ΣτΕ 621/2021 Ιατρική Αμέλεια

Περίληψη:

Ιατρική αμέλεια. Χρηματική ικανοποίηση τέκνου λόγω ηθικής βλάβης του και ως αποζημίωση τούτου κατά το άρθρο 931 ΑΚ. Δεν είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου), όταν γίνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου περιπτώσεις που συνιστούν ειδικούς λόγους άρσεως του αδίκου. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, κατά το εδ. β της παρ. 4, επί ευγονικής ενδείξεως, όταν δηλαδή έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση «παθολογικού νεογνού» και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες (§ 4 περ. β`). Σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, η διακοπή της κύησης εμφανίζεται ως πράξη δικαιολογημένη και γι` αυτό όχι άδικη. Οι ανωτέρω όροι «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» και «παθολογικό νεογνό» πρέπει να ερμηνευθούν στενά και να θεωρηθούν ως «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» που συνεπάγεται γέννηση «παθολογικού νεογνού» μόνο εκείνες οι περιπτώσεις που πρόκειται να γεννηθεί παιδί, το οποίο θα πάσχει από μία ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, σε κάθε περίπτωση μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση ώστε να παρίσταται ιδιαίτερα σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί από την έγκυο η συνέχιση της κύησης. Η αναιρεσιβαλλομένη παρεβίασε εκ πλαγίου με την μη εφαρμογή τους τις διατάξεις του άρθρου 8 Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας (βδ 25-5/6-7-1955) και την παρ. 4 άρθρ. 47 ν. 2071/1992, καθ’ όσον ελλείψει ενημερώσεως από τον ανωτέρω ιατρό στέρησε από τους αναιρεσείοντας το δικαίωμα επιλογής.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2017, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Σύμβουλοι, Αικ. Ρωξάνα, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Κατσιώνη.
Για να δικάσει την από 10 Αυγούστου 2007 αίτηση:
των: 1) Σ. Κ.. του Α. και 2) Ε. Κ..-Π.. του Δ…, κατοίκων Μεταξοχωρίου Ηρακλείου Κρήτης, ατομικά και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους Ά. Κ. του Σ., οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Ευτυχία Κατσαρού (Α.Μ. 914 Δ.Σ. Ηρακλείου), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου Βενιζέλειο-Πανάνειο, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης (Λεωφ. Κνωσού), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Βασιλεία Χασουράκη (Α.Μ. 707 Δ.Σ. Ηρακλείου) που την διόρισε με την υπ’ αριθ. 92/2017 απόφαση του Διοικητού του Νοσοκομείου.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 65/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή με την κρινομένη αίτηση, για την οποία κατεβλήθη το κατά νόμον παράβολο (ειδικά δελτία υπ΄ αριθμ. 2947406, 2947407 και 2947408 έτους 2007) και η οποία ασκείται από τους αναιρεσείοντας ατομικά, αλλά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των Α. Κ., του οποίου αυτοί έχουν την γονική μέριμνα, ζητείται η αναίρεση της 65/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, με την οποία απερρίφθη έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 505/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία είχε απορριφθεί αγωγή των, στρεφομένη κατά του αναιρεσιβλήτου. Με την αγωγή αυτή, όπως το αίτημα της μετετράπη με υπόμνημα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό και εν μέρει καταψηφιστικό, εζητείτο να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου να καταβάλη νομιμοτόκως για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των ποσό 410.858 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τούτου και ποσό 146.735 ευρώ, ως αποζημίωση τούτου κατά το άρθρο 931 ΑΚ, καθώς και να υποχρεωθή το αναιρεσίβλητο να καταβάλη νομιμοτόκως ποσό 58.694 ευρώ σε έκαστο τούτων ατομικώς, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των ιδίων και ποσό 29.347 ευρώ για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τούτου. Και τούτο, εξ αιτίας της γεννήσεως του ως άνω ανηλίκου τέκνου των αναιρεσειόντων, πάσχοντος από συγγενή αναπηρία (φωκομέλεια), η οποία δεν διεγνώσθη κατά την διάρκεια της κυήσεως, λόγω ελλείψεως επιμελείας, όπως προβάλλεται, ιατρού του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου.
