ΣτΕ Ολομ. 359/2020 ne bis in idem

Λαθρεμπορία. Επιβολή πολλαπλού τέλους. Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ne bis in idem σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Η διάταξη αυτή αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αποκλείει την επιβολή από τη Διοίκηση χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ακόμα κι αν έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Αν προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείεται η θέσπιση και η εφαρμογή διατάξεων από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη, ενώ τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Αντίθετη μειοψηφία. Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να εξεταστεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών, διοικητικής και ποινικής. Συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. Η αρχή ne bis in idem αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ και έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους, μετά την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου. Δεν συντρέχει περίπτωση διατυπώσεως προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, ούτε παραπομπής στο ΑΕΔ. Το δικάσαν
Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Κατά την μειοψηφία η επιβολή της κύρωσης αντίκειται στο άρθρο 96 του Συντάγματος. Δεκτές η αναίρεση, η έφεση και η προσφυγή όσον αφορά την επιβολή πολλαπλού τέλους, παραπομπή της υπόθεσης στο Τμήμα όσον αφορά την επιβολή των διαφυγόντων δασμών και φόρων (αναιρεί την αριθμ. 168/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την αριθ. 1771/2019 απόφαση του ΣτΕ.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Ε. Νίκα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Ηλ. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ελ. Παπαδημητρίου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Ι. Σπερελάκης, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Ι. Δημητρακόπουλος, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηλ. Μάζος και Α. Σδράκα καθώς και η Πάρεδρος Ε. Τζιράκη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν.
3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 30ή Απριλίου 2009 αίτηση:

της ………του ………, κατοίκου Αθηνών (……), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Ζωή Ζουγανέλη (Α.Μ. ………), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών και ήδη αρμοδιότητος Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με τον Διονύσιο Χειμώνα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της υπ’ αριθ. 1771/2019 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 168/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αναιρεσείουσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο της αναιρεσίβλητης Αρχής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το κατά νόμον παράβολο (2436134-7/2009, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου) και εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της 1771/2019 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, ζητείται η αναίρεση της 168/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1923/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 52/02/6.9.2002 πράξεως της Διευθύντριας του Ε΄ Τελωνείου Πειραιώς, περί καταλογισμού εις βάρος της, ως υπαίτιας λαθρεμπορίας, πολλαπλών τελών 221.938,59 ευρώ, καθώς και διαφυγόντων δασμών και φόρων 73.979,53 ευρώ, έγινε δεκτή μόνον ως προς το ύψος των πολλαπλών τελών, τα οποία, κατά μεταρρύθμιση της πράξεως, περιορίσθηκαν σε 155.000 ευρώ.
  2. Επειδή, με την ως άνω 1771/2019 απόφαση του Β΄ Τμήματος παραπέμφθηκε η παρούσα υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου για την επίλυση ζητημάτων ερμηνείας του άρθρου 96 του Συντάγματος και της αρχής ne bis in idem.
