ΣτΕ 1774/2020

Άρθρα 105, 106 Εισ.Ν.Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των άλλων ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του κατά περίπτωση ν.π.δ.δ., στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κ.λπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του ν.π.δ.δ. και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. ). Δεν αποκλείεται δε, κατ’ αρχήν, η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συντέλεσε και πταίσμα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Αν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας, συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος – η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση – απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης. Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος στην επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το κατά πόσον τα πραγματικά περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, συγκροτούν ή όχι την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Επίσης, ελέγχεται κατ’ αναίρεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, και μάλιστα από την άποψη της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσον τα περιστατικά του πταίσματος του ζημιωθέντος, που εδέχθη κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί αντικειμενικώς ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (Σ.τ.Ε. 877/2013 7μ., 1532, 15/2018, 596, 110/2017, 2774/2016). Η κρίση όμως σχετικά με τη βαρύτητα του πταίσματος και τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, ως αφορώσα σε εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για τον σχηματισμό της κρίσης αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται κατ’ αναίρεση, ως παράβαση (εσφαλμένη ερμηνεία) του άρθρου 932 του Α.Κ.. Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης αυτό καθεαυτό και ανεξάρτητα από τα νόμιμα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη κατά τον προσδιορισμό του σχετικού ποσού υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση της διάταξης του άρθρου 932 του Α.Κ. και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο αυτό υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από τις εν λόγω διατάξεις εξουσίας του.

ΣτΕ 1774/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2019, με την εξής σύνθεση: Σπ. Χρυσικοπούλου, Aντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Χρ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλοι, Χ. Χαραλαμπίδη, Χ. Κομνηνός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αικ. Ιγγλέση.
Για να δικάσει την από 9 Απριλίου 2010 αίτηση:
των: 1. …, 2. …, κατοίκων Αθηνών (…), ατομικά και ως κληρονόμων: α. της αποβιωσάσης … και β. της αποβιωσάσης και τρίτης αναιρεσείουσας, …, οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Βασιλική Σκορδάκη (Α.Μ. 11217), που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τους αναιρεσείοντες και με πληρεξούσια, 3. …, χήρας Πέτρου, κατοίκου εν ζωή …, η οποία, σύμφωνα με προφορική δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξουσίας της ως άνω δικηγόρου, απεβίωσε, 4. …, κατοίκου Κορυδαλλού Πειραιά (…), ατομικά και ως κληρονόμου της τρίτης αναιρεσείουσας, ο οποίος παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο, που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τον αναιρεσείοντα και με πληρεξούσιο και 5. …, συζύγου …, κατοίκου …, ατομικά και ως κληρονόμου της τρίτης αναιρεσείουσας, η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο, που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από την αναιρεσείουσα,
κατά των: 1. Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Όλγα Παπαχρήστου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας Πειραιά «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», το οποίο δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1718/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ν. Σκαρβέλη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αναιρεσειόντων και ως κληρονόμων της αποβιωσάσης τρίτης αναιρεσείουσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (σχετ. Τα 2434711, 2434712, 2434725, 2434726/2010 ειδικά έντυπα παραβόλου Σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 1718/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά κατά το μέρος που απορρίφθηκε με αυτήν έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 3335/2003 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία είχε απορριφθεί αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η εν λόγω έφεση μόνο κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου (ενώ απερρίφθη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου), εξαφανίστηκε κατά το μέρος αυτό η πρωτόδικη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των αναιρεσειόντων και αναγνωρίστηκε ότι το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο οφείλει να τους καταβάλει νομιμοτόκως τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή χρηματικά ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο του … (πατέρα του πρώτου και δεύτερου των αναιρεσειόντων, γιου της τρίτης αναιρεσείουσας και αδελφού του τέταρτου και της πέμπτης των αναιρεσειόντων) από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Επειδή, από το προσκομισθέν απόσπασμα της με αριθμό 27/Τόμος 2/Έτος 2013 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξιάρχου Δ.Ε. … προκύπτει ότι η τρίτη αναιρεσείουσα (…) αποβίωσε στις 25.8.2013, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (12.4.2010). Σύμφωνα δε με το 1032/24.1.2017 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου …, κατέλιπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς, που ζούσαν την ημέρα του θανάτου της, τους λοιπούς αναιρεσείοντες, οι οποίοι συνεχίζουν νομίμως την παρούσα δίκη και υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων της ανωτέρω με προφορική δήλωση στο ακροατήριο της πληρεξούσιάς τους δικηγόρου Βασιλικής Σκορδάκη (βλ. Σ.τ.Ε. 1558/2018, 2959/2017, 719/2016 κ.ά.).
4. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, αν και το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο δεν παρέστη στο ακροατήριο, διότι αντίγραφα της αίτησης αναιρέσεως και της πράξης ορισμού εισηγητή και δικασίμου του Προέδρου του Τμήματος επιδόθηκαν νομίμως σε αυτό στις 10.5.2012 (βλ. σχετικώς την οικεία 3998/10.5.2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ευαγγελίας Αποστολοπούλου).
5. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο μεν άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …», στο δε άρθρο 106 ορίζει ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των άλλων ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του κατά περίπτωση ν.π.δ.δ., στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κ.λπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του. Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του ν.π.δ.δ. και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Σ.τ.Ε. 877/2013 7μ., 2432, 1532, 484/2018, 596/2017). Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε. 2271/2013 7μ., 3839/2012 7μ., 2432-2433/2018, 1183/2013). Δεν αποκλείεται δε, κατ’ αρχήν, η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συντέλεσε και πταίσμα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (Σ.τ.Ε. 877/2013 7μ., 1532, 1370, 969/2018, 596/2017, 1055/2016, 473/2011). Εξάλλου, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164), το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία, άρα και στην περίπτωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. …». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας, συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος – η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση – απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης. Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος στην επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το κατά πόσον τα πραγματικά περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, συγκροτούν ή όχι την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Επίσης, ελέγχεται κατ’ αναίρεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, και μάλιστα από την άποψη της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσον τα περιστατικά του πταίσματος του ζημιωθέντος, που εδέχθη κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί αντικειμενικώς ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (Σ.τ.Ε. 877/2013 7μ., 1532, 15/2018, 596, 110/2017, 2774/2016). Η κρίση όμως σχετικά με τη βαρύτητα του πταίσματος και τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, ως αφορώσα σε εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε. 1819, 1581, 484/2018, 2837-2838, 110/2017, 2774/2016).
