Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας 800/2021

Απόφαση ΣτΕ Ολ. 800/2021, επί αιτήσεως αναιρέσεως που εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητάς της.
Στην προκείμενη περίπτωση, ζητήθηκε αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, τόσο ευθέως, όσο και αναλόγως εφαρμοζόμενο, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, για την αποκατάσταση της βλάβης που ο αιτών κατά τους ισχυρισμούς του είχε υποστεί εξαιτίας σφαλμάτων, άλλως προδήλων σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσε με απόφασή του ο Άρειος Πάγος κατά την εκδίκαση υπόθεσής του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο που δίκασε κατ’ ουσίαν την αγωγή, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, για τον λόγο δε αυτό, τον οποίο εξέτασε αυτεπαγγέλτως, αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη.

Αριθμός 800/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Αντωνόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος, Β. Κίντζιου, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Δ. Εμμανουηλίδης, Ο. Παπαδοπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αγγ. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Φ. Γιαννακού, Σύμβουλοι, Αικ. Ρωξάνα, Ειρ. Σταυρουλάκη, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ελ. Παπαδημητρίου και Β. Πλαπούτα, καθώς και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 8 Μαΐου 2017 αίτηση:
του … του …, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Βασιλική Σκορδάκη (Α.Μ. 11217), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τις: 1) Στυλιανή Χαριτάκη, Νομική Σύμβουλος του Κράτους και 2) Ασημίνα Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 28 Νοεμβρίου 2019 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά τη διαγραφή της από το πινάκιο του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α΄ και γ΄, 20 και 21 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1107/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Κουσούλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τις αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Δ. Εμμανουηλίδη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος η Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος, αναπληρωματικό, μέχρι τότε, μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1426855-7, 2577540 και 3125409/8.5.2017 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄), ζητείται, εμπροθέσμως, η αναίρεση της 1107/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 4997/2015 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση είχε απορριφθεί η από 13.12.2007 αγωγή του, με την οποία είχε ζητήσει, κατόπιν μετατροπής του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει το ποσό των 47.280 δολαρίων ΗΠΑ ή το ισόποσό του σε ευρώ κατά το χρόνο εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 16.860 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία κατά τους ισχυρισμούς του υπέστη λόγω της απόρριψης, με την 1143/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, ως αορίστων των δύο προτασσόμενων λόγων του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως που αυτός είχε ασκήσει κατά της 9975/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, και της συνακόλουθης επικύρωσης της κρίσης του Εφετείου περί απορρίψεως, ως νόμω αβάσιμης, της από 22.5.1998 αγωγής του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το μέρος που με αυτή επιδίωκε να του επιδικαστεί προσαύξηση -λόγω τέκνων- του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που ελάμβανε υπό την ιδιότητά του ως υπάλληλου της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Γερμανία, με βάση σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια με την από 28.11.2019 πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητάς της (άρθρο 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄ του π.δ. 18/1989, Α΄ 8, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013, Α΄ 242), κατόπιν διαγραφής από το πινάκιο του ΣΤ΄ Τμήματος, στο οποίο είχε αρχικώς εισαχθεί με την από 8.6.2017 Πράξη του Προέδρου του.
4. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 3783/2014 επταμ., 1330/2016, 1607/2016 επταμ., 1533/2018, 2557/2019 κ.ά.). Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Ο. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως θεμέλιο, κατά τα ανωτέρω, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημιογόνες πράξεις οργάνων του, δεν καταλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την κατηγορία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων. Αποζημίωση από πράξεις της κατηγορίας αυτής, για λόγους που συνάπτονται αμέσως με τις ισοδύναμες προς την αρχή της συμμετοχής στα δημόσια βάρη συνταγματικές αρχές της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης και της συνακόλουθης ασφάλειας δικαίου, προβλέπεται ειδικώς στο Σύνταγμα, όπου και όπως ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε αναγκαίο (άρθρο 7 παρ. 4 περί ευθύνης του Δημοσίου για άδικη ποινική καταδίκη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, άρθρο 99 περί ευθύνης των δικαστικών λειτουργών για κακοδικία). Στις εν λόγω, εξ άλλου, περιπτώσεις, το Σύνταγμα διέλαβε ρητή πρόβλεψη για την έκδοση νόμου που θα ρυθμίζει τις σχετικές προϋποθέσεις, ενώ στη δεύτερη και γενικότερη από αυτές, της κακοδικίας, όρισε και ειδικό δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση του σχετικού ένδικου βοηθήματος, και συγκροτούμενο με τρόπο πρόσφορο για τη διαφύλαξη των ως άνω, περί τη Δικαιοσύνη, συνταγματικών αρχών (δικαστικοί λειτουργοί από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, καθηγητές νομικής, δικηγόροι μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου). Περαιτέρω, από το γράμμα, τη συστηματική και την τελολογία των διατάξεων αυτών, συνάγεται ότι το Σύνταγμα, ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την αποζημιωτική ευθύνη από πράξεις οργάνων της Δικαιοσύνης, δεν απέκλεισε πάντως την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τις περιπτώσεις αποζημίωσης από ζημιογόνες δικαιοδοτικές πράξεις. Τούτο όμως μόνον υπό ανάλογες προς τις ως άνω προϋποθέσεις. Εφόσον δηλαδή οι σχετικές ρυθμίσεις θεσπίζονται ως ειδικές διατάξεις νόμου, έπειτα από στάθμιση της ανάγκης