ΣτΕ Ολομ. 182/2023 – επανυπολογισμός κύριας σύνταξης

Ο ορισμός του συντάξιμου μισθού ως βάσης επανυπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης των ήδη κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συνταξιούχων, σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου αυτού, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

ΣτΕ Ολομ. 182/2023

Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας, Σύμβουλος Επικρατείας

Με την απόφαση 182/2023 της Ολομέλειας, εκδοθείσα στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης επί προσφυγής-αγωγής συνταξιούχων, πρώην εργαζομένων της Εθνικής Τράπεζας, κρίθηκαν τα εξής:

Ι. Η διαφορετική μεταχείριση των ήδη κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συνταξιούχων (“παλαιών συνταξιούχων”) έναντι των συνταξιοδοτούμενων μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (“νέων συνταξιούχων”) ως προς το τι λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης παρίσταται δικαιολογημένη, λόγω των διαφορετικών προϋποθέσεων υπό τις οποίες συνταξιοδοτήθηκαν οι παλαιοί συνταξιούχοι σε σύγκριση προς τους εφεξής συνταξιοδοτούμενους. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των ασφαλισμένων που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την ημερομηνία έναρξης του νέου τρόπου υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, συνταξιοδοτούνται με το αυξημένο όριο ηλικίας ή και τις αυξημένες προϋποθέσεις χρόνου ασφάλισης του ν. 4336/2015. Εξάλλου, η διαφορετική μεταχείριση παλαιών και νέων συνταξιούχων ως προς τις συντάξιμες αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, στηριζόμενη στον αρκούντως αντικειμενικό παράγοντα του χρόνου αποχώρησης από την υπηρεσία, δεν παραβιάζει την κατοχυρωμένη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος  αρχή της ισότητας.

 

ΙΙ. Ο ορισμός του συντάξιμου μισθού ως βάσης επανυπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης των παλαιών συνταξιούχων δεν συνιστά περιορισμό ή δυσμενές μέτρο επί των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων, καθόσον πρόκειται για τον συντάξιμο μισθό επί του οποίου, για όλα τα προηγούμενα του ν. 4387/2016 έτη, έχουν υπολογισθεί οι ήδη χορηγηθείσες συντάξεις τους, οι δε προσφεύγοντες-ενάγοντες δεν ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από την κρίσιμη διάταξη του άρθρου 33 του ν. 4387/2016 περικοπή στο ποσό της κύριας σύνταξης που ελάμβαναν, αλλά επιδιώκουν την αύξησή της. Εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλυόταν από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, θεσπίζοντας τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4387/2016, να ορίσει ως βάση υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους των κύριων συντάξεων των νέων συνταξιούχων τον μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου, ούτε επιβαλλόταν από τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις να προβλεφθεί νομοθετικώς η ίδια ρύθμιση και ως προς τους ήδη κατά τη δημοσίευση του νόμου συνταξιούχους. Επομένως, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες δεν είχαν κεκτημένο δικαίωμα για επανυπολογισμό των κύριων συντάξεών τους βάσει του μέσου όρου των αποδοχών του ασφαλιστικού τους βίου, δεδομένου ότι με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. προστατεύεται το δικαίωμα προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται κάθε φορά από το εθνικό δίκαιο, και όχι το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού ούτε η προσδοκία για τη χορήγηση μελλοντικών αυξήσεων στις ήδη καταβαλλόμενες παροχές βάσει νέου συστήματος συνταξιοδότησης. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης ούτε του άρθρου 17 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α..

ΙΙΙ. Με την ειδική παρέμβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 παραδεκτώς προβάλλονται λόγοι που αφορούν το ίδιο γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της συγκεκριμένης πρότυπης δίκης και την ίδια διάταξη, έστω και αν δεν ταυτίζονται με εκείνους που προβάλλει αυτός που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο που εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης (μειοψηφία δύο Συμβούλων και ενός Παρέδρου).

ΙV. Ο ισχυρισμός ότι η βάση υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης που εισάγει το άρθρο 33 του ν. 4387/2016 αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι περιάγει τους παλαιούς συνταξιούχους του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (Τ.Σ.Π.-Ε.Τ.Ε.) σε δυσμενέστερη θέση έναντι των παλαιών συνταξιούχων των λοιπών φορέων κύριας ασφάλισης που εντάχθηκαν στον e-Ε.Φ.Κ.Α., η σύνταξη των οποίων υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο παρά το ότι οι τελευταίοι κατέβαλλαν λιγότερες εισφορές, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, διότι με αυτόν δεν προσδιορίζεται έναντι ποιων συγκεκριμένα κατηγοριών συνταξιούχων συντρέχει εν προκειμένω ανισότητα, δεδομένου ότι ρυθμίσεις αντίστοιχες με αυτές του Καταστατικού του Τ.Σ.Π.-Ε.Τ.Ε. ως προς τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών και των συντάξιμων αποδοχών ίσχυσαν σε πλείονα ταμεία. Εξάλλου, είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της ίδρυσης ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων επί τη βάσει ενιαίων κανόνων. Όπως έχει δε κριθεί, προκειμένου περί ασφαλισμένων στον ίδιο μεν οργανισμό προερχομένων όμως από συγχώνευση διαφορετικών ασφαλιστικών φορέων, η τήρηση της αρχής της ισότητας ελέγχεται μόνο καθόσον αφορά την εξασφάλιση ελάχιστου καθεστώτος ισοδύναμης ασφαλιστικής προστασίας και, συνεπώς, δια της θέσπισης κοινής βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών παροχών των εντασσόμενων σε ενιαίο φορέα ασφαλισμένων δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας εφόσον αυτή γίνεται επί τη βάσει αρκούντως αντικειμενικών παραγόντων, όπως είναι ο χρόνος αποχώρησης από την υπηρεσία και υποβολής του αιτήματος για συνταξιοδότηση.

