Επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας. Μεταγενέστερη έκπτωση της υπαλλήλου από την υπηρεσία, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης της. Η έκπτωση της προσφεύγουσας από την Υπηρεσία δεν συνεπάγεται την απόρριψη της προσφυγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος – και τούτο διότι υφίσταται ηθικό έννομο συμφέρον αυτής προς εξαφάνιση της προσβαλλομένης πειθαρχικής απόφασης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον προς συνέχιση της παρούσας δίκης, αφού τυχόν ευνοϊκότερη κρίση από το Δικαστήριο δύναται να διευκολύνει την σε αυτήν απονομή χάριτος, κατ’ άρθρον 47 παρ. 1 του Συντάγματος, με άρση των συνεπειών της ποινής και, περαιτέρω, την επαναφορά της στην Υπηρεσία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 150 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, εκφέρει δική του ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τη σοβαρότητά τους εν όψει και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και σχετικά με την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υποθέσεως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του.
Αριθμός 2062/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναττλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Μ. Τριπολιτσιώτη, Ιφ. Αργυράκη, Σύμβουλοι, Ε. Αργυρός, Αντ. Παπαϊωάννου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.
Για να δικάσει την από 12 Νοεμβρίου 2015 προσφυγή: της …, κατοίκου Πετρουπόλεως Αττικής (Αγίου Ιωάννου Θεολόγου 15), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Βασιλική Σκορδάκη (Α.Μ. 11217), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και ήδη Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Πουλίδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά της υπ’ αριθ. 530/14.7.2015 απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ε. Αργυρού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της προσφεύγουσας, η οποία δήλωσε ότι παραιτείται του πρώτου λόγου προσφυγής και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1398410, 4158059/2015 έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 530/14.7.2015 απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ήδη Υπουργείου Εσωτερικών, άρθρο 3 π.δ. 81/2019, Α’ 119), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας.
3. Επειδή, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον πρώτο λόγο της προσφυγής, με τον οποίο προέβαλε ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και του δικαιώματος υπεράσπισής της με δικηγόρο διότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα το αίτημά της για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσής της.
4. Επειδή, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την ΔΔΑΔ Δ 129005 ΕΞ 2017/12.6.2017 πράξη του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη έκπτωση της προσφεύγουσας από την Υπηρεσία από 1.11.2016, κατόπιν της 6306/1.11.2016 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών με την οποία η προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων (14) μηνών για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας. Η έκπτωση, όμως, της προσφεύγουσας από την Υπηρεσία δεν συνεπάγεται την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος- και τούτο διότι υφίσταται ηθικό έννομο συμφέρον αυτής προς εξαφάνιση της προσβαλλομένης πειθαρχικής απόφασης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον προς συνέχιση της παρούσας δίκης, αφού τυχόν ευνοϊκότερη κρίση από το Δικαστήριο δύναται να διευκολύνει την σε αυτήν απονομή χάριτος, κατ’ άρθρον 47 παρ. 1 του Συντάγματος, με άρση των συνεπειών της ποινής και, περαιτέρω, την επαναφορά της στην Υπηρεσία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 150 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα (βλ. ΣτΕ 2805/2019, 2693/2012, 2709/2010, 1451/2008, 2701, 997/2005).
5. Επειδή, στο άρθρο 106 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007 – Α’ 26), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο πριν από την αντικατάσταση του Μέρους Ε’ αυτού με τίτλο «Πειθαρχικό Δίκαιο» με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 (Α’ 54), ορίζεται ότι: «1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο. 2. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, οι εντολές και οδηγίες όσο και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος και εκτός της υπηρεσίας ώστε να μη θίγεται το κύρος αυτής. 3. […]», στο δε άρθρο 107 του Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως: «α) […], β) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, γ) […]». Στο άρθρο 109 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών, … δ) ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό, ε) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως έξι (6) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και στ) η οριστική παύση. 2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: α) […], β) της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα …, γ) της αποδοχής οποιοσδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για τον χειρισμό υπόθεσης από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δ) της χαρακτηριστικούς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας, ε) […]». Η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, ήδη δε με το άρθρο 4 του ν. 4325/2015 (Α’ 47), ως εξής: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α) […], η) η ποινή της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: …, της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, … της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας, … 2. Για την επιβολή οποιοσδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 108 του ανωτέρω Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από 14.3.2012 με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, ορίζεται ότι: «1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. 2. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν: α) …, β) τις ελαφρυντικές … περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, γ) …, δ) …, ε) …, στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου, […]». Ταυτοσήμου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 108 του Κώδικα πριν από την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του (ΣτΕ 640/2018). Περαιτέρω, στο άρθρο 114 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο (ΣτΕ 640/2018, 648/2016, 2933/2015), μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. 2. […] 3. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. […]». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αλλά και των ταυτοσήμου περιεχομένου διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 114 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ίσχυαν πριν την ως άνω αντικατάστασή τους, όταν σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα διαπιστώνεται ρητά χωρίς αμφιβολίες η ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών, αυτά γίνονται δεκτά στην πειθαρχική δίκη όπως στην ποινική απόφαση ή στο αμετάκλητο βούλευμα. Η αυτή δέσμευση γεννάται από αμετάκλητη ποινική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα και για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν δικάζει επί προσφυγής, κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εφόσον η ύπαρξη ή ανυπαρξία τους έχει διαπιστωθεί αμετακλήτως από ποινική απόφαση ή βούλευμα (ΣτΕ 640/2018, 1360-1361, 648/2016, 2933/2015, 4311, 1602/2012, 1312/2009 κ.ά.).