  3. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε επίκληση των διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 2, 97 παρ. 3 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918), έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυπταν τα ακόλουθα (τρίτη σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως): «Στις 28-3-2000 η εκκαλούσα [ήδη αναιρεσείουσα] έμπορος εισαγωγέας κατέθεσε στην εφεσίβλητη τελωνειακή αρχή μέσω […] εκτελωνιστή […] την 16998/2000 διασάφηση εισαγωγής 905 χαρτοκιβωτίων με 902.800 αναπτήρες τσέπης αερίου προέλευσης Ινδονησίας. Για τον τελωνισμό των εμπορευμάτων αυτών κατατέθηκε συνημμένα με τη διασάφηση αυτή το ……/27-1-2000 τιμολόγιο του οίκου … και το πιστοποιητικό Form A 3718/jakut/2000/222-2000 του εμπορικού τμήματος του Υπουργείου Βιομηχανίας στη Τζακάρτα για τη βεβαίωση της ινδονησιακής καταγωγής τους, με την ένδειξη «issued retroactively», δηλαδή εκδοθέν εκ των υστέρων. Περαιτέρω, αφού καταβλήθηκαν δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις μειωμένες λόγω της ινδονησιακής καταγωγής των εμπορευμάτων, εκδόθηκε το …/28-3-2000 αποδεικτικό είσπραξης – άδεια παράδοσης τελωνισμένων εμπορευμάτων και παρελήφθησαν τα εμπορεύματα αυτά από τον εκτελωνιστή της εκκαλούσης. Η χαμηλή όμως τιμολογιακή αξία των εν λόγω προϊόντων δημιούργησε στη διάδικη αρχή υποψίες ως προς την καταγωγή τους. Για το λόγο αυτό υποβλήθηκε αίτημα για επαλήθευση της γνησιότητας του ανωτέρω πιστοποιητικού προς τις ινδονησιακές αρχές, οι οποίες ενημέρωσαν τις ελληνικές αρχές ότι το πιστοποιητικό δεν ήταν αυθεντικό […]. Στη συνέχεια, για τη διαπίστωση της καταγωγής των εμπορευμάτων έγινε επιτόπιος έλεγχος στην επιχείρηση της εκκαλούσης στις 15-12-2000, όπου διαπιστώθηκε: α) ότι της είχε σταλεί στις 16-3-2000 fax από την εταιρία «…» που είχε αναλάβει την ένδικη μεταφορά των εμπορευμάτων στην Ελλάδα «βεβαίωση αναμενόμενης άφιξης ναύλου» στον Πειραιά στις 17-3-2000 που αφορούσε το ένδικο φορτίο, το οποίο, όμως, κατά ρητή αναγραφή στο έγγραφο αυτό, είχε αποσταλεί από την κινεζική εταιρία … από το Hong Kong και β) ότι στο ……/27-3-2000 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ανωτέρω μεταφορικής εταιρίας προς την εκκαλούσα για την
    ένδικη μεταφορά αναγραφόταν ως αποστολέας η ανωτέρω κινεζική εταιρία και ως λιμάνι φόρτωσης το Hong Kong. Εξάλλου, το αυτό λιμάνι φόρτωσης των ένδικων εμπορευμάτων αναφέρεται και στην …/24-3-2000 σχετική διατακτική, με την οποία παραλήφθηκε το ένδικο φορτίο. Ακολούθως, μετά από έλεγχο στο σχετικό φάκελο που τηρούσε η μεσολαβήσασα τράπεζα
    διαπιστώθηκε ότι η πληρωμή του σχετικού τιμολογίου έγινε με έμβασμα απευθείας στο όνομα της εταιρίας … και όχι στο όνομα της εταιρίας … που είχε εκδώσει το σχετικό τιμολόγιο […].
    Στη συνέχεια, στις 18-1-2002 κατατέθηκε από την εκκαλούσα στη διάδικη αρχή, σε αντικατάσταση του ανωτέρω πλαστού πιστοποιητικού, το 45791/jkt/2001 Form A πιστοποιητικό για την ινδονησιακή προέλευση 905 χαρτοκιβωτίων με αναπτήρες αερίου, που εκδόθηκε στις 26-10-2001 από την επαρχιακή υπηρεσία του υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου της Τζακάρτα, με την ένδειξη «issued retroactively», δηλαδή εκδοθέν εκ των υστέρων. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο ως άνω πιστοποιητικό, τα παραπάνω εμπορεύματα αποστέλλονται από την εταιρία … στην εκκαλούσα με πλοίο από τη Τζακάρτα στον Πειραιά στις 26-10-2001, για τη συναλλαγή δε αυτή εκδόθηκε στις 24-10-2001 το …/2001 σχετικό τιμολόγιο. Ενόψει των ανωτέρω, ο έλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ένδικα εμπορεύματα είχαν αποσταλεί και κατάγονταν από την Κίνα και όχι από την Ινδονησία, και επομένως δεν μπορούσαν να τύχουν προτιμησιακής δασμολογικής μεταχείρισης. Κατόπιν αυτών, η τελωνειακή αρχή δέχθηκε ότι η εκκαλούσα εισαγωγέας με τις παραπάνω μεθοδεύσεις πέτυχε να εισαγάγει στη χώρα εμπορεύματα για τα οποία κατέβαλε μικρότερες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις κατά 25.208.524 δρχ. Στη συνέχεια, μετά την απολογία της εκκαλούσης, εκδόθηκε η 52/02/6-9-2002 καταλογιστική πράξη, με την οποία χαρακτηρίζεται η ανωτέρω ενέργεια της εκκαλούσης ως λαθρεμπορία και επιβλήθηκαν σε βάρος της πολλαπλά τέλη 221.938,58 ευρώ πλέον 2% Τ.Χ. και 20% Ο.Γ.Α. επί Τ.Χ. και διαφυγόντες δασμοί και φόροι συνολικού ύψους 73.979,53 ευρώ, αφού δεν είχαν κατασχεθεί τα ένδικα εμπορεύματα. Προσφυγή της […] εκκαλούσης έγινε εν μέρει δεκτή και μειώθηκε στο διπλάσιο των ανωτέρω διαφυγόντων δασμών το ανωτέρω πολλαπλό τέλος». Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι είχε αθωωθεί αμετακλήτως από τις αντίστοιχες ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την ίδια υπόθεση, με την ΒΤ 3464/2004 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Η έφεση απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, κρίθηκε ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε την αποδοθείσα σε αυτή λαθρεμπορία με το τέχνασμα της κατάθεσης ψευδούς διασαφήσεως και μη γνήσιου πιστοποιητικού καταγωγής, με το οποίο πέτυχε να εισαγάγει στη χώρα εμπορεύματα κινεζικής καταγωγής ως δήθεν ινδονησιακής καταγωγής με συνέπεια να καταβάλει δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις κατά 73.979,53 ευρώ μικρότερες των οφειλομένων κατά νόμο και ότι, ως εκ τούτου, ορθώς επιβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα πολλαπλά τέλη στο κατώτατο εκ του νόμου όριο, καθώς και οι διαφυγούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις.
  4. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 89 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ Α΄ 73), που προστέθηκε με το άρθρο 3 του α.ν. 1514/1950 (ΦΕΚ Α΄ 240), ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1591/1950 (ΦΕΚ Α΄ 295), «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται […] η καθ’ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσι δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου, και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Στην παρ. 1 του άρθρου 100 του ιδίου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 (ΦΕΚ Α΄ 495), ορίζεται ότι: «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον». H κατά το άρθρο 100 λαθρεμπορία (όπως και η απόπειρα λαθρεμπορίας) τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στα άρθρα 102 επόμ. του ιδίου Κώδικα. Περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του α.ν. 1514/1950 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (ΦΕΚ Α΄ 337), ορίζεται ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επομ. του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενο ταύτης δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων εν συνόλω, δια πάντας τους συνυπαιτίους. […]». Τέλος, στην παρ. 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του α.ν. 1514/1950, ορίζεται ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν», στο δε άρθρο 5 παρ. 2 εδάφ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ήτοι, πριν από την αντικατάσταση της εν λόγω παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄ 240), ορίζεται ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη». Από τον συνδυασμό των προμνησθεισών διατάξεων των παραγράφων 2 του άρθρου 89 και 3 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα προς την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου 97 αυτού, (προστεθείσα με το άρθρ. 4 του ν. 1514/1950) καθώς και προς τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως της τελωνειακής παραβάσεως, που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Η αυτοτέλεια των δύο διαδικασιών (ποινικής και διοικητικής) έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν ετελέσθη η διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη (βλ. ΣτΕ 990/2004 Ολομ., 1522/2010 επταμ., 2067/2011 επταμ., 1741/2015 Ολομ. κ.ά.).
  5. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ότι: «Κανένας δεν μπορεί να

διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών του κράτους δικαίου και του δεδικασμένου, καθώς και των συναφών, επίσης θεμελιωδών, αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων (βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. – πρβλ. ΔΕΕ 3.4.2019, C-617/17, Powszechny Zak?ad Ubezpiecze? na ?ycie S.A., σκ. 33), απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως: βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκ. 97-98) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., ΣτΕ 951/2018 επταμ., 175/2018, 2987/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ. κ.ά.). Συνακόλουθα, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 2987/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ. κ.ά.), ενόψει και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009 (13079/03), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος της 30.4.2015 3453/12, 42941/12 και 9028/13), Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 (66602/09) και Α and Β κατά Νορβηγίας της 15.11.2016 (24130/11 29758/11), το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία.