αποζημίωσης προς τις προμνημονευθείσες συνταγματικές απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και εφόσον σε κάθε περίπτωση είναι πρόσφορες για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων, και δη από άποψη τόσον ουσιαστική (ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αποζημιωτικής ευθύνης) όσο και δικονομική (ιδίως ως προς την συγκρότηση του αρμόδιου δικαστηρίου). Ειδικώς, εξ άλλου, προκειμένου περί ζημιογόνων πράξεων δικαστικών οργάνων αναφορικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, οι πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις, ερμηνευόμενες σε αρμονία με τη βασική αρχή του δικαίου τούτου, δικαιολογούμενη από την ιδιαιτερότητά του, να αποζημιώνεται από το Δημόσιο και η ζημία ιδιωτών από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από εθνικά δικαστήρια, υπό τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζει σχετικώς η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., αντί άλλων, ΔΕΕ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C 224/01), τρέπουν κατ’ αρχήν, στην περίπτωση αυτή, την προεκτεθείσα ευχέρεια του νομοθέτη σε υποχρέωση θέσπισης αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Και πάλιν όμως οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις τελούν υπό τις ως άνω συνταγματικές προϋποθέσεις ως προς την μέριμνα για την ανεξαρτησία, το κύρος και την ευρυθμία της Δικαιοσύνης και την προσφορότητά τους προς τούτο. Προϋποθέσεις, άλλωστε, συμβατές κατ’ αρχήν και με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου (βλ. την ως άνω νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως ως προς την απαίτηση «κατάφωρης» παραβίασης του ενωσιακού δικαίου για την γένεση της ευθύνης και τη δικονομική αυτονομία των κρατών, υπό την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας). Μειοψήφησαν ακόμη η Αντιπρόεδρος Σ. Χρυσικοπούλου και οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Η. Μάζος, Χ. Λιάκουρας και Φ. Γιαννακού, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το θέμα της ευθύνης του Κράτους από την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαίρεσε έτσι το θέμα της ανωτέρω αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από το ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5 περιορίζοντάς την μόνον στις ρητώς προβλεπόμενες ως άνω περιπτώσεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 του Συντάγματος. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της ευθύνης του Δημοσίου για την αποκατάσταση ζημίας από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των διοικητικών οργάνων του, μπορεί να αποτελεί και το έρεισμα για την αποκατάσταση από το Δημόσιο «ζημίας» που προκαλείται στους διαδίκους από την έκδοση δικαστικής απόφασης ή πράξης. Και τούτο διότι, ενόψει της φύσης και της ιδιαιτερότητας του δικαιοδοτικού έργου, η χωρίς ειδικό συνταγματικό πλαίσιο ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να ορίσει α) την έννοια του «δικαστικού σφάλματος» που επισύρει την αποζημιωτική ευθύνη του Κράτους, β) το αρμόδιο δικαστήριο και τη δικονομική διαδικασία προς εκδίκαση της οικείας αγωγής και γ) τις συνέπειες σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή αυτή, δύναται να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και την εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, ο παρεμπίπτων έλεγχος της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων στο πλαίσιο της εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης προκαλεί ατέρμονα αμφισβήτηση των διαφορών που έχουν ήδη επιλυθεί αμετακλήτως και συνεπάγεται την οριστική επίλυση της αποζημιωτικής διαφοράς με αυθεντική κρίση για το προεκτεθέν παρεμπίπτον ζήτημα. Με τον τρόπο αυτόν, εφόσον η ήδη κριθείσα αμετακλήτως υπόθεση επανεξετάζεται επ’ ευκαιρία αγωγής αποζημίωσης και επιλύεται αυθεντικά εκ νέου από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό δικαστή της υπόθεσης, κλονίζεται η ασφάλεια του δικαίου και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, αφού τίθεται υπό αμφισβήτηση η ήδη παρασχεθείσα από το αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 93 επ. του Συντάγματος), σύμφωνα με τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες, έννομη προστασία. Περαιτέρω, ο ως άνω επανέλεγχος των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων δεν εναρμονίζεται με τη δικαστική ανεξαρτησία, τούτο δε, ενόψει του ότι οι δικαστές, προκειμένου να κρίνουν επί των διαφορών που άγονται ενώπιόν τους για τα τιθέμενα πραγματικά και νομικά ζητήματα, δεν δεσμεύονται κατ’ αρχήν, κατά το εθνικό δίκαιο, από την ήδη υπάρχουσα νομολογία, ακόμη και παγία, και δύνανται να μην την ακολουθήσουν εφόσον συντρέχουν λόγοι σοβαροί και επικρατέστεροι του αιτήματος της ασφάλειας του δικαίου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά την εν λόγω μειοψηφούσα γνώμη, εκτός από την ευθύνη βάσει των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 του Συντάγματος και τον καθιερούμενο ευθύ έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων με τα προβλεπόμενα στα οικεία νομοθετήματα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα, η αναγνώριση της ευχέρειας πολλώ δε μάλλον της υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη να ρυθμίσει, χωρίς μάλιστα ειδική διασφαλιστική της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης συνταγματική πρόβλεψη, τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό δικαστή, δεν συνάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρούμενη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και θέτει υπό διαρκή αμφισβήτηση την αυθεντική κρίση του φυσικού δικαστή πλήττοντας την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, επιφέροντας αναστάτωση στις συναλλαγές και εξουδετερώνοντας την ασφάλεια του δικαίου (άρθρα 8, 20 παρ. 1 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος). Άλλο δε είναι το ζήτημα της ευθύνης προς αποζημίωση του Δημοσίου από αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων εάν προκληθεί ζημία κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΚ 30.9.2003, C-224/01, Köbler, Συλλ. 2003 Ι-10239, ΔΕΚ 13.6.2006, C-173/03 Traghetti del Mediterraneo, Συλλ. 2006 Ι-5177, ΔΕΚ 24.11.2011, C-379/10, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2011 Ι-00180).
5. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου, όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΣτΕ 799/2021 (Ολομ.) υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, και όχι από τη διαπίστωση, από την πλευρά του Δικαστηρίου, της ύπαρξης κοινής στις εθνικές έννομες τάξεις προσέγγισης ως προς την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Εξάλλου, μετά την απόφαση Köbler του ΔΕΚ (C-224/01), στις έννομες τάξεις πλειόνων κρατών μελών υφίσταται διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από τα δικαστήρια, την οποία τα ίδια αναγνωρίζουν, και, αφετέρου, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις, την οποία καταρχήν απορρίπτουν (πρβλ. Conseil d’ Etat αποφάσεις της 18.6.2008, Gestas, n° 295831, της 16.4.2019, Société Fauba France, n° 423643 σκ. 2, Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας, απόφαση 10.10.2003, VfGH, A-36/00). Συγκλίνουσα γνώμη διατύπωσαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Ο. Παπαδοπούλου, θεωρώντας ότι, για τους λόγους που εξέθεσαν στη μειοψηφία τους στη σκέψη 4, από μεν το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος δεν απορρέει αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου για δικαιοδοτικές πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, κατά τα λοιπά δε δεν υφίσταται η αναγκαία, κατά την άποψη αυτή, νομοθετική ρύθμιση, η οποία να θεσπίζει ειδικώς τέτοια ευθύνη, έπειτα από στάθμιση της αναγκαιότητάς της προς τις συνταγματικές αρχές της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης, και να είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση των αρχών αυτών (η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ούτε λαμβάνει μέριμνα ούτε παρίσταται πρόσφορη προς τούτο). Περαιτέρω, η Αντιπρόεδρος
Σ. Χρυσικοπούλου και οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Χ. Λιάκουρας και Φ. Γιαννακού, κατόπιν της εκτεθείσας στην προηγούμενη σκέψη γνώμης τους, υποστήριξαν την εξής ειδικότερη γνώμη: Ο νομοθέτης δεν έχει την υποχρέωση ούτε την ευχέρεια να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται ζημία που προκαλείται από εν γένει αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου τους, για τους λόγους που αναφέρονται στην προπαρατεθείσα μειοψηφούσα γνώμη τους. Για τους ίδιους λόγους δεν είναι δυνατή και η ευθεία ή η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ούτε η ευθεία εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5 στις περιπτώσεις αποφάσεων ή πράξεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους, οι οποίες, κατά τον ενάγοντα, είναι μη ορθές και ζημιογόνες. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Α. Ράντος και οι Σύμβουλοι Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Η. Μάζος, Κ. Κονιδιτσιώτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, με τους οποίους τάχθηκαν οι Πάρεδροι Α. Ρωξάνα και Ε. Σταυρουλάκη, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Όπως έχει κριθεί με την 1501/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, έχει ευθεία εφαρμογή στην περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθετήσεως αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφ’ όσον δε το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Θα ήταν, άλλωστε, αντιφατικό σε μία εθνική συνταγματική έννομη τάξη να διασφαλίζονται, και ορθώς, τα δικαιώματα που έλκει ο πολίτης από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 799/2021), αλλά να μη διασφαλίζονται τα αυτά ακριβώς δικαιώματα, όταν τα έλκει από την εθνική συνταγματική έννομη τάξη. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.
