώδη.

28. Προσάπτεται ακόμη στην αναιρεσιβαλλόμενη παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της πλημμελούς αιτιολογίας ως προς τον τυπικό χαρακτήρα της μεταγενεστέρως συνταχθείσας …/29.6.2011 πορισματικής έκθεσης. Κατά τον αιτούντα, η έκθεση αυτή ούτε τυπικό χαρακτήρα έχει, ούτε ταυτόσημο με την πρόσκληση προς ακρόαση περιεχόμενο, καθώς με αυτή απορρίπτονται και οι προβληθέντες μετά την κλήση του σε ακρόαση ισχυρισμοί.

29. Επί του λόγου αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο λόγω του χρόνου έκδοσης τής ως άνω πορισματικής έκθεσης επιβεβαιωτικός-τυπικός χαρακτήρας της, κατά το σκέλος που αφορά στα ευρήματα του ελέγχου, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι με αυτήν επιπρόσθετα απορρίφθηκαν οι προβληθέντες επί της κλήσης σε ακρόαση ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος. Τούτο διότι, κατά την περιγραφόμενη στη σκέψη 6 διαδικασία, που προηγείται της έκδοσης της καταλογιστικής απόφασης, η εξέταση των απόψεων του καθ’ ου ο επικείμενος καταλογισμός επί των ευρημάτων του ελέγχου, όπως αυτά οριστικοποιούνται στην οικεία πορισματική έκθεση, δεν δύναται σε κάθε περίπτωση και κατά λογική αναγκαιότητα, να αποτελεί τμήμα της εν λόγω έκθεσης. Συνακόλουθα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο οικείος λόγος αναίρεσης, ως προς όλες τις ειδικότερες αιτιάσεις του.

30. Με βάση το σύνολο των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του καταβληθέντος παραβόλου, ενώ συνεκτιμωμένων των περιστάσεων δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.

Γα τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 18 Ιουνίου 2014 (αριθμ. κατάθ. …/20.6.2014) αίτηση του … του … για αναίρεση της 582/2014 απόφασης του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ                                             ΑΣΗΜΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18 Δεκεμβρίου 2019

ThanasisΕλ. Συν. 1882-2019 – Καταλογισμός – Αιτιολογία