6. Επειδή, περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιόν του και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (όπως, ιδίως, τον βαθμό πταίσματος του υποχρέου, το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, τις συνθήκες, το είδος, την ένταση και τις συνέπειες της προσβολής, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ψυχική οδύνη (Σ.τ.Ε. 877/2013 7μ., 4133/2011 7μ., 842/2019, 4737/2014, 3333/2012). Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για τον σχηματισμό της κρίσης αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται κατ’ αναίρεση, ως παράβαση (εσφαλμένη ερμηνεία) του άρθρου 932 του Α.Κ.. Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατ’ εξαίρεση, το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης αυτό καθεαυτό και ανεξάρτητα από τα νόμιμα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη κατά τον προσδιορισμό του σχετικού ποσού υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση της διάταξης του άρθρου 932 του Α.Κ. και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία ερμηνεύεται και εφαρμόζεται η διάταξη αυτή του Α.Κ. στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο αυτό υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από τις εν λόγω διατάξεις εξουσίας του (Σ.τ.Ε. 4133/2011 7μ., 116/2019, 1819, 1581, 1531-1532, 483-484, 15/2018, 1638/2017 κ.ά., πρβ. και Α.Π. 9/2015 Ολομ). Ειδικότερα, συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των άκρων ορίων της διαγραφόμενης από την ως άνω διάταξη εξουσίας του δικαστηρίου της ουσίας κατά τον προσδιορισμό στη συγκεκριμένη περίπτωση του ύψους του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης – είτε για ηθική βλάβη, η οποία επήλθε σε συγκεκριμένο πρόσωπο συνεπεία της διαταραχής του εσωτερικού του κόσμου, είτε για ψυχική οδύνη, για τον πόνο που προκλήθηκε σε αυτό από τη θανάτωση ορισμένου προσώπου – ιδίως όταν το ποσό που επιδικάζεται εκάστοτε από το δικαστήριο της ουσίας υπέρ ορισμένου προσώπου, ως εύλογο, για την ικανοποίηση της επισυμβάσας σε αυτό ηθικής βλάβης ή της προκληθείσας σε αυτό ψυχικής οδύνης, παρίσταται, υπό τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης πάντοτε υπόθεσης, εμφανώς δυσανάλογο, είτε ως ιδιαιτέρως χαμηλό (ευτελίζοντας, όσον αφορά τον παθόντα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου) είτε ως ιδιαιτέρως υψηλό (προσβάλλοντας, όσον αφορά τον υπόχρεο, το δικαίωμα της περιουσίας του) σε σχέση με την έκταση της διαπιστωθείσας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το δικαστήριο της ουσίας ηθικής βλάβης ή την ένταση της προκληθείσας ψυχικής οδύνης (Σ.τ.Ε. 483/2018, 1638, 110/2017, 710/2016, 2188/2015, 2202/2014. Πρβ. και Α.Π. 9/2015 Ολομ. 1863, 747/2017).
7. Επειδή, εξάλλου, κατά το άρθρο 4 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152), όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 30 του ν. 2800/2000 (Α΄ 41), ο κλάδος αστυνομίας τάξης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης έχει ως ειδικότερη αποστολή, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει τη δημόσια ειρήνη και ευταξία και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών (παρ. 1), καθώς και την προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη (παρ. 3), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 του Συντάγματος), καθώς και της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος). Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το ίδιο ως άνω άρθρο 30 του ν. 2800/2000, ο κλάδος αστυνομίας ασφάλειας του ίδιου Υπουργείου έχει ως ειδικότερη αποστολή, μεταξύ άλλων, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος. Με το άρθρο 1 του π.δ. 351/1985 (Α΄ 127), οι δύο ως άνω Κλάδοι ενοποιήθηκαν σε ένα με την επωνυμία «Κλάδος Αστυνομίας Ασφάλειας και Τάξης», ο οποίος περιλαμβάνει τα αντικείμενα και τις αρμοδιότητες που ορίζονται από τα ανωτέρω άρθρα 4 και 5 του ν. 1481/1984. Οι ανωτέρω διατάξεις, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και, ως εκ τούτου, η παραβίασή τους από αστυνομικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις των καθηκόντων τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (βλ. Σ.τ.Ε. 322/2009 7μ., 2432-3/2018, 1048-9/2016). Η ευθύνη δε του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο αυτό έχει ως προϋπόθεση την παράβαση από όργανά του διάταξης νόμου ή την παράλειψη από όργανά του καθηκόντων και υποχρεώσεων που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία ή που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία, κρίνεται δε μετά από συνεκτίμηση αφενός μεν της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα όργανα για την αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης καταβάλλοντας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την επιμέλεια που επιβαλλόταν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους για τη διασφάλιση της έννομης τάξης και ασφάλειας, αφετέρου δε των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως αυτά γίνονται ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας (βλ. Σ.τ.Ε. 322/2009 7μ., 950/2014). Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικότερα τις περιπτώσεις μεταφοράς χρημάτων και αξιών, στο άρθρο 157 του π.δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών» (Α΄ 58), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ. 1 του ως άνω ν. 1481/1984, ορίζεται ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία παρέχει συνοδείες ασφάλειας μεταφερομένων χρημάτων και αξιών, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, όταν η αξία των μεταφερομένων είναι μεγάλη και κρίνεται αναγκαία η ασφάλειά τους. 2. Η συνοδεία παρέχεται, με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, πάντοτε για μεταφορά που πραγματοποιείται από δημόσια Υπηρεσία και προκειμένου για μεταφορά που πραγματοποιείται από Τράπεζες, Οργανισμούς ή άλλα νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, μόνο αν υπάρχει υπηρεσιακή ευχέρεια. 3. Η παροχή της συνοδείας διατάσσεται: α) Από το κατά τόπο αρμόδιο Τμήμα Ασφάλειας, όταν πραγματοποιείται μέσα στα όρια της τοπικής αρμοδιότητάς του. β) Από την αρμόδια Αστυνομική Διεύθυνση ή Διεύθυνση Ασφάλειας ή τις προϊστάμενές τους Υπηρεσίες, στις άλλες περιπτώσεις. 4. Η προστασία που παρέχεται από τη συνοδεία αποσκοπεί στην εξασφάλιση των μεταφερόμενων χρημάτων και αξιών και την ασφάλεια των υπαλλήλων που τα μεταφέρουν, μέχρι την παράδοση στον προορισμό τους. … 5. Η ποσότητα και το είδος των χρημάτων ή αξιών που πρόκειται να μεταφερθούν, ανακοινώνεται στην Υπηρεσία μόνο για να ρυθμίσει τα σχετικά με τη δύναμη και τη σύνθεση της συνοδείας και τα λοιπά μέτρα ασφάλειας κατά την πορεία. 6. …». Οι τελευταίες αυτές διατάξεις ρυθμίζουν ειδικώς τα θέματα της αρμοδιότητας και των υποχρεώσεων των αστυνομικών οργάνων, καθώς επίσης και την τηρητέα διαδικασία στις περιπτώσεις μεταφοράς χρημάτων και αξιών, με σκοπό την εξασφάλιση των μεταφερόμενων και την ασφάλεια των υπαλλήλων που τα μεταφέρουν μέχρι την παράδοσή τους στον προορισμό τους· ειδικότερα, οι πιο πάνω διατάξεις τάσσουν ως προϋπόθεση για να παρέχει η Ελληνική Αστυνομία υποχρεωτικά συνοδεία ασφαλείας στις περιπτώσεις αυτές την προηγούμενη αίτηση των ενδιαφερομένων και την ανακοίνωση της ποσότητας και του είδους των χρημάτων ή αξιών που πρόκειται να μεταφερθούν, προκειμένου η αστυνομική Υπηρεσία να ρυθμίσει τα σχετικά με τη δύναμη και τη σύνθεση της συνοδείας θέματα, καθώς και τα λοιπά μέτρα ασφάλειας που πρέπει να ληφθούν.