6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», ενώ στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Εξ αυτών δε παρέπεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να εκπληρώσει την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη υποχρέωση θέσπισης του νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, σε αρμονία με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν το προαναφερθέν οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών, ήτοι ρυθμίζοντας τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο. Κατά την συγκλίνουσα άποψη του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη και της Συμβούλου Ο. Παπαδοπούλου, η απαιτούμενη εν προκειμένω -πλην ελλείπουσα- νομοθετική ρύθμιση, οφείλει να μεριμνά, κατά τα εκτεθέντα στις προηγηθείσες μειοψηφίες των ίδιων δικαστών, για την ανεξαρτησία, το κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και, επομένως, να βρίσκεται σε αρμονία με τη συνταγματική της οργάνωση, δεν είναι όμως και αναγκαίο να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα ανά δικαιοδοτικό κλάδο. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Α. Ράντος και οι Σύμβουλοι Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Ε. Παπαδημητρίου, Α. Μίντζια, Α. Σδράκα, και Φ. Γιαννακού, με την γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα, κατά τη γνώμη των οποίων η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών σχετικών με την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά. Τέλος, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Σ. Χρυσικοπούλου και η Σύμβουλος Τ. Κόμβου, κατά τη γνώμη των οποίων, εφόσον πρόκειται για αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την αποκατάσταση ζημίας από απόφαση ή πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των διοικητικών δικαστηρίων κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους, θα πρέπει, σε αρμονία με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 99 του Συντάγματος και στην παρ. 2 του άρθρου 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 693/1977 “Περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας” (Α΄ 262), να οριστεί ότι για την εκδίκαση της αγωγής αυτής αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, στις λοιπές δε περιπτώσεις αγωγών αποζημίωσης για αποφάσεις ή πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη βεβαίως των άρθρων 535 έως 544 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4620/2019 (Α΄ 96). Και τούτο διότι, κατά τη γνώμη αυτή, λόγω της ιδιότητας του προσώπου που εξέδωσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο απόφαση ή τέλεσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, ο δικαστής της αγωγής αποζημίωσης δεν θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο Σώμα ή στον ίδιο Κλάδο της Δικαιοσύνης.
7. Επειδή, η μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξή της, τα δε δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία προς πραγματοποίησή της. Κατά συνέπεια, η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα (ΣτΕ 1738/2017 Ολομ.) και την ΕΣΔΑ αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης -από τις οποίες άλλωστε δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας (απόφαση του ΕΔΔΑ της 29.1.2019, Orlen Lietuva Ltd. κατά Λιθουανίας, 45849/13, σκ. 80)-, παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22.5.2018, Jureša κατά Κροατίας, 24079/11, σκ. 44, της 30.10.2010, της 12.1.2016, Borg κατά Μάλτας, 37537/13, σκ. 111, S.S. Balikliçeşme Beldesi Tarim Kalkinma Kooperatifi και λοιποί κατά Τουρκίας, 35703/05, σκ. 28). Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή και, ειδικότερα, στην εφαρμογή των κανόνων και αρχών που αποτελούν το αντικείμενό της στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση της απόφασης που την επιφέρει υποθέσεις, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΣτΕ 3596/1971 Ολομ., 605/2008 Ολομ., 4304/2001, 1587/2007 επταμ. 1023/2009 επταμ., 1913/2010 επταμ., 2436/2012 επταμ., 2131/2015 1898/2016 επταμ., 170/2017 επταμ. κ.ά., βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, 48297/15, σκ. 36-44), β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτό, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν νοείται άμεση εφαρμογή κανόνα αποτελούντος προϊόν νομολογιακής μεταστροφής κατά παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, της 19.2.2013, Petko Petkov κατά Βουλγαρίας, 2834/06 σκ. 33, της 7.7.2011, Serkov κατά Ουκρανίας, 39766/05, σκ. 40).
8. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων, ο οποίος είναι έγγαμος και πατέρας δύο τέκνων που γεννήθηκαν στις 27.9.1986 και 1.8.1990 αντίστοιχα, προσελήφθη από το Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου συναφθείσα στις 2.10.1992, ως υπάλληλος κλάδου βοηθητικού προσωπικού στην Ελληνική Πρεσβεία στη Γερμανία με βαθμό κλητήρα Α΄. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως 24.3.1998 υπηρέτησε αρχικά στη Βόννη και ακολούθως στο Βερολίνο, στην ίδια θέση και με το ίδιο νομικό καθεστώς, λάμβανε δε το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή όχι όμως και την προβλεπόμενη από το άρθρο 131 παρ. 10 του ν. 419/1976 προσαύξηση τέκνου επί του εν λόγω επιδόματος. Με την από 22.5.1998 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε, κατά το πρώτο σκέλος του αιτητικού αυτής, να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, για το από 1.1.1993 έως 31.5.1998 χρονικό διάστημα, την ως άνω προσαύξηση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 964/1999 απόφασή του απέρριψε το εν λόγω αγωγικό αίτημα, με τη σκέψη ότι, κατά την έννοια των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 131 του ν. 419/1976, σε συνδυασμό με τις παραγράφους Ε΄ και Στ΄ της Φ.083-58/11.3.1988 απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών περί καθορισμού, από 1.1.1988, του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του προσωπικού του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, το επίδομα τέκνων με την αναλογία επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής καταβάλλεται μόνο στους μονίμους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, κατ’ αποκλεισμό του προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η δε διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν αντιβαίνει στη συνταγματική επιταγή περί ισότητας, δεδομένου ότι αυτή υπαγορεύεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος. Οι λόγοι αυτοί συνίστανται, προεχόντως, στο γεγονός ότι οι υπάλληλοι που παρέχουν εργασία με σχέση δημοσίου δικαίου και εκείνοι που εργάζονται με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου αποτελούν διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων, η κάθε μία από τις οποίες διέπεται από διαφορετικό νομικό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται διαφοροποιημένες ρυθμίσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις όσον αφορά, κυρίως, το σύστημα αμοιβής, επαγγελματικής εξέλιξης και κοινωνικής ασφάλισης. Έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης έγινε εν μέρει δεκτή με την 9975/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, καθ’ ο μέρος της αφορά στο σκέλος του αγωγικού αιτήματος για το χρονικό διάστημα από 24.3.1998 έως 31.5.1998, και υποχρέωσε το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον αναιρεσείοντα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της εξόφλησης ποσού ανερχόμενου σε 2.584 ECU, δεχόμενο ότι υπό το καθεστώς ισχύος του, μεταγενέστερου, Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (άρθρο 135 του ν. 2594/1998) δεν υφίστατο πλέον η διάκριση μεταξύ μονίμων και μη υπαλλήλων, με συνέπεια όσοι δικαιούνται το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής να δικαιούνται αυτομάτως και την επ’ αυτού προσαύξηση για οικογενειακά βάρη, επικύρωσε δε, κατά τα λοιπά, την κρίση του Πρωτοδικείου, υιοθετώντας την ίδια κατά τα ουσιώδη αιτιολογία. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι η αγωγή ήταν νόμω αβάσιμη ως προς το αίτημα επιδίκασης του επιδόματος τέκνων επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για το από 1.1.1993 έως 24.3.1998 διάστημα, με τη σκέψη ότι η ρύθμιση του άρθρου 131 παρ. 10 του ν. 419/1976 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κοινών υπουργικών αποφάσεων αναφέρεται σε κατηγορία εργαζομένων συνδεομένων με σχέση δημοσίου δικαίου με το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία είναι διαφορετική και δικαιολογεί άλλη μεταχείριση από την κατηγορία εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε αυτό, από δε τη μη χορήγηση του επιδόματος τέκνων στην τελευταία κατηγορία εργαζομένων δεν δημιουργείται κατάσταση αντίθετη με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία, αλλά ούτε και με το άρθρο 119 της Ιδρυτικής Συνθήκης Ε.Ο.Κ. και τις διατάξεις του άρθρου 100 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, καθόσον πρόκειται για την αντιμετώπιση ανόμοιων, ως προς τη βασική σχέση που διέπει την εργασία τους, κατηγοριών εργαζομένων, οι οποίες δεν τελούν στην ίδια κατάσταση από άποψη πρόσληψης και εξέλιξης, ρύθμιση η οποία επιβάλλεται και από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Κατά της 9975/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, με τους δύο πρώτους λόγους της οποίας προέβαλε ότι μη νομίμως η αναιρεσιβαλλόμενη απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το αίτημα της αγωγής του περί επιδίκασης προσαύξησης τέκνων επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για το διάστημα από 1.1.1993 έως 24.3.1998, διότι, αφενός, κακώς το Εφετείο δεν εφάρμοσε την Φ.083-58/11.3.1988 κοινή υπουργική απόφαση, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αναγνώριζε το δικαίωμα απόληψης εκ μέρους του της εν λόγω προσαύξησης, αλλά, αντιθέτως, εφάρμοσε την 2001/800/185/0022/17.3.1993 όμοια, η οποία ήταν ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της προβλεπόμενης στις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου 131 του ν. 419/1976 εξουσιοδότησης, και, αφετέρου, διότι κρίνοντας το Εφετείο ότι οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών δεν δικαιούνται του εν λόγω επιδόματος, παραβίασε τα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, 119 της Ιδρυτικής Συνθήκης Ε.