  1. Επειδή, η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπιστώσεως των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στον νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοικήσεως, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Εξάλλου, το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος ουδόλως αποκλείει την επιβολή από τη Διοίκηση (υπό τον προαναφερόμενο έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων) χρηματικών κυρώσεων (που δεν έχουν τον χαρακτήρα στερητικών της ελευθερίας ποινών), για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ακόμα κι αν τέτοιες διοικητικές κυρώσεις έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία της μείζονος συνθέσεως, αφενός, του ΕΔΔΑ και, αφετέρου, του ΔΕΕ, (βλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 28.6.2018, G.I.E.M. S.r.l. και άλλοι κατά Ιταλίας, 1828/06 κ.λπ., σκέψεις 253-254 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 28-33 και 44-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψεις 34-35) η ΕΣΔΑ και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, αντίστοιχα, ουδόλως απαγορεύουν την επιβολή από διοικητικές αρχές των Κρατών Μελών χρηματικών κυρώσεων για φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις και, συνεπώς, δεν ανακύπτει ζήτημα – φιλικής ή εναρμονισμένης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο – ερμηνείας του ημεδαπού Συντάγματος προς την κατεύθυνση που υποστηρίζει η μειοψηφία. Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τελέσεως, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση)κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στον δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στον νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος φόρου ή δασμού, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσεως της ουσίας της υποθέσεως από τον διοικητικό δικαστή, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοικήσεως (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 680/2017 επταμ.). Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείουν τη θέσπιση και την εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ) από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Πάντως, τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξεως, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακυρώσεως ή της τροποποιήσεώς της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ.). Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Κων. Κονιδιτσιώτου, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής άποψη: Στο άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι.». Κάνοντας δε λόγο για «τιμωρία των εγκλημάτων», αναφέρεται ο συνταγματικός νομοθέτης στην ταυτόσημη έννοια της επιβολής εκείνων από τις εν γένει κυρώσεις που φέρουν τον χαρακτήρα «ποινής» κατά την ποινική επιστήμη και το δόγμα του ποινικού δικαίου, των κυρώσεων δηλαδή εκείνων που, προβλεπόμενες για φυσικά πρόσωπα, εκφράζουν ιδιαίτερη κοινωνική αποδοκιμασία για τον δράστη ορισμένης παράβασης, όπως αυτό συνάγεται (αν δεν δηλώνεται ευθέως με τον ρητό χαρακτηρισμό τους στον νόμο ως «ποινικών») κυρίως από τη φύση και τη σοβαρότητά τους, όπως και από τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης για την οποία θεσπίζονται. Με βάση τα κριτήρια αυτά -ανάλογα προς τα κριτήρια Engel-, κυρώσεις οι οποίες κατά την ουσία τους είναι ποινικές, απαιτείται από την ως άνω συνταγματική διάταξη, λόγω ακριβώς της ιδιάζουσας σοβαρότητάς τους και των συνεπειών τους για το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλονται, να καταγιγνώσκονται, όταν συντρέχει περίπτωση, υπό τις αυξημένες εγγυήσεις της ποινικής δίκης, από τα αρμόδια -και εξειδικευμένα για τη διάγνωση των πραγματικών προϋποθέσεων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της οικείας παράβασης- ποινικά δικαστήρια και, επομένως, η ανάθεση της επιβολής τους σε όργανα διοικητικά, ακόμα κι αν αφορούν παραβάσεις διοικητικών νόμων, θα ήταν αντισυνταγματική (Βλ. και Π.Ε. ΣτΕ 920/1980, καθώς και επιχείρημα από την παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου 96 Συντ., κατά την οποία μόνον ορισμένες, περιοριστικά αναφερόμενες [ποινικές] κυρώσεις μπορούν να ανατίθενται σε διοικητικές αρχές, και πάλι με πρόβλεψη έφεσης στο ποινικό δικαστήριο). Ως εκ τούτου, άλλωστε, καθώς δεν καταλείπεται, από την ανωτέρω άποψη, έδαφος για διπλή ποινική δίωξη και τιμωρία του αυτού αδικήματος (από ποινικό δικαστήριο και διοικητικό όργανο), η έννομη τάξη, υπό την εν λόγω συνταγματική αντίληψη, παρίσταται πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιώδη για τα ανθρώπινα δικαιώματα αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στις προπαρατεθείσες διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και η οποία, πάντως, αρχή, και κατά τη μειοψηφούσα αυτή άποψη, θα ήταν εφαρμοστέα επί ποινών, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, επιβαλλόμενων από διοικητικά όργανα, υπό την εκδοχή ότι τέτοια επιβολή θα ήταν συνταγματικά επιτρεπτή). Κατά τα λοιπά, ο κοινός νομοθέτης, για την αποτελεσματική
    επιδίωξη από τη Διοίκηση των δημόσιων σκοπών, όπως η αντιμετώπιση της δασμοφοροδιαφυγής, μπορεί ασφαλώς να αναθέτει σε διοικητικά όργανα την επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες των οικείων κανόνων, ενόσω όμως οι κυρώσεις αυτές δεν προσλαμβάνουν, κατά τα προεκτεθέντα, ποινικό χαρακτήρα.