8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Ο …, πατέρας των δύο πρώτων αναιρεσειόντων, γιος της τρίτης (αποβιώσασας) και αδελφός των λοιπών από αυτούς, είχε προσληφθεί από το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο την 1η.7.1982 ως κλητήρας-θυρωρός-νυχτοφύλακας και, στη συνέχεια, μετατάχθηκε, από 22.6.1987, σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού με Γ’ βαθμό, εκτελούσε δε καθήκοντα ταμία από τον Οκτώβριο του έτους 1988. Μεταξύ των καθηκόντων του ήταν και η ανάληψη από την Τράπεζα της Ελλάδος στον Πειραιά (στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως) των χρημάτων της τακτικής μισθοδοσίας των υπαλλήλων του νοσοκομείου για την πληρωμή τους κατά την 1η και 16η ημέρα κάθε μήνα, καθώς και της έκτακτης μισθοδοσίας τους (υπερωριών, νυχτερινών, δώρων κλπ). Έως το έτος 1992, οι χρηματαποστολές του νοσοκομείου γίνονταν με τη συνοδεία ένοπλου προσωπικού ασφαλείας, το οποίο είχε προσληφθεί και υπηρετούσε στο νοσοκομείο, συνόδευε δε τον ταμία από το νοσοκομείο προς την τράπεζα και αντίστροφα. Μετά το 1992 και αφού ανακλήθηκαν οι άδειες οπλοφορίας των υπευθύνων ασφάλειας του νοσοκομείου και αφαιρέθηκαν τα όπλα τους, οι ταμίες μετέβαιναν στην τράπεζα συνοδευόμενοι από περιπολικό του τοπικού αστυνομικού τμήματος ή της Άμεσης Δράσης, το οποίο προηγουμένως είχαν ειδοποιήσει. Το πρωί της 1ης.6.1995, ο ταμίας … μετέβη, με Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο και με οδηγό τον εργαζόμενο στο ίδιο νοσοκομείο …, από το νοσοκομείο στην Τράπεζα της Ελλάδος στον Πειραιά, από όπου, μετά την ανάληψη των χρημάτων της μισθοδοσίας, τα οποία έβαλε σε δυο βαλίτσες, αναχώρησαν, χωρίς συνοδεία περιπολικού, για το νοσοκομείο. Όταν έφθασαν εκεί, ο οδηγός σταμάτησε στην πύλη και ο ταμίας, περίπου στις 9.15 π.μ., κατευθύνθηκε πεζός στο εσωτερικό του κτιρίου «Κ2» του νοσοκομείου και κινήθηκε στο ισόγειο προς τον χώρο των ανελκυστήρων για να ανεβεί στον δεύτερο όροφο, όπου βρισκόταν το γραφείο του (ταμείο του νοσοκομείου). Στον χώρο αυτό παραμόνευαν τέσσερις οπλισμένοι με πυροβόλα όπλα και χειροβομβίδες άνδρες, τρεις από τους οποίους (Τσιριμιάγκος, Μπαλτάς και Μαρίνος) τον ακινητοποίησαν με την απειλή των πυροβόλων όπλων και, στρίβοντάς του τα χέρια πίσω στην πλάτη, του ζητούσαν να αφήσει τις βαλίτσες, ανεπιτυχώς όμως, αφού ο ταμίας αντιστεκόταν. Άλλοι δύο οπλισμένοι άνδρες (Αδαμαντίδης και Παυλόπουλος), που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση, με την απειλή των όπλων τους παρείχαν κάλυψη στους προηγούμενους και, απειλώντας ότι θα σκοτώσουν τον ταμία, τον πρόσταξαν να αφήσει κάτω τις δύο βαλίτσες με τα χρήματα. Ο ταμίας όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά να δώσει τις βαλίτσες, οπότε, για να καμφθεί η αντίστασή του, ένας από τους ληστές (Μαρίνος), με τη βοήθεια των συναυτουργών του, που με την απειλή των όπλων τους κρατούσαν ακινητοποιημένο τον ταμία καθώς και τους παρευρισκόμενους πολίτες, ώστε να μην αντιδράσουν, τον πυροβόλησε δύο φορές στα πόδια. Από τις βολές αυτές η μία τον έπληξε στην αριστερή κνήμη και η δεύτερη εξοστρακίστηκε και έπληξε το πόδι μιας παρευρισκόμενης ασθενούς. Στη συνέχεια, ένας άλλος από τους ληστές (Μπαλτάς) πυροβόλησε τον ταμία από πίσω τρεις φορές από κοντινή απόσταση στον θώρακα, όπου υπέστη διαμπερές τραύμα θώρακα, τρώση πνεύμονα και περικαρδίου, καθώς και τυφλό τραύμα στην αριστερή κνήμη, με βολίδα ενσφηνωμένη στο οστό. Εξαιτίας των τραυμάτων αυτών, επήλθε μετά από λίγο ο θάνατός του. Μετά τη δολοφονία, οι ληστές διέφυγαν από την πύλη του νοσοκομείου, επί της οδού Μπελογιάννη, την οποία είχαν παραβιάσει την προηγούμενη νύκτα (της 31ης.5.1995), αφού προηγουμένως είχαν κόψει την αλυσίδα, με την οποία ήταν κλειδωμένη. Η χήρα του θανόντος …, ενεργώντας ατομικά και για λογαριασμό των ανήλικων τότε τέκνων της (δύο πρώτων εκ των αναιρεσειόντων), η μητέρα του (τρίτη αναιρεσείουσα) και τα αδέλφια του (τέταρτος και πέμπτη των αναιρεσειόντων) άσκησαν αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του νοσοκομείου, με την οποία υποστήριξαν ότι ο θάνατός του οφειλόταν αποκλειστικά σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων τους κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά υπηρεσίας, που τελούσαν σε εσωτερική συνάφεια προς την εκτέλεσή της. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι τα αστυνομικά όργανα δεν παρείχαν καμιά κάλυψη στον θανόντα ταμία, αλλά τον άφηναν να πραγματοποιεί χρηματαποστολές μεγάλων ποσών, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του για συνδρομή κατά την εκτέλεση των επικίνδυνων καθηκόντων του. Περαιτέρω, υποστήριξαν ότι ούτε το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο είχε μεριμνήσει εγκαίρως για την παροχή ασφάλειας στις χρηματαποστολές, αλλά, αντίθετα, είχε καταστήσει το εγχείρημα αυτό ακόμη πιο επικίνδυνο, αφού είχε αφαιρέσει τις άδειες οπλοφορίας από το προσωπικό ασφαλείας του νοσοκομείου, οι οποίοι αρνούνταν πλέον από το έτος 1992 να συνοδεύουν άοπλοι τις χρηματαποστολές, ως πολύ επικίνδυνες για τη ζωή τους, με αποτέλεσμα να αφήνουν μόνο και άοπλο τον ταμία να κάνει τις χρηματαποστολές. Επίσης, υποστήριξαν ότι τα διοικητικά όργανα του νοσοκομείου επέδειξαν αμέλεια αναφορικά με τη φύλαξη των χώρων του νοσοκομείου, αφού έξι πάνοπλοι δράστες κινούνταν μέσα στον χώρο του νοσοκομείου περιμένοντας την επιστροφή του ταμία από την τράπεζα, χωρίς κανείς να αντιληφθεί τις τρεις μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτες που περίμεναν σταθμευμένες μέσα στο νοσοκομείο, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη φύλαξης ή ελέγχου της πύλης από την οποία διέφυγαν τελικά οι δολοφόνοι ληστές, οι οποίοι δεν θα αποφάσιζαν, κατά πάσα πιθανότητα, τη ληστεία και ακόμη περισσότερο δεν θα διέπρατταν δολοφονία, αν δεν γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα είχαν ασφαλή οδό διαφυγής. Ακόμα υποστήριξαν ότι η βαριά αμέλεια των αναιρεσιβλήτων να λάβουν οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο προστασίας της ζωής του ταμία προκύπτει και από το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο νοσοκομείο νοσηλεύονταν έγκλειστοι των φυλακών Κορυδαλλού και, συνεπώς, τα αναιρεσίβλητα γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι και η χρηματαποστολή του νοσοκομείου ήταν πιθανός στόχος ληστείας. Με την αγωγή τους, οι ανωτέρω ζήτησαν να τους καταβάλουν τα αναιρεσίβλητα, νομιμοτόκως και σε ολόκληρο, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που τους προκλήθηκε από τον θάνατο του συζύγου, πατέρα, γιου και αδελφού τους, η χήρα του 200.000.000 δρχ. ατομικά και 