2. Επειδή το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς, αναγόμενο στα ζητηθέντα με την αγωγή των αναιρεσειόντων ποσά, υπερβαίνει ως προς έκαστο τούτων, ήτοι τόσο ως προς το τέκνο των, δια τα ζητούμενα δια λογαριασμό του από τους αναιρεσείοντας, ως έχοντας την γονική μέριμνα, ποσά, όσο και ως προς τους ιδίους δια τα ζητηθέντα δι’ έκαστον τούτων ποσά, το κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 πδ 18/89, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 και 5 του ν. 2944/2001 ισχύον ελάχιστο όριο για το παραδεκτό της αιτήσεως (5.900 ευρώ).
3. Επειδή στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.», στο δε άρθρο 106 του ΕισΝΑΚ ορίζεται: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.» Εξ άλλου, στο άρθρο 932 ΑΚ ορίζεται: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995). Εξ άλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως (Σ.τ.Ε. 2796/2006 7μ., 2741/2007, 1019/2008, 4133/2011 7μ, 2669/2015, 1608/2016). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενεργείας ή παραλείψεως υλικής ενεργείας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ή, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 1608/2016, 2669/2015, 266/2013). Τέλος, στο άρθρο 931 ΑΚ ορίζεται: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του.».
4. Επειδή στο άρθρο 13 του α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16) ορίζεται ότι: «Ο ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα», στο άρθρο 24 του ίδιου α.ν. ορίζεται ότι: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, που διετηρήθη σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικος (άρθρο 47 ΕισΝΑΚ), σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 του Α.Κ. και 105 – 106 ΕισΝΑΚ, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων, δύναται να θεμελιωθή ευθύνη νοσοκομείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, προς αποζημίωση για την ζημία που υπέστη ασθενής από κάθε αμέλεια του ιατρικού προσωπικού αυτού, ακόμη και ελαφρά, αν το όργανο του νοσοκομείου, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Στην περίπτωση αυτή το νοσοκομείο ευθύνεται αναλόγως και για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 299 και 932 Α.Κ. (ΣτΕ 1253/2017, 1608/2016, 1717/2016, 710/2016, 572/2013).
5. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 8 του από 25-5/6-7-1955 βδ «Περί Κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας» (φ. 171 τ. Α΄) ορίζεται: «α) Ο ιατρός οφείλει απόλυτον σεβασμόν προς την τιμήν και την προσωπικότητα του ανθρώπου. Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε μη ενδεδειγμένη θεραπευτική ή χειρουργική επέμβασις ή πειραματισμός δυνάμενος να θίξη το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας και την ελευθέραν βούλησιν ασθενών εχόντων σώας τας φρένας. β) …». Περαιτέρω, στο άρθρο 47 του ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» (φ. 123 τ. Α΄) ορίζεται: «Τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς. 1. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα προσεγγίσεως στις υπηρεσίες του νοσοκομείου, τις πλέον κατάλληλες για τη φύση της ασθενείας του. 2. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα της παροχής φροντίδας σ΄ αυτόν με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του. … 3. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν. … 4. Ο ασθενής δικαιούται να ζητήσει να πληροφορηθεί ότι αφορά την κατάστασή του. Το συμφέρον του ασθενούς είναι καθοριστικό και εξαρτάται από την πληρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που του δίνονται. Η πληροφόρηση του ασθενούς πρέπει να του επιτρέπει να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της καταστάσεώς του και να λαμβάνει αποφάσεις ο ίδιος ή να μετέχει στη λήψη αποφάσεων που είναι δυνατό να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του. 5. Ο ασθενής …, έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί, πλήρως και εκ των προτέρων για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιασθούν ή να προκύψουν εξ αφορμής εφαρμογής σε αυτόν ασυνήθων ή πειραματικών διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Η εφαρμογή των πράξεων αυτών στον ασθενή λαμβάνει χώρα μόνο ύστερα από συγκεκριμένη συγκατάθεση του ιδίου. Η συγκατάθεση αυτή μπορεί να ανακληθεί από τον ασθενή ανά πάσα στιγμή. ….». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 2071/1992 συνάγεται, ότι ο ιατρός υποχρεούται να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς πριν από τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σ’ αυτόν. Η συναίνεση δε του ασθενούς είναι έγκυρη και ισχυρή μόνο εφόσον έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωση αυτού από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του και την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή ή διαγνωστική πράξη (βλ. ΣτΕ 717/2018, πρβ. ΑΠ 424/2012, 687/2013). Ο ιατρός υποχρεούται να ενημερώνει, μεταξύ άλλων, τον ασθενή και για τις συνιστώμενες διαγνωστικές εξετάσεις και ειδικώτερα για το είδος, την διαδικασία, τους πιθανούς κινδύνους, το επιδιωκόμενο με την προτεινόμενη διαγνωστική μέθοδο αποτέλεσμα, καθώς και για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτής εν σχέσει με άλλες διαγνωστικές μεθόδους. Αν η ενημέρωση του ασθενούς δεν είναι πλήρης υπό την ανωτέρω έννοια, δεν παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να διαμορφώσει ελευθέρως τη βούλησή του και να επιλέξει συγκεκριμένη διαγνωστική μέθοδο, σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και τους κινδύνους από την τυχόν μη επαρκή αξιολόγηση της καταστάσεως της υγείας του.