  2. Επειδή, σε σχέση με την πρώτη των προαναφερόμενων (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ (αναγόμενη στο “bis”), η ευρεία σύνθεση του ΕΔΔΑ, με την από 15.11.2016 απόφασή της στην υπόθεση Α and Β κατά Νορβηγίας, (α) έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παραβάσεως και, μάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού και (β) θεώρησε ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να εξεταστεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως, (i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά τον νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διάδρασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στη μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (iv) εάν η κύρωση που επιβάλλεται στη διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθ’ ου υπέρμετρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό τη διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζόμενων ποινών. Συναφώς, το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις που είχαν κριθεί με τις αποφάσεις του Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας και Σισμανίδης κατά Ελλάδας ως παραδείγματα περιπτώσεων ελλείψεως τέτοιου ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνοντας ότι, στις υποθέσεις αυτές, παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαριά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά. Ειδικότερα, η έλλειψη συνδρομής (αρκούντως) στενού ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας και δίκης επιβολής κυρώσεων για παράβαση λαθρεμπορίας όπως η αποδοθείσα στην αναιρεσείουσα προκύπτει από το ότι (Α) οι δύο επίμαχες διαδικασίες προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία (βλ. ανωτέρω σκέψη 4) ως αυτοτελείς μεταξύ τους (με εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., την περίπτωση, που δεν συντρέχει σε υπόθεση όπως η κρινόμενη, της αμετάκλητης καταδίκης για το ποινικό αδίκημα), με περαιτέρω συνέπεια η κύρωση που τυχόν επιβάλλεται στη μία διαδικασία να μην λαμβάνεται, κατά τον νόμο, υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής που καταλογίζεται στην άλλη διαδικασία, (Β) οι δύο επίμαχες διαδικασίες/δίκες καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κατόπιν διαφορετικής εκτιμήσεως από τον ποινικό και από τον διοικητικό δικαστή της ουσίας της υποθέσεως (περί της τελέσεως ή μη της παραβάσεως από το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει κινηθεί εκάστη διαδικασία, όπως συνέβη και εν προκειμένω), (Γ) το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα ορίζει με τον ίδιο τρόπο την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας και το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το δε πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας έστω κι αν θεωρηθεί ότι στοχεύει, σε κάποιο βαθμό, και στην κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει το κράτος για τον εντοπισμό των παραβάσεων λαθρεμπορίας: βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015) έχει ως βασικό σκοπό, όπως και η αντίστοιχα προβλεπόμενη ποινική κύρωση, τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον τέτοιων παραβάσεων (προς εξασφάλιση του δημοσιονομικού συμφέροντος του Κράτους και της τηρήσεως της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δια της πληρωμής/εισπράξεως των οικείων δασμών και φόρων) όσο και τον κολασμό του παραβάτη, ο οποίος μπορεί να είναι μόνο φυσικό (όχι και νομικό) πρόσωπο, δεδομένου ότι, για την επιβολή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται να του καταλογισθεί άμεσος δόλος σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων, τα ανωτέρω δε στοιχεία
    επιρωννύουν τη θέση ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς που αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., σκ. 6 και 680/2017 επταμ., σκ. 17). Επιπλέον, σε υπόθεση όπως η κρινόμενη δεν στοιχειοθετείται ούτε αρκούντως στενός χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο επίμαχων διαδικασιών επιβολής κυρώσεων, δεδομένου ότι η ποινική δίκη έχει περατωθεί αμετακλήτως προ δεκαπενταετίας (βλ. κατωτέρω σκέψη 9) και η διοικητική δίκη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, με την έκδοση αποφάσεως επί της σχετικής αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ., ιδίως, ΕΔΔΑ 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, σκ. 134 και ΕΔΔΑ 9.6.2016, Σισμανίδης κατά Ελλάδος, σκ. 43).
    Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συντρέχει, εν προκειμένω, η ως άνω πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.
  3. Επειδή, όσον αφορά τη δεύτερη των παραπάνω προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, έχει κριθεί, τόσο από το ΕΔΔΑ όσο και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας σημαντικού ύψους (ανερχόμενου σε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ), όπως τα επίδικα (βλ. αναλυτικά ΣτΕ 1992/2016 επταμ. σκ. 21 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ και του παρόντος Δικαστηρίου). Και τούτο, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη (i) του ύψους των (επαπειλούμενων και επιβαλλόμενων) πολλαπλών τελών, τα οποία ανέρχονται σε ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό (τουλάχιστον 200%) των διαφυγόντων δασμών και φόρων, (ii) του χαρακτήρα τους ως διοικητικών κυρώσεων, για παραβάσεις της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας, με βασικό σκοπό τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον παρόμοιων παραβάσεων φοροδιαφυγής όσο και τον κολασμό του παραβάτη, (iii) του ότι η τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας προβλέπεται από τον νόμο ως διοικητικό αδίκημα, για τον καταλογισμό του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος του παραβάτη – φυσικού προσώπου, σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων, οι οποίοι καταλογίζονται χωριστά και δεν περιλαμβάνονται στο επιβαλλόμενο πολλαπλό τέλος (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ. σκ. 21, με παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ και του Συμβουλίου της Επικρατείας). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συντρέχει, εν προκειμένω, η ως άνω (βλ. σκέψη 5) δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.
  4. Επειδή, αναφορικά με την τρίτη και την τέταρτη των προεκτεθεισών ανωτέρω σκέψη 5) προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, παρατηρείται ότι (α) η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε με την έφεσή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ότι είχε αθωωθεί αμετακλήτως από τις αντίστοιχες ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την ίδια υπόθεση, με την ΒΤ 3464/2004 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο είχε κρίνει ότι το εκ των υστέρων εκδοθέν πιστοποιητικό καταγωγής του επίμαχου εμπορεύματος επιβεβαίωνε την προέλευσή του από την Ινδονησία και, ως εκ τούτου, την ορθή υπαγωγή του σε προνομιακό δασμολογικό καθεστώς, με συνέπεια να μην προξενηθεί οικονομική ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο, (β) όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η αναιρεσείουσα προσκόμισε παραδεκτώς ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου αντίγραφο της ως άνω αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, βεβαίωση περί καταχωρίσεως της αποφάσεως αυτής την 25.6.2004 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 του ν. 969/1979, καθώς και το από 17.9.2004 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Αρείου Πάγου περί μη ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, και (γ) όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του, ως στοιχείο του πραγματικού της υποθέσεως, και την κατά τα ανωτέρω προβληθείσα απαλλαγή της αναιρεσείουσας από τις ποινικές κατηγορίες, με την αμετάκλητη ΒΤ 3464/2004 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, λόγω προελεύσεως των επίμαχων εμπορευμάτων από την Ινδονησία. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει, εν προκειμένω, η συνδρομή και των δύο τελευταίων προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.