  1. Ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων και ο καθορισμός των αποδοχών που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη για τον υπολογισμό αυτό επαφίεται στον νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Kατά τη ρύθμιση δε των θεμάτων αυτών, οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί. Εξάλλου, οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, έκφανση της οποίας είναι και η αρχή της ανταποδοτικότητας, επιβάλλουν μεν την ύπαρξη μιας στοιχειώδους αναλογίας μεταξύ των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών βάσει των συνολικών αποδοχών του και των καταβαλλομένων σ’ αυτόν παροχών, δεν απαιτείται, όμως, η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ούτε επιβάλλεται ο καθορισμός του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών και των ασφαλιστικών παροχών επί της ίδιας βάσης. Πέραν των ανωτέρω, στο άρθρο 30 του ν. 4387/2016, το οποίο εφαρμόζεται και κατά τον επανυπολογισμό των συντάξεων σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου (βλ. παρ. 1 του άρθρου αυτού), ορίζεται  ότι, σε περίπτωση συνταξιούχων που κατέβαλαν υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος εισφορές ανώτερες από τις προβλεπόμενες στο κοινό καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας εκ του ότι η βάση υπολογισμού που εισάγει το άρθρο 33 του ν. 4387/2016 για το ανταποδοτικό μέρος της κύριας σύνταξης των παλαιών συνταξιούχων δεν λαμβάνει υπόψη το σύνολο των αποδοχών επί των οποίων κατέβαλλαν εισφορές κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου, παρά μόνο μέρος αυτών που αντιστοιχεί στον συντάξιμο μισθό.
  2. Η θέσπιση του συντάξιμου μισθού ως βάσης υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων δεν συνιστά αφ’ εαυτής “de facto περικοπή” των συντάξεών τους, όπως αβασίμως προβάλλεται, προεχόντως διότι πρόκειται για τον συντάξιμο μισθό επί του οποίου είχαν υπολογισθεί οι ήδη χορηγηθείσες συντάξεις τους, περαιτέρω δε διότι, ακόμα και αν επήλθε εν τοις πράγμασι περικοπή των κύριων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, η περικοπή αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί με μόνο κριτήριο τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού ως βάσης υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, καθόσον, αφενός μεν η κύρια σύνταξη (φερόμενη προς σύγκριση με την καταβαλλόμενη προ του ν. 4387/2016) προκύπτει ως το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, αφετέρου δε ο συντάξιμος μισθός αποτελεί μία μόνον εκ των παραμέτρων βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη. Οι λοιπές δε παράμετροι (χρόνος ασφάλισης, ποσοστά αναπλήρωσης, συντελεστής προσαύξησης λόγω καταβολής αυξημένων εισφορών, ανώτατο όριο μηνιαίας κύριας σύνταξης κ.λπ.) δεν αποτελούν αντικείμενο της συγκεκριμένης πρότυπης δίκης.

VII. Aπό καμία διάταξη δεν επιβάλλεται η σύνταξη εμπεριστατωμένης μελέτης ειδικώς για τη θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης, η δε ανάγκη που υπαγόρευσε τη σχετική επιλογή του νομοθέτη αιτιολογείται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ως εκ της έλλειψης διαθέσιμων στοιχείων των εντασσόμενων στον e-Ε.Φ.Κ.Α. ταμείων ως προς τις αποδοχές των τέως ασφαλισμένων καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 33 και 28 του ν. 4387/2016, ως προς το τι λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του ανταποδοτικού τμήματος της κύριας σύνταξης, επαναλήφθηκαν και στον ν. 4670/2020, του οποίου προηγήθηκε αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και ειδική επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιά, οι οποίες συντάχθηκαν για την τεκμηρίωση αφενός μεν της βιωσιμότητας του νέου ασφαλιστικού φορέα, αφετέρου δε της επάρκειας των χορηγηθεισών συντάξεων προς τους συνταξιούχους σε ύψος που εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωσή τους. Επομένως, ελήφθη υπόψιν και η συγκεκριμένη διαφοροποίηση μεταξύ νέων και παλαιών συνταξιούχων.

ThanasisΣτΕ Ολομ. 182/2023 – επανυπολογισμός κύριας σύνταξης