6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικος (ΠΚ), όπως ετροποποιήθη με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 1609/1986 (φ. 86 τ. Α΄), ορίζονται τα εξής: «Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης. 1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την εγκυμοσύνη της τιμωρείται με κάθειρξη. 2. α. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της … τιμωρείται με φυλάκιση … 2.β. … 3. Έγκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος. 4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από ιατρό μαιευτήρα – γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες. γ) … δ) … 5. …».
7. Επειδή, όπως έχει κριθή (ΑΠ 10/2013), από το άρθ. 304 §§ 1-3 ΠΚ συνάγεται ο κανόνας ότι απαγορεύεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης και γι` αυτό άλλωστε τιμωρείται με τις ποινές που το άρθρο αυτό κατά περίπτωση αναφέρει. Κατ’ εξαίρεση, δεν είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου), όταν γίνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου περιπτώσεις που συνιστούν ειδικούς λόγους άρσεως του αδίκου. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, κατά το εδ. β της παρ. 4, επί ευγονικής ενδείξεως, όταν δηλαδή έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση «παθολογικού νεογνού» και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες (§ 4 περ. β`). Σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, η διακοπή της κύησης εμφανίζεται ως πράξη δικαιολογημένη και γι` αυτό όχι άδικη. Από την ποινική αυτή ρύθμιση συνάγεται η νόμιμη δυνατότητα της εγκύου γυναίκας να σταθμίσει ελεύθερα, στα πλαίσια του άρθ. 5§1 Συντ., αν πειθόμενη στις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή άλλες πεποιθήσεις της θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση του «παθολογικού νεογνού» ή θα τη διακόψει συναινώντας στην καταστροφή του εμβρύου χάριν της ελευθερίας της και του – ανθρωπίνως – δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της να αποκτήσει ένα υγιές παιδί. Εάν τελεί σε γάμο, η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί από κοινού με το σύζυγο της κατά το άρθ. 1387§1 ΑΚ διότι πρόκειται για (βασικό μάλιστα) θέμα του συζυγικού βίου. Η επιλογή της εγκύου να διακόψει τελικά μία τέτοια κύηση ως συνταγματικό θεμέλιο έχει τη διάταξη του άρθ. 5§1 του Συντ. η οποία προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου καθολικά, προστατεύοντας παράλληλα και όλα τα επί μέρους δικαιώματα που απορρέουν απ` αυτήν όπως της σωματικής ελευθερίας, της τιμής, της υγείας, αλλά και ορισμένες προεκτάσεις τους. Τέτοια (προέκταση) είναι και η επιλογή ή μη της μητρότητας στις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει μία τέτοια υπό προϋποθέσεις επιλογή. Αν λοιπόν η έγκυος παρακωλυθεί (είτε με πράξη είτε με παράλειψη τρίτου) στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα της κατά την έννοια του άρθ. 57 ΑΚ και, αν η προσβολή είναι υπαίτια, δικαιούται να αξιώσει την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης (άρθ. 59 ΑΚ). Τέτοια αξίωση έχει και ο σύζυγός της, έστω και αν δεν είναι ο άμεσα προσβαλλόμενος, διότι, αφενός, η απόφαση της συνεχίσεως ή διακοπής της κυήσεως δεν είναι ατομικό θέμα της εγκύου αλλά κοινό θέμα του συζυγικού τους βίου και, αφετέρου, λόγω της στενής (συζυγικής) σχέσεως του με την έγκυο οι επί της προσωπικότητας αυτής δυσμενείς συνέπειες αντανακλώνται και σ` αυτόν. Για να συντρέξει όμως μία τέτοια προσβολή της προσωπικότητας των συζύγων πρέπει να στοιχειοθετούνται όλες οι κατ` άρθ. 304§4 περ. β` ΠΚ προϋποθέσεις επιτρεπτής διακοπής της κυήσεως λόγω ευγονίας και κυρίως να έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση «παθολογικού νεογνού». Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που επιβάλλουν τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, στην οποία περιλαμβάνεται και η αγέννητη ζωή, η προστασία της οποίας όμως δεν είναι κατά το Σύνταγμα απόλυτη ώστε να έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου έννομου αγαθού, γι` αυτό και είναι συνταγματικά επιτρεπτή η άρση της δικαιϊκής υποχρέωσης προς κυοφορία σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των οποίων έγινε από τον νομοθέτη στο άρθ. 304§4 ΠΚ., συνάγεται ότι κανόνας είναι η υποχρέωση της εγκύου να συνεχίσει την κυοφορία και εξαίρεση η δυνατότητα διακοπής της. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω όροι «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» και «παθολογικό νεογνό» πρέπει να ερμηνευθούν στενά και να θεωρηθούν ως «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» που συνεπάγεται γέννηση «παθολογικού νεογνού» μόνο εκείνες οι περιπτώσεις που πρόκειται να γεννηθεί παιδί, το οποίο θα πάσχει από μία ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, σε κάθε περίπτωση μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση ώστε να παρίσταται ιδιαίτερα σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί από την έγκυο η συνέχιση της κύησης. Ενιαίος κανόνας ή ονομαστική αναφορά τέτοιων “ανωμαλιών” δεν μπορεί να συνταχθεί εκ των προτέρων, διότι και η ποικιλία αυτών είναι μεγάλη και η ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης αφενός περιορίζει καθημερινά τα όρια του ανίατου και αφετέρου διευρύνει τις δυνατότητες διορθωτικών επεμβάσεων. Κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα ανωτέρω αυστηρά κριτήρια, τα οποία επιβάλλονται από τη διαπίστωση ότι συνταγματικός κανόνας είναι η διατήρηση της ζωής (ακόμη και της αγέννητης) και όχι η καταστροφή της (ΑΠ 10/2013).
8. Επειδή, περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 304 παρ. 4 περ. β του ΠΚ, όπως κατά τα ανωτέρω ισχύει, 47 του ν. 2071/1992, 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, 57, 59 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι ευθύνη Νοσοκομείου (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που ιατρός νοσοκομείου παραλείψει να ενημερώσει ειδικώς τους υποψήφιους γονείς ως προς τις ενδεδειγμένες προγεννητικώς εξετάσεις προς διάγνωση τυχόν ενδείξεων σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που επάγονται τη γέννηση «παθολογικού νεογνού», το είδος, τη διαδικασία και τις διαγνωστικές δυνατότητες εκάστης διαγνωστικής μεθόδου, αλλά και τις συνέπειες παραλείψεως μιας εξετάσεως με αποτέλεσμα, ελλείψει επαρκούς ενημερώσεως και άρα χωρίς έγκυρη συναίνεσή της, η έγκυος γυναίκα να επιλέξει να υποβληθεί σε εξέταση, από την οποία δεν καθίσταται δυνατή η διάγνωση σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου και να παρακωλυθεί στην επιλογή της, συντρεχουσών και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, να συνεχίσει ή μη την εγκυμοσύνη. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν η ανωτέρω πράξη ή παράλειψη οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του ιατρού ή άλλων δημοσίων οργάνων του νοσοκομείου. Η σχετική δε αξίωση είναι αυτοτελής σε σχέση με τυχόν αξίωσή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ της γεννήσεως τέκνου με ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση (πρβλ. ΣτΕ 717/2018).