  5. Επειδή, η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ), η
    οποία έχει πλέον ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (2000/C 364/01 – στο εξής, Χάρτης) και βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου κατά τη θέσπιση και επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ Ολομ.1741/ 2015, 1887/2018 επταμ.). Η ανωτέρω αρχή του ενωσιακού δικαίου και το άρθρο 50 του Χάρτη έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 1102-1104/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 60-62), λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι (α) κατά τους ανωτέρω κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, ο “ποινικός” χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εκτιμάται βάσει κριτηρίων παρόμοιων με τα κριτήρια Engel που έχει υιοθετήσει το ΕΔΔΑ και, κατ’ ακολουθίαν, έχουν “ποινική” φύση διοικητικά πρόστιμα σημαντικού ύψους, όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος, που επιβάλλονται για την αποτροπή και την καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-514/15, Menci, σκ. 26-33) και (β) κατά την ως άνω γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και τα άρθρα 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη, η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή τέτοιου (“ποινικής” φύσης) διοικητικού προστίμου βαίνει, κατ’ αρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολεμήσεως της δασμοφοροδιαφυγής και της εισπράξεως των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκ. 33-34 και 41-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52), είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52). Ειδικότερα, σε υπόθεση τελωνειακής παραβάσεως λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους, μετά την έκδοση τέτοιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, ενόψει και του ότι (i) οι δύο επίμαχες “ποινικές” διαδικασίες επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς (και όχι πρόσθετους) σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνομης συμπεριφοράς (βλ. ανωτέρω σκέψη 7, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκ. 42-44 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 44-45), και (ii) το οικείο νομοθετικό πλαίσιο (βλ. ανωτέρω σκέψη 4) δεν περιέχει κανόνες (εκτός της δεσμεύσεως του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, όσον αφορά την ενοχή του δράστη), οι οποίοι να διασφαλίζουν συντονισμό των δύο διαδικασιών, προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται για τους καθ’ ων η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 52-55).
  6. Επειδή, η έννοια της ανωτέρω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου, καθώς και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, όσον αφορά τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, όπως το επίδικο πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας, είναι τόσο σαφής (ιδίως, ενόψει της προαναφερόμενης αποφάσεως Menci του ΔΕΕ), ώστε να μην συντρέχει περίπτωση διατυπώσεως σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
    Άλλωστε, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση παραπομπής του αντίστοιχου ερμηνευτικού ζητήματος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (συνεπεία της -αντίθετης προς τα κρινόμενα με την παρούσα- αποφάσεως 938/2016 του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος, κατά την αληθή έννοια της οποίας, ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος συμπεριλαμβανομένης της ερμηνευτικής δηλώσεως αυτού) και σε αρμονία με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. ΑΕΔ 29/1999, σκέψη 4, σε συνδυασμό με ΣτΕ Ολομ. 3470/2011, σκέψη 9), εφόσον ζήτημα ερμηνείας κανόνα του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη επιλυθεί, κατά τρόπο σαφή, από το ΔΕΕ, δεν δρύεται αρμοδιότητα του ΑΕΔ για άρση της ερμηνευτικής αντιθέσεως που προκύπτει από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, οι οποίες αφορούν στον ίδιο ενωσιακό κανόνα, που ισχύει στην εθνική έννομη τάξη βάσει ημεδαπού τυπικού νόμου (όπως του ν. 3671/2008, Α΄ 129, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ή του ν. 2077/1992, Α΄ 136, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση).
    Δεδομένου, δε, ότι (i) σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη ΘΔΕΕ και τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, στον βαθμό που ο Χάρτης αυτός περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι, κατ’ αρχήν, ίδιες με εκείνες που αποδίδει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, (ii) η έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987) 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αναφορικά με τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, ταυτίζεται κατ’ ουσίαν, ως προς το αντίστοιχο ζήτημα, με εκείνη της ως άνω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, καθόσον προσεγγίζεται βάσει των αυτών κριτηρίων (βλ. παραπάνω σκέψεις 5, 8, 10), και (iii) η επίμαχη έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ είναι σαφής, ιδίως, ενόψει της προαναφερόμενης νομολογίας του ΕΔΔΑ (βλ. ανωτέρω σκέψεις 5 και 8 και, αναλυτικά, ΣτΕ 1992/2016 επταμ., σκέψη 21), δεν συντρέχει, περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 28 του Συντάγματος (συμπεριλαμβανομένης της ερμηνευτικής δηλώσεως αυτού), ούτε περίπτωση παραπομπής του σχετικού ζητήματος ερμηνείας της ως άνω διατάξεως της ΕΣΔΑ στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω της -αντίθετης προς τα κρινόμενα με την παρούσα- αποφάσεως 938/2016 του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στην οποία, άλλωστε, δεν αναφέρεται η από 30.4.2015 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος.