250.000.000 δρχ. για λογαριασμό καθενός από τα ανήλικα τότε τέκνα τους, η μητέρα του 100.000.000 δρχ. και καθένα από τα αδέλφια του 50.000.000 δρχ. Σχετικά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν το έγγραφο 3549/27.12.1989 του οικονομικού τμήματος του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου, με το οποίο είχε ζητηθεί από το ΙΖ’ Αστυνομικό Τμήμα Νίκαιας η διάθεση προσωπικού ασφαλείας και οχήματος για άλλη χρηματαποστολή (της 30.12.1989), καθώς και τις εκθέσεις ένορκης κατάθεσης μαρτύρων κατά την προανάκριση. Το εναγόμενο – αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, με υπόμνημά του, αρνήθηκε κάθε ευθύνη οργάνων του για τον θάνατο του …, καθόσον αυτός δεν είχε ειδοποιήσει το αστυνομικό τμήμα πριν από την αναχώρησή του από το νοσοκομείο ούτε από την τράπεζα, με συνέπεια, χωρίς την προηγούμενη ειδοποίηση για την πραγματοποίηση της χρηματαποστολής, προκειμένου τα αστυνομικά όργανα να παράσχουν τη συνδρομή τους, να μην στοιχειοθετείται σε βάρος τους καμιά παράλειψη. Σχετικά, επικαλέσθηκε και προσκόμισε διάφορα έγγραφα (το 1016/8/67-α/27.9.2000 του Αστυνομικού Τμήματος Νίκαιας, το 1006/2/24-α/20.11.2000 της Διεύθυνσης Αστυνομίας Πειραιά, το 1006/27.11.2000 της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και το 1020/1/690-δ/5.12.2000 της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής), σύμφωνα με τα οποία δεν προέκυπτε από τα αρχεία των Υπηρεσιών αυτών ότι είχε ζητηθεί τηλεφωνικώς ή γραπτώς από το Νοσοκομείο Νίκαιας η συνδρομή αστυνομικών οργάνων για τη συνοδεία της χρηματαποστολής της 1ης.6.1995. Το εναγόμενο – αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, με την έκθεση απόψεων και υπόμνημά του, αρνήθηκε, επίσης, κάθε ευθύνη οργάνων του για τον θάνατο του Δημητρίου Μαντούβαλου, υποστηρίζοντας ότι αυτό είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων σε αυτό και των ασθενών του, αφού υπήρχε προσωπικό ασφαλείας κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, το οποίο ναι μεν δεν οπλοφορούσε, αλλά είχε τη ρητή εντολή να ειδοποιεί τις αστυνομικές αρχές αν υπέπιπτε στην αντίληψή του οτιδήποτε ύποπτο, ενώ οι κάθε φορά κρατούμενοι των φυλακών Κορυδαλλού διακομίζονταν στο νοσοκομείο με ειδικό όχημα και με συνοδεία αστυνομικής δύναμης και εγκλείονταν σε ειδικούς θαλάμους κρατουμένων που λειτουργούν σε αυτό, η προηγούμενη δε ενημέρωση και ειδοποίηση της αστυνομίας για τη συνοδεία των χρηματαποστολών ήταν αρμοδιότητα των ταμιών του νοσοκομείου, δεδομένου ότι αυτοί εισέπρατταν τα χρήματα από την τράπεζα και η ώρα της αναχώρησης της χρηματαποστολής ήταν γνωστή μόνο σε αυτούς, αφού άλλωστε οι ίδιοι την καθόριζαν και, κατά συνέπεια, οι ίδιοι επιμελούνταν για την ειδοποίηση όλων των αρμοδίων (της τράπεζας προκειμένου να υπάρχουν τα μετρητά χρήματα κατά την ημέρα της χρηματαποστολής, αλλά και της Αστυνομίας), ενώ υπήρχε πάγια εντολή, από το έτος 1992, από τη Διεύθυνση του νοσοκομείου προς τους ίδιους τους ταμίες και τον Υποδιευθυντή Οικονομικού και τον Τμηματάρχη Οικονομικού να ειδοποιούν την Ελληνική Αστυνομία σύμφωνα με το άρθρο 157 του π.δ. 141/1991 για τη συνοδεία κάθε χρηματαποστολής. Στη συγκεκριμένη χρηματαποστολή της 1ης.6.1995 τα παραπάνω είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει ο ίδιος ο θανών ταμίας, ο οποίος όφειλε να ειδοποιήσει την αστυνομία πολύ πριν από την αναχώρησή του από το νοσοκομείο για την ακριβή ημέρα και ώρα και το μέσο, με το οποίο θα γινόταν η μεταφορά χρημάτων, σύμφωνα με τις εντολές που είχε για τον τρόπο διενέργειας των χρηματαποστολών. Με την παράλειψή του όμως να ζητήσει τη συνδρομή των αστυνομικών οργάνων, παραβίασε την εντολή των προϊσταμένων του και εξέθεσε ο ίδιος τον εαυτό του σε κίνδυνο, το τραγικό δε αποτέλεσμα δεν θα είχε επέλθει αν αυτός είχε ειδοποιήσει και υπήρχε αστυνομική συνοδεία κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της συγκεκριμένης χρηματαποστολής. Σχετικά, το εναγόμενο – αναιρεσίβλητο νοσοκομείο επικαλέστηκε και προσκόμισε ένορκες βεβαιώσεις (που λήφθηκαν νόμιμα, κατ’ άρθρο 185 του Κ.Δ.Δ.) των …, Διευθυντή του νοσοκομείου, και …, οδηγού του Ι.Χ.Φ. που εκτέλεσε την επίμαχη χρηματαποστολή, καθώς και τις καταθέσεις των ίδιων και άλλων προσώπων κατά τη διενεργηθείσα στο νοσοκομείο ένορκη διοικητική εξέταση και, ειδικότερα, των …, ταμία, …, Προϊσταμένης της Οικονομικής Υπηρεσίας, …, Υποδιευθυντή Οικονομικού, όπως και την έκθεση ένορκης εξέτασης του …, υπαλλήλου στην Τράπεζα Ελλάδος. Συγκεκριμένα, κατέθεσαν: 1) Η … ότι την ευθύνη της ειδοποίησης της αστυνομίας για τη συνοδεία των χρηματαποστολών είχαν αναλάβει ο θανών ταμίας και η ίδια, ότι το τελευταίο δίμηνο πριν από τη δολοφονία την επιμέλεια για την ειδοποίηση της αστυνομίας είχε αναλάβει αποκλειστικά ο …, ενώ η ίδια προετοίμαζε στο νοσοκομείο τα απαιτούμενα για τις πληρωμές, ότι η …, Προϊσταμένη του Οικονομικού, τους ρωτούσε πάντοτε αν είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία και ανάλογα τη διαβεβαίωναν. 2) Ο … ότι, μετά την αφαίρεση των όπλων από το προσωπικό ασφαλείας κατά το έτος 1992, αποφασίστηκε, ως ασφαλέστερη λύση για τη μεταφορά των χρηματαποστολών, να ειδοποιείται από πριν η αστυνομία για τη συνοδεία του ταμία, υπήρχε δε πάγια εντολή προς τους απασχολούμενους στη μισθοδοσία, η οποία επαναλαμβανόταν στους ταμίες, τον Υποδιευθυντή και Τμηματάρχη Οικονομικού, να ειδοποιούν την αστυνομία για τη συνοδεία κάθε χρηματαποστολής, είχε δε ζητήσει ο ίδιος από το ΙΖ’ Α.Τ. Νίκαιας να συνοδεύουν οι αστυνομικοί τον ταμία κάθε φορά μέχρι το ταμείο, ότι κάθε φορά που ρωτούσε τον ταμία … αν είχε εξασφαλίσει συνοδεία για τη μεταφορά χρημάτων, αυτός τον διαβεβαίωνε σχετικά κι έτσι δεν είχε οποιαδήποτε ένδειξη ώστε να αμφισβητήσει τις διαβεβαιώσεις του. 3) Η … ότι είχε προσφερθεί η ίδια να ειδοποιεί την αστυνομία, αλλά οι ίδιοι οι ταμίες της ζήτησαν να ειδοποιούν αυτοί, γιατί δεν ήξεραν την ώρα που θα ξεκινούσαν για την τράπεζα, ότι είχαν ρητή εντολή από την ίδια να μην φεύγουν για την τράπεζα χωρίς να έχει ειδοποιηθεί από πριν η αστυνομία και πάντα έπαιρνε επιβεβαίωση ότι αυτό τηρούνταν, δεν είχε δε κανένα λόγο ούτε είχε υποπέσει στην αντίληψή της κάποιο γεγονός για να αμφισβητήσει τις διαβεβαιώσεις αυτές, ότι την προηγουμένη της ληστείας ο … την είχε διαβεβαιώσει, απαντώντας σε ερώτησή της γιατί δεν είχε πάει στην τράπεζα, ότι όλα ήταν ρυθμισμένα για την επομένη το πρωί, το ίδιο δε της είπε και πριν ξεκινήσει για την τράπεζα την 1η.6.1995. 