Ο.Κ., καθώς και 100 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας. Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης απορρίφθηκαν ως αόριστοι με την 1143/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την αιτιολογία ότι στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης δεν περιείχετο, κατά τρόπο επαρκή, η ιστορική βάση της αγωγής του ενάγοντος, δεδομένου ότι δεν παρατέθηκαν τα στοιχεία της εργασιακής του σχέσης, ούτε αναφέρονταν ο αριθμός και η ηλικία των τέκνων του. Κατά τα λοιπά, με την ίδια απόφαση ο Άρειος Πάγος, επιληφθείς αντιθέτων αιτήσεων αναίρεσης του αναιρεσείοντος και του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, απέρριψε και όλους τους εκατέρωθεν προβληθέντες λόγους αναίρεσης, πλην του εβδόμου λόγου του αναιρεσείοντος, αναίρεσε κατά το οικείο μέρος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και παρέπεμψε κατά το αναιρεθέν μέρος την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών, προκειμένου αυτό να κρίνει σχετικά με το αίτημα του ενάγοντος προς επιδίκαση τόκων επί του ποσού που του επιδικάστηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, και το οποίο αυτό παρέλειψε να εκδικάσει. Μετά ταύτα, ο αναιρεσείων άσκησε, κατ’ άρθρο 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ατομική προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, παραπονούμενος ότι, λόγω της απόρριψης από τον Άρειο Πάγο ορισμένων από τους λόγους αναίρεσής του για τυπικούς λόγους, παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασής του σε δικαστήριο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Με απόφασή του, ληφθείσα στις 14.12.2006, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο ετίθεντο οι σχετικές πραγματικές παραδοχές της απόφασης του Εφετείου δεν υποχρέωνε τον Άρειο Πάγο να προβεί σε εκ νέου απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, αλλά, αντιθέτως, όλα τα απαιτούμενα για την εξέταση της αναίρεσης στοιχεία ήταν στη διάθεσή του, δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος προέκυπτε σαφώς από το κείμενο της αίτησης αναίρεσης, ενώ, περαιτέρω, οι όροι της σύμβασης αυτής, η οικογενειακή κατάσταση του ήδη αναιρεσείοντος, καθώς και η ηλικία και ο αριθμός των παιδιών του αποτελούσαν στοιχεία του φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε μαζί με την αίτηση αναίρεσης. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόρριψη της εν λόγω αίτησης αναιρέσεως για τον ως άνω λόγο συνιστούσε μια εξαιρετικά τυπολατρική προσέγγιση της ερμηνείας των προϋποθέσεων του παραδεκτού της, η οποία εισήγαγε περιορισμό δυσανάλογο του σκοπού εγγύησης της νομικής ασφάλειας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, και ότι, συνεπώς, υπήρξε, εν προκειμένω, παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης του αναιρεσείοντος σε δικαστήριο. Για τον λόγο δε αυτό επεδίκασε υπέρ του αναιρεσείοντος το ποσό των 5.000 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση κατ’ άρθρο 41 ΕΣΔΑ. Κατόπιν αυτών, ο αναιρεσείων άσκησε την από 13.12.2007 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, να αναγνωρισθεί ότι το αναιρεσίβλητο υποχρεούται να του καταβάλει εντόκως το ποσό των 47.280 δολαρίων Η.Π.Α. ή το ισόποσό του σε ευρώ κατά τον χρόνο της εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 16.860 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την έκδοση της 1143/2001 παράνομης απόφασης του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι η ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκαν ως αόριστοι οι δύο προεκτεθέντες λόγοι αναιρέσεώς του, είναι παράνομη γιατί παραβιάζει το κατοχυρωμένο στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, γεγονός το οποίο διαπιστώθηκε και με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 14.12.2006. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι, εάν ο Άρειος Πάγος δεν είχε παρανόμως κρίνει ως απαραδέκτως προβληθέντες τους σχετικούς λόγους αναίρεσης, αλλά είχε χωρήσει στην εξέταση της ουσιαστικής τους βασιμότητας, θα τους είχε κάνει, ενόψει της νομολογιακής μεταστροφής που είχε εν τω μεταξύ λάβει χώρα, δεκτούς και θα είχε αναιρέσει την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εν συνεχεία δε, θα ανέπεμπε την υπόθεση κατά το αναιρεθέν αυτό μέρος της στο αρμόδιο Εφετείο, το οποίο θα υποχρέωνε το εναγόμενο να του καταβάλει την αιτούμενη προσαύξηση λόγω τέκνων και για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως 24.3.1998, το συνολικό ποσό της οποίας είναι ίσο, κατά τους υπολογισμούς του, με το αιτούμενο με την αγωγή ποσό. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο με την 4997/2015 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη με την αιτιολογία ότι δεν γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, με το σκεπτικό ότι το νομικό σφάλμα που η από 14.12.2006 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απέδωσε στον Άρειο Πάγο, ενόψει των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περίπτωσης και των απαιτήσεων του άρθρου 566 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πρόδηλο χαρακτήρα, ώστε να δικαιολογεί την αποζημίωση του αναιρεσείοντος. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με το εξής σκεπτικό: «[Π]ροκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, λόγω ζημίας που προκλήθηκε από όργανα της δικαστικής εξουσίας, θα πρέπει να αποδεικνύεται ο πρόδηλος χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσης του δικαστικού λειτουργού. Το σφάλμα που η από 14.12.2006 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απέδωσε στην απόφαση του Αρείου Πάγου ήταν η απόρριψη των λόγων της αίτησης αναίρεσης ως αόριστων κατόπιν μιας προσέγγισης της ερμηνείας των προϋποθέσεων του παραδεκτού, ή οποία ήταν, κατ’ αυτό, εξαιρετικά φορμαλιστική. Η αοριστία του δικογράφου έγκειτο, κατά την απόφαση του Αρείου Πάγου, στην παράλειψη του ήδη εκκαλούντος να εκθέσει στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης την ιστορική βάση της απορριφθείσας ως μη νόμιμης αγωγής και ειδικότερα στοιχεία κρίσιμα για την ένδικη διαφορά, όπως αυτά της εργασιακής του σχέσης και της οικογενειακής του κατάστασης. Η παράλειψη όμως αυτή, ενόψει των απαιτήσεων του άρθρου 566 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σχετικά με το ορισμένο της αίτησης αναίρεσης, των γενομένων δεκτών από τη νομολογία του ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και του γεγονότος ότι παγίως τα δικόγραφα των αιτήσεων αναιρέσεως περιέχουν έστω και συνοπτικά την ιστορική βάση της συγκεκριμένης υπόθεσης, κινείται οριακά στα πλαίσια της αοριστίας, παρά το γεγονός ότι η μεν σύμβαση εργασίας του εκκαλούντος προέκυπτε από το κείμενο των λόγων αναίρεσης, η δε οικογενειακή του κατάσταση από τα στοιχεία του φακέλου, ο οποίος ήταν στη διάθεση του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι αφενός μεν ο Άρειος Πάγος είχε, κατ’ άρθρο 562 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. δυνατότητα, μετά από πρόταση του Εισηγητή-Αρεοπαγίτη, αυτεπάγγελτης έρευνας των συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης, αφετέρου, λόγοι ασφάλειας του δικαίου οδήγησαν τον Άρειο Πάγο στην ανωτέρω κρίση, η οποία, για τους προαναφερθέντες λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πρόδηλο σφάλμα που εξέρχεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα θεμιτά όρια του προσδιορισμού ενός δικογράφου αναίρεσης ως ορισμένου. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός από το ΕΔΔΑ της κρίσης του Αρείου Πάγου ως εξαιρετικά φορμαλιστικής δεν ισοδυναμεί, άνευ άλλου, με προσδιορισμό του σχετικού σφάλματος ως προδήλου, όπως αβάσιμα προβάλλει ο εκκαλών. Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι ελλείπει η προϋπόθεση του πρόδηλου χαρακτήρα του σφάλματος της κρίσης των οργάνων της δικαστικής εξουσίας, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι δεν γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, όπως νόμιμα και ορθά κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντιθέτου λόγου της έφεσης. Εξάλλου, ο λόγος έφεσης ότι με την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραβιάστηκε το ουσιαστικό δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση του ΕΔΔΑ, ότι δηλαδή το ΕΔΔΑ έκρινε δεσμευτικά ότι η απόρριψη με την απόφαση του Αρείου Πάγου των λόγων αναίρεσης ως αόριστων ήταν παράνομη, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Και τούτο διότι με την εκκαλούμενη απόφαση δεν κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παρανομία, αλλά ότι το νομικό σφάλμα της απόφασης του Αρείου Πάγου δεν έχει πρόδηλο χαρακτήρα, απαραίτητη προϋπόθεση για την αποζημίωση του εκκαλούντος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη».
9. Επειδή, με βάση όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 4-6, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, επιληφθέν της αγωγής του αναιρεσείοντος, όφειλε να την απορρίψει ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων προς τούτο δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Κρίνοντας, όμως, περί του αντιθέτου και δικάζοντας την αγωγή κατ’ ουσίαν, το διοικητικό πρωτοδικείο υπερέβη τη δικαιοδοσία του. Ο λόγος δε αυτός, ως αναγόμενος στη δημόσια τάξη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση και ανεξαρτήτως συνδρομής των προβλεπομένων στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 προϋποθέσεων παραδεκτού, χωρίς αυτό να κωλύεται ως προς την κρίση του αυτή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά στη σκέψη 6, εκ του γεγονότος ότι η κατά τα ανωτέρω διάγνωση της υπέρβασης δικαιοδοσίας αποτελεί άμεση συνέπεια της πραγματοποιούμενης εν προκειμένω μεταστροφής της νομολογίας σε σχέση με τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που είναι ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία. Και τούτο, αφενός διότι η υπέρβαση δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 56 παρ. 1 περ. α΄ του π.δ. 18/1989 αποτελεί λόγο αναιρέσεως και δεν συνδέεται με το παραδεκτό του οικείου ενδίκου μέσου και, αφετέρου, διότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα αξίωση δεν στηρίζεται σε πάγια νομολογία, δοθέντος ότι α) ο κανόνας της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε περίπτωση προδήλου ή βαρέος σφάλματος τέθηκε για πρώτη φορά με την 1501/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 28.4.2014, η δε αγωγή του αναιρεσείοντος ασκήθηκε, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, η οποία ως διαδικαστικό έγγραφο της δικής παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο (πρβλ. ΣτΕ 1320/2019 Ολομ., 1467/2008 Ολομ.), στις 13.12.2007, η δε συζήτησή της έλαβε χώρα στις 5.3.2014, δηλαδή σε χρόνο, κατά τον οποίο η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων δεν αναγνώριζε αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, β) όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η έφεση του αναιρεσείοντος ασκήθηκε στις 11.9.2015, συζητήθηκε στις 8.12.2016 