  7. Επειδή, με το από 2.2.2018 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναιρέσεως (με το οποίο συμπληρώθηκε το κύριο δικόγραφο της υπό κρίση παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως) προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εφάρμοσε, εν προκειμένω, τη ρύθμιση του Τελωνειακού Κώδικα περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική δίκη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και, περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη αμετάκλητη ΒΤ 3464/2004 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκέψεις 7-10), ο παραπάνω λόγος κρίνεται βάσιμος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος της αναιρεσείουσας του επίμαχου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας. Δεδομένου, δε, ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο τη διακρατεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1923/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαφανίζει την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της επιβολής σε βάρος της πολλαπλού τέλους, περαιτέρω, δε, δικάζει και δέχεται, για τον ίδιο λόγο, εν όλω το αντίστοιχο σκέλος της προσφυγής και ακυρώνει
    την 52/02/6.9.2002 καταλογιστική πράξη της Διευθύντριας του Ε΄ Τελωνείου Πειραιώς, ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα πολλαπλό τέλος. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα ως άνω άποψη του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη και της Συμβούλου Κων. Κονιδιτσιώτου, η επίδικη, κατά τον Τελωνειακό Κώδικα κύρωση της επιβολής πολλαπλών τελών, προβλεπόμενη για την παράβαση της λαθρεμπορίας, η σοβαρότητα της οποίας, πέραν των άλλων, καταδεικνύεται και από το ότι καταστρώνεται στον νόμο, υπό την αυτή κατά βάση μορφή, και ως έγκλημα, και συνιστάμενη (η κύρωση) δυνητικά (εν προκειμένω δε και κατά το επιβληθέν ποσό) σε επιβάρυνση ιδιαιτέρως επαχθή, κατ’ αρχήν, για τα βιοτικά αγαθά του προσώπου που την υφίσταται, έχει κατά την ουσία της ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 96 του Συντάγματος, και, επομένως, η ανάθεση της επιβολής της στην τελωνειακή αρχή (και όχι σε ποινικό δικαστήριο) αντίκειται, κατά τα προεκτεθέντα, στη διάταξη αυτή και είναι ανίσχυρη, θα έπρεπε δε, κατά την άποψη αυτή, συγκλίνουσα κατ’ αποτέλεσμα με τη γνώμη της πλειοψηφίας, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό σε βάρος της αναιρεσείουσας του επιμάχου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, για τον λόγο προεχόντως αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταστέο ως αφορώντα τη συνταγματικότητα του εφαρμοσθέντος νόμου.
  8. Επειδή, κατόπιν της επιλύσεως των παραπεμφθέντων στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου ζητημάτων ερμηνείας του άρθρου 96 του Συντάγματος και της αρχής ne bis in idem, η υπόθεση παραπέμπεται στο Β΄ Τμήμα, προκειμένου να κριθεί κατά τα λοιπά (ήτοι, όσον αφορά την επιβολή στην αναιρεσείουσα των διαφυγόντων δασμών και φόρων).
    Δ ι ά τ α ύ τ α
    Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
    Αναιρεί, όπως εκτίθεται στο αιτιολογικό, την 168/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος που αφορά στον καταλογισμό σε βάρος της αναιρεσείουσας του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας.
    Κρατεί την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και δέχεται εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας, εξαφανίζει την 1923/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της επιβολής σε βάρος της πολλαπλού τέλους.
    Δικάζει και δέχεται το αντίστοιχο σκέλος της προσφυγής και ακυρώνει την 52/02/6.9.2002 καταλογιστική πράξη της Διευθύντριας του Ε΄ Τελωνείου Πειραιώς, ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα πολλαπλό τέλος.
    Αναπέμπει την υπόθεση στο Β΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προκειμένου να κριθεί κατά τα λοιπά.
    Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2019
    Η Πρόεδρος Η Γραμματέας Αικ. Σακελλαροπούλου Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2020.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα

Vassiliki SkordakiΣτΕ Ολομ. 359/2020 ne bis in idem