4) Ο … ότι ο ταμίας παραλάμβανε τις επιταγές μισθοδοσίας προσωπικού δεκαπενθημέρου και πάντα τού τονιζόταν ότι πρέπει να συνοδεύεται από άνδρες της ασφάλειας ή περιπολικό της Αστυνομίας, ο ίδιος δε διαβεβαίωνε ότι είχε ειδοποιήσει για συνοδεία και ότι ο θανών ταμίας σε όλους τους ελέγχους βρισκόταν σε πλήρη τάξη και ουδέποτε ενόχλησε με τη συμπεριφορά του. 5) Ο … ότι κατά τη διαδρομή προς την τράπεζα ρώτησε τον ταμία αν είχε ειδοποιήσει την αστυνομία για να τους συνοδεύσει με τα χρήματα από την τράπεζα στο νοσοκομείο, εκείνος δε αστειευόμενος του απάντησε «έλα τώρα που θα περιμένουμε την αστυνομία, πάμε τώρα να πάρουμε τα λεφτά», ο δε οδηγός, στη συνέχεια, αρνήθηκε να τον μεταφέρει αν δεν ειδοποιούσε την αστυνομία, οπότε ο ταμίας του υποσχέθηκε ότι θα ειδοποιήσει την αστυνομία μέσα από την τράπεζα, ότι όταν επέστρεψε με τα χρήματα ο ταμίας από την τράπεζα και τον ρώτησε πού είναι η αστυνομία, αυτός του απάντησε γελώντας ότι «τηλεφώνησα, αλλά δεν ήρθε, πάμε τώρα να φύγουμε, μην περιμένουμε με τα λεφτά στο χέρι» και αφού κατάλαβε ότι δεν είχε ειδοποιήσει την αστυνομία, επειδή ήταν επικίνδυνο να περιμένουν στον δρόμο με τόσα χρήματα, ξεκίνησαν για το νοσοκομείο και ότι συνόδευσε τον ταμία στην τράπεζα 4-5 φορές το τελευταίο εξάμηνο, όλες τις φορές χωρίς συνοδεία αστυνομίας. 5) Ο … ότι ο ταμίας, αφού έλαβε τα χρήματα, τα τοποθέτησε σε δύο βαλίτσες και κατευθύνθηκε μόνος προς την έξοδο της τράπεζας και ότι μερικές φορές καλούσε το περιπολικό της αστυνομίας μέσα από την τράπεζα, ενώ άλλες φορές δεν το καλούσε και έφευγε. Τέλος, το νοσοκομείο υποστήριξε ότι και η ίδια η … (σύζυγος του θανόντος) είχε καταθέσει στο ακροατήριο του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ότι ο σύζυγός της «δεν φανταζόταν ότι μέσα στο χώρο που εργαζόταν θα δεχόταν επίθεση», σε κάθε δε περίπτωση η δολοφονία του …, η οποία ήταν αποτέλεσμα προμελετημένου σχεδίου από δράστες εγκλήματος, που είχαν υπολογίσει κατά την εγκληματική διαδρομή τους ακόμα και το ενδεχόμενο συμπλοκής με την αστυνομία, ήταν περιστατικό ανωτέρας βίας που δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί και αποφευχθεί. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 3335/2003 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, αφού έκρινε ότι ούτε τα όργανα του Δημοσίου (αστυνομικά όργανα), τα οποία δεν είχαν ειδοποιηθεί, ούτε τα όργανα του νοσοκομείου παρέλειψαν νόμιμα καθήκοντά τους σε σχέση με το θανατηφόρο συμβάν και άρα τα αναιρεσίβλητα δεν υπέχουν καμιά αστική ευθύνη γι’ αυτό, αλλά αντιθέτως ο θανών, παραβιάζοντας τη ρητή εντολή των προϊσταμένων του να ζητήσει τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τη χρηματαποστολή της 1ης.6.1995, έθεσε μόνος ο ίδιος τον εαυτό του σε συνθήκες κινδύνου, που δεν θα δημιουργούνταν αν είχε τηρήσει την εν λόγω εντολή. Κατά της απόφασης αυτής οι ανωτέρω συγγενείς του θανόντος άσκησαν έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με εκκαλούντες πλέον τους αναιρεσείοντες, καθόσον στο μεταξύ οι δύο πρώτοι από αυτούς ενεργούσαν τόσο ατομικώς, ενόψει του ότι είχαν ενηλικιωθεί, όσο και ως κληρονόμοι της μητέρας τους Μαρίας Μαντούβαλου, η οποία στο μεταξύ είχε αποβιώσει. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι δεν προέκυψε ότι ο θανών ταμίας … είχε ειδοποιήσει κάποια αστυνομική αρχή σχετικά με την επίμαχη χρηματαποστολή, ζητώντας τη συνοδεία της, αφού τέτοιο γεγονός δεν αναφέρεται σε κανένα από τα στοιχεία του φακέλου, ενώ υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις … και …) που οδηγούν στο αντίθετο συμπέρασμα (της μη ειδοποίησης). Έτσι, το διοικητικό εφετείο, αφού έκρινε ότι η συνδρομή της αρχής αυτής, χωρίς σχετικό αίτημα, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 157 του π.δ. 141/1991, δεν μπορούσε να παρασχεθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και άρα δεν προέκυψε οποιαδήποτε σχετική παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, το οποίο, συνεπώς, δεν φέρει καμιά ευθύνη για τον θάνατο του εν λόγω ταμία, απέρριψε την έφεση κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Δημοσίου. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη του ότι: α) ο θανών, αν και είχε αναλάβει, ως ταμίας του νοσοκομείου, την υποχρέωση ενημέρωσης της αστυνομικής αρχής για τις πραγματοποιούμενες χρηματαποστολές, παρέβη την υπηρεσιακή αυτή υποχρέωσή του και δεν ενημέρωσε την εν λόγω αρχή για την επίμαχη χρηματαποστολή, παράβαση που είχε διαπράξει και άλλες φορές τουλάχιστον κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από τη ληστεία, κατά τις οποίες μάλιστα βεβαίωνε ακριβώς το αντίθετο (δηλαδή ότι είχε ενημερώσει την αστυνομική αρχή) στην Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας του νοσοκομείου, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του και γενικά τις χρηματαποστολές του νοσοκομείου σε σοβαρό κίνδυνο εγκληματικών ενεργειών, β) ο οδηγός της επίμαχης χρηματαποστολής …, αν και γνώριζε ότι αρκετές φορές το τελευταίο εξάμηνο πριν από τη ληστεία της 1ης.6.1995 οι χρηματαποστολές από την τράπεζα προς το νοσοκομείο ήταν ασυνόδευτες, δεν ενημέρωσε τους υπευθύνους του νοσοκομείου (αρμόδιο Διευθυντή, Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας) για το γεγονός αυτό, παραβιάζοντας έτσι τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, γ) ότι οι εν λόγω υπεύθυνοι του νοσοκομείου, παρά το ότι η ενημέρωση της αστυνομικής αρχής πριν από κάθε χρηματαποστολή γινόταν από τον θανόντα ταμία, που είχε αναλάβει τη σχετική υποχρέωση, όφειλαν, στα πλαίσια των καθηκόντων τους, να εποπτεύουν για την τήρηση των υπηρεσιακών εντολών του νοσοκομείου σχετικά με την ασφάλεια των χρηματαποστολών και να γνωρίζουν αν πράγματι γινόταν η απαιτούμενη ενημέρωση της αστυνομικής αρχής και, πάντως, δεν δικαιολογούνται να μην γνώριζαν ότι δεν γινόταν και ότι, συνεπώς, οι χρηματαποστολές ήταν ασυνόδευτες και μάλιστα αρκετές φορές μέσα στο τελευταίο εξάμηνο πριν από τη ληστεία της 1ης.6.1995, γεγονός που συνιστά παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, και δ) ότι η παραβίαση της πύλης του νοσοκομείου την προηγούμενη νύχτα της ληστείας επέβαλλε στα επιφορτισμένα με την ασφάλεια του νοσοκομείου όργανα την υποχρέωση επαγρύπνησης και προληπτικής λήψης αυξημένων μέτρων για την ασφάλεια του νοσοκομείου και, αν αυτό δεν ήταν εφικτό υπηρεσιακά, με την ενημέρωση της αστυνομικής αρχής, ώστε αυτή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, η μη λήψη δε των μέτρων αυτών συνιστά επίσης παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων των εν λόγω οργάνων. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι τόσο η συμπεριφορά του θανόντος συνιστά ίδιο πταίσμα αυτού, που βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τον θάνατό του κατά ποσοστό 75%, όσο και οι ως άνω παραβάσεις υπηρεσιακών καθηκόντων από όργανα του νοσοκομείου συνιστούν παράνομες παραλείψεις κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., που βρίσκονται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τον εν λόγω θάνατο κατά ποσοστό 25%. Ενόψει δε αυτών, έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, την οποία χρηματική ικανοποίηση, ενόψει του είδους και των συνθηκών του συμβάντος, του βαθμού συνυπαιτιότητας του θανόντος και του νοσοκομείου, της ηλικίας του θανόντος (38 ετών, αφού γεννήθηκε το έτος 1957) και των τέκνων του (ανήλικων κατά τον χρόνο του θανάτου του), του βαθμού συγγένειας των εκκαλούντων με αυτόν και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής τους, προσδιόρισε σε 30.000 ευρώ για καθέναν από τους πρώτο και δεύτερο αναιρεσείοντες (… και …, 20.000 ευρώ για τον ίδιο ατομικά και 10.000 ευρώ ως κληρονόμο κατά το ½ της μητέρας του), σε 6.000 ευρώ για την τρίτη αναιρεσείουσα, μητέρα του θανόντος …, και σε 3.000 ευρώ για καθένα από τα δύο αδέλφια του, τέταρτο αναιρεσείοντα … και πέμπτη αναιρεσείουσα … Έτσι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του νοσοκομείου, εξαφανίστηκε κατά το ίδιο μέρος η πρωτόδικη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο οφείλει να καταβάλει τα παραπάνω ποσά στους αναιρεσείοντες, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (17.12.2002) έως την εξόφληση.

9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι εσφαλμένα και χωρίς νόμιμη αιτιολογία με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου. Και τούτο διότι, αν και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 1481/1984 καθήκον και αποστολή της αστυνομίας είναι αφενός η εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και των ατομικών ελευθεριών του πολίτη και αφετέρου η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, μεταξύ δε των ατομικών ελευθεριών που υποχρεούται η αστυνομική αρχή να προστατεύει περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ζωής, στην προκείμενη περίπτωση τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας ουδόλως προέβησαν στις απαιτούμενες ενέργειες πρόληψης και καταστολής του εγκληματικού συμβάντος και ουδόλως προστάτευσαν τη ζωή του φονευθέντος, ως όφειλαν και μπορούσαν, ανεξάρτητα μάλιστα από το κατά πόσον είχε ζητηθεί από το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα η συνοδεία της χρηματαποστολής, ενόψει του ότι οι χρηματαποστολές διενεργούνταν σε συγκεκριμένες πάντοτε ημερομηνίες (1η και 16η κάθε μήνα για τις τακτικές πληρωμές και 10η κάθε μήνα για τις πρόσθετες αμοιβές, εκτός αν ήταν αργίες, οπότε γίνονταν την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα), η συγκεκριμένη δε ληστεία συνέβη σε δημόσιο χώρο, μέσα στον οποίο η Αστυνομία όφειλε να τηρεί την τάξη, ενώ, επιπροσθέτως, ήταν προβλέψιμο γεγονός, διότι είχαν προηγηθεί άλλες ληστείες χρηματαποστολών νοσοκομείων, η δε Αστυνομία γνώριζε από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία της, λίγες ημέρες πριν από τη ληστεία, για τη συχνή και ύποπτη παρουσία δύο εκ των ληστών (Μαρίνου και Αδαμαντίδη) στον χώρο του νοσοκομείου. Συναφώς, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δέχθηκε ότι δεν είχε προηγηθεί ειδοποίηση του ταμία προς το Αστυνομικό Τμήμα Νίκαιας για παροχή αστυνομικής συνοδείας της χρηματαποστολής της 1ης.6.1995. Και τούτο γιατί από τα σχετικά έγγραφα βεβαιωνόταν μόνο ότι δεν υπήρχε καταχωρισμένη αίτηση του νοσοκομείου για παροχή συνοδείας της επίμαχης χρηματαποστολής, στην πραγματικότητα δε ο ταμίας είχε ειδοποιήσει τηλεφωνικά το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα, πλην όμως η απάντηση που έλαβε ήταν ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο περιπολικό, ενώ η μεν κατάθεση του οδηγού … ότι ο θανών δεν ζήτησε τηλεφωνικώς τη συνδρομή των οργάνων της ΕΛ-ΑΣ είναι όλως ανυπόστατη, οι δε καταθέσεις του Διοικητικού Διευθυντή του νοσοκομείου … και του Υποδιευθυντή Οικονομικού του νοσοκομείου … επιβεβαιώνουν ότι ο θανών εκτελούσε επιμελώς τις υποχρεώσεις του. Εκ μόνου όμως του ότι καθήκον και αποστολή της αστυνομίας είναι η εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, καθώς επίσης και η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, δεν συνάγεται άνευ άλλου ευθύνη της αστυνομίας για οποιοδήποτε εγκληματικό συμβάν λαμβάνει χώρα σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο, όπως αβασίμως προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, αλλά απαιτείται επί πλέον να προκύπτουν συγκεκριμένες παραλείψεις ενεργειών των οργάνων της αστυνομίας, στις οποίες ενέργειες, ενόψει των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των οργάνων αυτών, όπως προκύπτουν από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, όφειλαν, ενόψει των πραγματικών περιστατικών κάθε περίπτωσης, να είχαν προβεί. Σύμφωνα δε με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το διοικητικό εφετείο (που έλαβε υπόψη του προς τούτο και τα προαναφερθέντα 1016/8/67-α/27.9.2000, 1006/2/24-α/20.11.2000, 1006/27.11.2000 και 1020/1/690-δ/5.12.2000 έγγραφα των οικείων αστυνομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα οποία, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν προέκυπτε από τα αρχεία των Υπηρεσιών αυτών ότι είχε ζητηθεί «τηλεφωνικώς ή γραπτώς» η συνδρομή αστυνομικών οργάνων για τη συνοδεία της χρηματαποστολής της 1ης.6.1995, τη σχετική κατάθεση του … – η εκτίμηση της οποίας από το δικαστήριο της ουσίας απαραδέκτως βάλλεται με την κρινόμενη αίτηση – και την κατάθεση του …), η αστυνομική αρχή δεν είχε ειδοποιηθεί προηγουμένως για την επίμαχη χρηματαποστολή. Ενόψει αυτού, η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι, εξαιτίας της κατά τα ανωτέρω παράλειψης ειδοποίησης της αστυνομικής αρχής για τη διενέργεια της επίμαχης χρηματαποστολής, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 157 του π.δ. 141/1991, η συνδρομή της εν λόγω αρχής δεν μπορούσε να παρασχεθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και άρα δεν προέκυψε οποιαδήποτε σχετική παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, είναι επαρκώς και νομίμως αιτιολογημένη. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι οι χρηματαποστολές διενεργούνταν σε συγκεκριμένες πάντοτε ημερομηνίες (1η, 10η και 16η κάθε μήνα), που ήταν γνωστές στην αστυνομική αρχή, δεν μπορεί να καταστήσει ελλιπή την πιο πάνω αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τούτο δε διότι η απαιτούμενη κατά νόμον προηγούμενη υποβολή αιτήματος αφορά κάθε χωριστή και διακεκριμένη χρηματαποστολή, προκειμένου η αστυνομική αρχή να ενημερώνεται όχι μόνο για την ημερομηνία, αλλά και για την ώρα της αποστολής και για τα μεταφερόμενα ποσά, έτσι ώστε να μπορεί να προγραμματίζει τα ληπτέα ενόψει των ειδικότερων περιστάσεων και των δυνατοτήτων της μέτρα, καθόσον μάλιστα δεν είναι δυνατόν να αξιώνεται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με το άρθρο 157 του π.