και η απόφαση επ’ αυτής δημοσιεύθηκε στις 23.2.2017, κατά το χρονικό δε αυτό διάστημα η 1501/2014 απόφαση της Ολομελείας υιοθετήθηκε από τα Τμήματα του Δικαστηρίου σε μικρό αριθμό διαφορών και, συγκεκριμένα, σε μία με αντικείμενο όμοιο με εκείνο που ήχθη ενώπιον της Ολομελείας και που αφορά στην αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις αστυνομικών οργάνων ενεργούντων ως προανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας (ΣτΕ 1330/2016), σε μία με αντικείμενο την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξη δικαστικού οργάνου σχετική με τη διοίκηση της Δικαιοσύνης (ΣτΕ 48/2016 επταμ.), και σε άλλες, των οποίων το αντικείμενο δεν αφορά καν πρόδηλο σφάλμα οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία (ΣτΕ 3783/2014 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα των κρατικών οργάνων εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 4403/2015, η οποία αφορά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα εθνικά διοικητικά όργανα, ΣτΕ 1607/2016, η οποία σε πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την εποπτεία των επενδυτικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 2168/2016 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα συμβολαιογράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης). Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι εκτεθείσες στη σκέψη 7 αρνητικές προϋποθέσεις, οι οποίες έλκουν σε εφαρμογή τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και κωλύουν την άμεση εφαρμογή των κανόνων που προέκυψαν από τη νομολογιακή μεταστροφή. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της. Κατά την εν μέρει συγκλίνουσα προς την πλειοψηφία και εν μέρει μειοψηφούσα γνώμη της Αντιπροέδρου Σ. Χρυσικοπούλου και των Συμβούλων Τ. Κόμβου, Χ. Λιάκουρα και Φ. Γιαννακού, η ένδικη αγωγή αποζημίωσης, που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και απευθύνεται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παράγραφοι 1 και 2 περίπτ. η΄ του ν. 1406/1983 και 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, έχει δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, είναι παραδεκτή και, εξεταζόμενη περαιτέρω, είναι νόμω αβάσιμη. Και τούτο, διότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα ως παράνομη και ζημιογόνος πιο πάνω απόφαση του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να θεμελιώσει αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου με βάση την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, που απαιτεί παρανομία των πράξεων ή των παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της κυριαρχικής Διοίκησης ή της κυριαρχικής εξουσίας του Δημοσίου και εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση της ζημιογόνου δράσης οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης αντικείμενη σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Επομένως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντος ως ουσία αβάσιμη και επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η αγωγή του αντί να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη είχε απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για τον λόγο αυτόν αναιρέσεως, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, δοθέντος ότι η έρευνα των λόγων που προβάλλονται με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης και ανάγονται στο ουσία βάσιμο της έφεσης και της αγωγής προϋποθέτει την εξέταση του πιο πάνω λόγου που αφορά το νόμω βάσιμο της έφεσης και της αγωγής. Μετά δε την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει, κατά τη γνώμη αυτή, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί η έφεση και να απορριφθεί με αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης που κρίνεται εσφαλμένη, εφόσον το απορριπτικό διατακτικό της είναι ορθό, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 98 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Κατόπιν αυτού, εφόσον η αγωγή είναι παραδεκτή, κατά την ίδια γνώμη, δεν ανακύπτει θέμα μεταστροφής της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

10. Επειδή, ενόψει του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση, δέχεται την έφεση του εκκαλούντος – αναιρεσείοντος για τον ίδιο λόγο, εξαφανίζει την 4997/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίπτει την αγωγή του ενάγοντος – αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της παρούσας δίκης, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη στον διάδικο που ηττήθηκε, ούτε για την κατ’ αναίρεση δίκη (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989) ούτε για την κατ’ έφεση ούτε, τέλος, για την πρωτόδικη (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την απόφαση 1107/2017 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αιτήσεως αναιρέσεως.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη για την κατ’ αναίρεση δίκη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Κρατεί την υπόθεση.
Δέχεται την από 11.9.2015 έφεση του …
Εξαφανίζει την απόφαση 4997/2015 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της εφέσεως.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη για την κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Δικάζει την από 12.12.2007 (αριθ. καταθ. δικογράφου 16306/2007) αγωγή του … και την απορρίπτει.
Απαλλάσσει τον ενάγοντα – αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2020.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2021.

Η Πρόεδρος Η Γραμματέας

Ε. Σάρπ

ThanasisΟλομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας 800/2021