14.12.2009 Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: η προσφεύγουσα υπάλληλος με βαθμό Α’ του κλάδου ΔΕ Εφοριακών στη Δ.Ο.Υ. …, συνελήφθη στο κατάστημα της υπηρεσίας της στις με προσημειωμένα χαρτονομίσματα, κατόπιν καταγγελίας της επιτηδευματία Ε.Μ. ότι η προσφεύγουσα, στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος του φακέλου για τη διακοπή της δραστηριότητας της επιτηδευματία, ζήτησε μέσω της λογίστριας της τελευταίας το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ προκειμένου να αποκρύψει φορολογική παράβαση. Με το Δ2Γ 10888 ΕΞ 2011 ΕΜΠ/3.2.2011 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών η προσφεύγουσα παραπέμφθηκε στο Ζ’ Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου αυτού για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την 16/7.7.2011 απόφαση έκρινε ένοχη την προσφεύγουσα για τα ανωτέρω παραπτώματα και της επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης έξι (6) μηνών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν ενστάσεις ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και την προσφεύγουσα. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την προσβαλλόμενη απόφαση επέβαλε στην προσφεύγουσα την ποινή της οριστικής παύσης κατόπιν αποδοχής της ένστασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.
6. Επειδή, το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, εκφέρει δική του ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τη σοβαρότητά τους εν όψει και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και σχετικά με την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υποθέσεως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του (ΣτΕ 640/2018, 1649-1650, 1360- 1361/2016, 4003, 3871/2015, 2589/2013, 4659, 2693/2012 κ.ά.). Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι λόγοι της προσφυγής περί πλημμελούς αιτιολογίας της πειθαρχικής αποφάσεως (ΣτΕ 640/2018, 1649-1650, 163/2016, 4003, 2503/2015 κ.ά.) και περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων (1649-1650/2016, 3872, 2503/2015,
3897/2013, 2693/2012 κ.ά.). Ομοίως, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής και ο λόγος της προσφυγής, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας σε βάρος της προσφεύγουσας πειθαρχικής ποινής δεν συνεκτιμήθηκε η υπηρεσιακή της εικόνα κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας (ΣτΕ 1527/2019).
7. Επειδή, με την 6306/2016 απόφαση του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών η προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας. Η απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς δεν ασκήθηκε κατ’ αυτής αίτηση αναίρεσης (βλ. τις από 23.5.2018 βεβαιώσεις του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και της Προϊσταμένης του Τμήματος Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Εφετείου Αθηνών), έκρινε την προσφεύγουσα ένοχη ότι στις 9.12.2009 με την ιδιότητα της υπαλλήλου και, ειδικότερα, της εφοριακού στη Δ.Ο.Υ. Αιγάλεω, απαίτησε κατά παράβαση των καθηκόντων της, από την Ε.Μ., ιδιοκτήτρια επιχείρησης, το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ το οποίο έλαβε στις
14.12.2009 προκειμένου να μην καταλογίσει παράβαση ύψους 3.000 ευρώ στην έκθεση ελέγχου που όφειλε να συντάξει για τη διακοπή εργασιών της εν λόγω επιχείρησης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η ποινή της οριστικής παύσης διότι, προκειμένου να αποκρύψει φορολογική παράβαση της ανωτέρω επιτηδευματία Ε.Μ., η οποία είχε ζητήσει τη διακοπή εργασιών της επιχείρησής της, ζήτησε το ποσό των 1.500 ευρώ, για να μην της επιβληθεί πρόστιμο. Ειδικότερα, στις η ανωτέρω επιτηδευματίας παρέδωσε στην προσφεύγουσα φάκελο ο οποίος περιείχε 1.500 ευρώ σε χαρτονομίσματα που είχαν προσημειωθεί και δοθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία του φακέλου, ιδιαιτέρως δε την προαναφερόμενη απόφαση του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, είναι δεσμευτική γι αυτό, αφού στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, κρίνει ότι η προσφεύγουσα τέλεσε τις αποδοθείσες σ’ αυτήν παράνομες πράξεις, οι οποίες στοιχειοθετούν τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 παρ. 1. περ. β’ και 109 παρ. 2 περ. δ’ του Υπαλληλικού Κώδικα.
8. Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και συνεκτιμώντας το είδος και τη βαρύτητα των ανωτέρω παραπτωμάτων, τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής τους και τον βαθμό υπαιτιότητας της προσφεύγουσας, κρίνει ότι η επιβληθείσα σε αυτήν πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης είναι εύλογη και προσήκουσα, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από αυτήν με την κρινόμενη προσφυγή είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.
9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Διά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην προσφεύγουσα τη δικαστική δαπάνη του
Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουάριου 2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 2020.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Ο Πρόεδρος του Γ’ Τμήματος