δ. 141/1991, η κινητοποίηση αστυνομικών δυνάμεων κάθε ημερομηνία κατά την οποία συνήθως διενεργείται χρηματαποστολή και η οποία μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση και για οποιονδήποτε λόγο (αδυναμία πληρωμής, απεργίες προσωπικού κ.λπ.) να μην πραγματοποιείται. Περαιτέρω, ο ειδικότερος λόγος αναιρέσεως ότι η κρίση του διοικητικού εφετείου για έλλειψη ευθύνης της Ελληνικής Αστυνομίας για τη μη λήψη προληπτικών μέτρων προς αποτροπή του συμβάντος δεν είναι αιτιολογημένη, διότι ακόμα και αν δεν είχε ειδοποιηθεί η αστυνομική αρχή για τη χρηματαποστολή, όφειλε να είχε προβεί σε προληπτικό έλεγχο του νοσοκομείου και να είχε επιστήσει την προσοχή στα όργανά του, δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί ληστείες και άλλων χρηματαποστολών νοσοκομείων και η αστυνομία είχε πληροφορίες από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία της, λίγες ημέρες πριν από το συμβάν, για τη συχνή και ύποπτη παρουσία δύο εκ των ληστών (Μαρίνου και Αδαμαντίδη) στον χώρο του νοσοκομείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε πραγματικό που δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σ.τ.Ε. 2796, 2668/2018, 2395, 871/2015, 1758/2014). Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι αφενός μεν η διάπραξη ληστειών σε άλλες χρηματαποστολές δεν δημιουργούσε ευθύνη της αστυνομικής αρχής για λήψη μέτρων προστασίας της συγκεκριμένης χρηματαποστολής, αφού για τη διενέργειά της, όπως προαναφέρθηκε, η αρχή αυτή δεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως, αφετέρου δε ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι η αστυνομία είχε πληροφορίες από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία της, λίγες ημέρες πριν από το συμβάν, για τη συχνή και ύποπτη παρουσία των δύο ως άνω ληστών στον χώρο του νοσοκομείου, είχε προβληθεί στο διοικητικό εφετείο όλως αορίστως (αφού δεν προσδιορίζονταν με αυτόν τα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η περιέλευση των ως άνω πληροφοριών στην αστυνομική αρχή) και, συνεπώς, δεν ήταν ουσιώδης και δεν έχρηζε ρητής απάντησης (πρβ. Σ.τ.Ε. 3654/2015, 289/2011, 4530/1997).
10. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται με την αίτηση ότι η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι η συμπεριφορά του θανόντος συνιστά ίδιο πταίσμα του που βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τον θάνατό του κατά ποσοστό 75%, ενώ οι παραβάσεις των υπηρεσιακών καθηκόντων από όργανα του νοσοκομείου συνιστούν παράνομες παραλείψεις, που βρίσκονται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τον εν λόγω θάνατο κατά ποσοστό 25%, είναι όλως εσφαλμένη, αντιφατική, αναιτιολόγητη και στηριζόμενη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι οι ταμίες δεν ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οργάνωση των χρηματαποστολών, καθώς οι σχετικές εντολές της διοίκησης του νοσοκομείου για ειδοποίηση της αστυνομίας απευθύνονταν σε όλους τους υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας και, βεβαίως, προεχόντως στους Προϊσταμένους αυτής, οι οποίοι είχαν την πλήρη ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των τομέων της αρμοδιότητάς τους, ενώ τη γενική ευθύνη για την εποπτεία τήρησης των εντολών και την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών έφερε η Διεύθυνση του νοσοκομείου, η δε ευθύνη των ταμιών για τη μεταφορά των χρημάτων ουδόλως συνεπάγεται ούτε προϋποθέτει και ευθύνη τους για την οργάνωση των χρηματαποστολών, την οποία δεν είχαν. Τέλος, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη στην παραπάνω εσφαλμένη κρίση κατόπιν κακής εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων και μη λήψης υπόψη κρίσιμων αποδείξεων, μεταξύ των οποίων του πορίσματος της σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης, που αναφέρει ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στον ίδιο τον δολοφονηθέντα, και των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν σε βάρος των δραστών. Κατά πρώτον, όμως, κατά το μέρος που με τους ως άνω λόγους πλήττεται ευθέως η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί των πραγμάτων κρίση του διοικητικού εφετείου και ειδικότερα η ουσιαστική από αυτό εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και των όσων προκύπτουν από αυτά, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι (Σ.τ.Ε. 2533/2017, 661/2016, 813/2012), Άλλωστε, όπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το διοικητικό εφετείο απέληξε στις διαπιστώσεις του για τα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης υπόθεσης, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, τις 439-442 και 467, 468 αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, καθώς και το από 21.11.1995 πόρισμα της διεξαχθείσας με εντολή του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου ένορκης διοικητικής εξέτασης. Κατά το μέρος, περαιτέρω, που με τους λόγους αυτούς πλήττεται η κρίση του διοικητικού εφετείου για την ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος για το ζημιογόνο συμβάν, οι ίδιοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Και τούτο γιατί η κρίση αυτή, ερειδόμενη στις ανέλεγκτες αναιρετικά διαπιστώσεις του διοικητικού εφετείου ότι ο θανών, αν και είχε αναλάβει ως ταμίας του νοσοκομείου την υποχρέωση ενημέρωσης της αστυνομικής αρχής για τις πραγματοποιούμενες χρηματαποστολές, παρέβη την υποχρέωσή του αυτή και δεν ενημέρωσε προηγουμένως την εν λόγω αρχή για την επίμαχη χρηματαποστολή, παράβαση που είχε διαπράξει και άλλες φορές τουλάχιστον κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από τη ληστεία, κατά τις οποίες μάλιστα βεβαίωνε ανακριβώς το αντίθετο, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον τα περιστατικά αυτά (παράλειψη ενημέρωσης από τον θανόντα της αστυνομικής αρχής για τη διενέργεια της χρηματαποστολής, παρά την περί τούτου σχετική εντολή που του είχε δοθεί) συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος (άρθρο 300 του Α.Κ.). Και ο μεν ειδικότερος λόγος ότι ο ταμίας δεν ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την οργάνωση των χρηματαποστολών ούτε είχε την ευχέρεια να μην προβεί στη διενέργειά τους είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο θανών είχε λάβει εντολή να ενημερώσει το αστυνομικό τμήμα για τη χρηματαποστολή και δεν εκτέλεσε την εντολή αυτή· ο δε περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος ότι τα αρμόδια όργανα του νοσοκομείου παρέβησαν τις υποχρεώσεις που είχαν να ελέγχουν και να γνωρίζουν αν οι χρηματαποστολές διενεργούνταν με κάθε επιμέλεια και ασφάλεια, χωρίς να απαλλάσσονται της ευθύνης τους ακόμη και αν ο ταμίας δεν εκπλήρωνε επιμελώς τις δικές του υποχρεώσεις, είναι απορριπτέος προεχόντως ως προβαλλόμενος αλυσιτελώς, αφού με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι θεμελιώνεται ευθύνη του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου από τέτοιες παράνομες παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
11. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται με την αίτηση ότι έσφαλε το διοικητικό εφετείο το οποίο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του μείωσε τη χρηματική ικανοποίηση των αναιρεσειόντων λαμβάνοντας υπόψη το συντρέχον πταίσμα του θανόντος, διότι ακόμη και αν υπήρξε πταίσμα του συνιστάμενο στο ότι αυτός δεν είχε ειδοποιήσει προηγουμένως την αστυνομική αρχή για τη χρηματαποστολή, η παράλειψή του αυτή δεν βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το θάνατό του. Και τούτο, γιατί, όπως προβάλλεται, από το όλο αποδεικτικό υλικό και κυρίως από τις ποινικές αποφάσεις έχει αποδειχθεί ότι, όποτε υπήρχε συνοδεία της χρηματαποστολής, η συνοδεία των περιπολικών έφτανε έως την πύλη του νοσοκομείου και πάντοτε ο ταμίας περπατούσε με τις βαλίτσες με τα χρήματα στα χέρια μόνος του μέχρι το κτίριο του νοσοκομείου όπου δέχθηκε την επίθεση και, συνεπώς, είτε η χρηματαποστολή συνοδευόταν είτε όχι, ο θάνατός του θα συνέβαινε εντός του νοσοκομείου. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος πρωτίστως διότι στηρίζεται σε πραγματικό που δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σ.τ.Ε. 2796, 2668/2018, 2395, 871/2015, 1758/2014), αφού από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι, όποτε υπήρχε συνοδεία της χρηματαποστολής, τα αστυνομικά όργανα σταματούσαν να παρέχουν προστασία στην πύλη του νοσοκομείου. Και τούτο, πέραν του ότι ο λόγος αυτός ερείδεται στο ενδεχόμενο ότι τα αστυνομικά όργανα, ακόμα και αν είχαν ειδοποιηθεί προηγουμένως και είχαν συνοδεύσει την αποστολή, θα παρανομούσαν και δεν θα συνόδευαν τον ταμία έως την παράδοση των χρημάτων στον προορισμό τους, όπως αξιώνεται από τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 157 του π.δ. 141/1991, επειδή και άλλες φορές συνέβαινε κάτι τέτοιο, και, συνεπώς, είναι απορριπτέος και διότι στηρίζεται σε υποθετικό γεγονός (βλ. Σ.τ.Ε. 1723/2018, 2255/1993). Περαιτέρω, εφόσον κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας η μη συνοδεία της χρηματαποστολής από αστυνομικά όργανα, που προκλήθηκε εν προκειμένω και από την παράλειψη ειδοποίησής τους εκ μέρους του θανόντος, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, η κρίση του διοικητικού εφετείου για μείωση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης των αναιρεσειόντων λόγω συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 300 του Αστικού Κώδικα, είναι νόμιμη. Κατά το μέρος δε που με την κρινόμενη αίτηση πλήττεται η κρίση του εφετείου σχετικά με τη βαρύτητα του πταίσματος του θανόντος και τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η χρηματική ικανοποίηση (75%), ο αντίστοιχος λόγος της αίτησης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενόψει όσων γίνονται δεκτά στην 5η σκέψη, σύμφωνα με τα οποία η κρίση αυτή, ως αφορώσα σε εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
12. Επειδή, τέλος, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε ως προς τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσειόντων, καθόσον επιδίκασε ένα υπερβολικά χαμηλό ποσό σε καθέναν από αυτούς, υποβαθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την απαξία της πράξης ή παράλειψης των αντιδίκων τους και παραβλέποντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το τραγικό συμβάν, την ηλικία του θανόντος και των αναιρεσειόντων και τη σχέση τους με τον θανόντα, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος. Ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το διοικητικό εφετείο, επιδικάζοντας τα ως άνω ποσά (20.000 ευρώ ατομικά σε καθένα από τα τέκνα του θανόντος και 10.000 ευρώ σε καθένα από αυτά ως κληρονόμο κατά το ½ της μητέρας του, που είχε εν τω μεταξύ αποβιώσει, 6.000 ευρώ για τη μητέρα του θανόντος και από 3.000 ευρώ σε καθένα από τα αδέρφια του) ύστερα από συνεκτίμηση, όπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, του είδους και των συνθηκών του συμβάντος, του βαθμού συνυπαιτιότητας του θανόντος και του νοσοκομείου (75% και 25%, αντίστοιχα), της ηλικίας του θανόντος και των τέκνων του, του βαθμού συγγένειας των δικαιούχων με τον θανόντα και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής τους, δεν υπερέβη κατά την κοινή πείρα τα άκρα όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (πρβ. Α.Π. 469/2017, 324/2016). Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Νικολάου Σκαρβέλη, καθορίζοντας το διοικητικό εφετείο τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για την τρίτη αναιρεσείουσα (μητέρα του θανόντος) στο ποσό των 6.000 ευρώ, υπερέβη ως προς την κρίση του αυτή τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, διότι το ποσό αυτό παρίσταται, υπό τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, εμφανώς δυσανάλογο, ως ιδιαιτέρως χαμηλό, σε σχέση με την ένταση της προκληθείσας στην αναιρεσείουσα αυτή ψυχικής οδύνης (πρβ. Α.Π. 705/2016), ο σχετικός δε λόγος της υπό κρίση αίτησης θα έπρεπε κατά το μέρος του αυτό να γίνει δεκτός, όπως και η κρινόμενη αίτηση, και να αναιρεθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

13. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, εκτιμωμένων δε των περιστάσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αναιρεσείοντες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 39 παρ. 1 εδάφ. δεύτερο του π.δ. 18/1989).

Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Απαλλάσσει τους αναιρεσείοντες από τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2019, στις 9 Μαρτίου και στις 2 Ιουλίου 2020
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Σπ. Χρυσικοπούλου Αικ. Ιγγλέση
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2020.
Η Πρόεδρος του Α´ Τμήματος Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος

Σπ. Χρυσικοπούλου Ειρ. Δασκαλάκη

ThanasisΣτΕ 1774/2020