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, η δεύτερη των αναιρεσειόντων, σύζυγος του πρώτου και μητέρα τότε, ήδη, δύο τέκνων, μετέβη, την 22-1-1999, στο Τμήμα των εξωτερικών μαιευτικών ιατρείων του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου -το οποίο λειτουργούσε, κατά το χρόνο αυτό στο Απολλώνειο Θεραπευτήριο Ηρακλείου- και εξητάσθη από τον ιατρό μαιευτήρα – γυναικολόγο Γ.Κ.. Από την εξέταση διεπιστώθη ότι ήταν έγκυος 8 εβδομάδων και της συνεστήθη η διενέργεια των απαιτουμένων εξετάσεων. Ακολούθησε δεύτερος έλεγχος από τον ως άνω ιατρό, την 5-3-1999, κατά τον οποίο προσκομίσθηκαν και ελέγχθηκαν τα αποτελέσματα των διενεργηθεισών εξετάσεων. Την 22-4-1999 η ανωτέρω υπεβλήθη από τον ίδιο ιατρό σε υπερηχογραφικό έλεγχο με το υπάρχον στο Νοσοκομείο μηχάνημα υπερηχογραφίας, της συνεστήθη δε περαιτέρω έλεγχος (υπερηχογραφικός) σε διαγνωστικό κέντρο εκτός Νοσοκομείου, διότι το τελευταίο δεν διέθετε το αναγκαίο μηχάνημα για την εκτέλεσή του. Την ίδια ημέρα (22-4-1999) η αναιρεσείουσα υπεβλήθη σε υπερηχογραφικό έλεγχο στο ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο «ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΥΓΕΙΑ» Ηρακλείου, κατά τον οποίο διεπιστώθη φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός του εμβρύου. Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα εξητάσθη ακόμη μία φορά στα εξωτερικά ιατρεία του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, την 18-6-1999, την 29-7-1999 δε εγέννησε με καισαρική τομή άρρεν τέκνο, το οποίο εμφανίζει συγγενή ακρωτηριασμό των κάτω άκρων από το ύψος των γονάτων (φωκομελία κάτω άκρων), ήτοι βαρειά αναπηρία ( βλ. ΙΑ 878/1-5-2002 βεβαίωση του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Παίδων Π. και Α. Κ….). Με την από 10-10-2001 αγωγή τους, ασκηθείσα από αυτούς ατομικώς, αλλά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, ως έχοντας την γονική μέριμνα τούτου, οι ήδη αναιρεσείοντες, γονείς του ως άνω τέκνου, ισχυρίσθηκαν ότι ο ανωτέρω ιατρός άσκησε πλημμελώς τα καθήκοντα του, διότι αφ΄ ενός μεν, καίτοι ήτο έμπειρος ιατρός και είχε στη διάθεση του τα σχετικά μέσα, δεν διέγνωσε προγεννητικώς την αναπηρία του τέκνου των, η οποία, όπως προέβαλαν, είναι δυνατόν να διαγνωσθή από τους πρώτους μήνες της κυήσεως και μάλιστα με απλό υπερηχογράφημα και αφ΄ ετέρου, κατά βαρεία, όπως προέβαλαν, παράβαση των καθηκόντων του δεν πραγματοποίησε ο ίδιος, αλλά ούτε και τους συνέστησε την διενέργεια μορφολογικού ή δευτέρου επιπέδου υπερηχογραφήματος, το οποίο, κατά τα προβαλλόμενα, «διενεργείται επιβεβλημένα σε όλες τις κυήσεις κατά την 20ή εβδομάδα», ούτε τους ενημέρωσε για την αναγκαιότητα αυτού. Προέβαλαν δε ότι, αν ο ανωτέρω ιατρός είχε διαγνώσει εγκαίρως την ανώμαλη ανάπτυξη του εμβρύου, θα αποφάσιζαν την διακοπή της κυήσεως. Ζήτησαν δε, όπως το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά τους μετετράπη εν συνεχεία εν μέρει σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθή η υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου να καταβάλη νομιμοτόκως για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των ποσό 410.858 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τούτου και ποσό 146.735 ευρώ, ως αποζημίωση τούτου κατά το άρθρο 931 ΑΚ, καθώς και να υποχρεωθή το αναιρεσίβλητο να καταβάλη νομιμοτόκως ποσό 58.694 ευρώ σε έκαστο τούτων ατομικώς, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των ιδίων και ποσό 29.347 ευρώ για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τούτου. Προς απόδειξη των ισχυρισμών των επεκαλέσθησαν και προσεκόμισαν την 3162/2002 ένορκη κατάθεση ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου Ευγ. Μπορμπουδάκη του Ε.Α., ο οποίος δήλωσε «… βεβαιώνω ότι η Ε.Κ. έμαθε το γεγονός ότι ήταν έγκυος τον Ιανουάριο του έτους 1999. Την παρακολουθούσε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο ο γιατρός Γ.Κ., ο οποίος της έκανε και τις εξετάσεις για την εγκυμοσύνη. Από ότι έλεγε η ίδια … της συνέστησε να κάνει ένα υπερηχογράφημα γιατί δεν άκουγε από ότι έλεγε την καρδιά του εμβρύου καλά. Επισκέφθηκε λοιπόν την Παγκρήτια Υγεία και έκανε το υπερηχογράφημα που της συνέστησε. Δεν της συνέστησε να πάει να κάνει τον αναλυτικό υπέρηχο για να δεί την γενική κατάσταση του εμβρύου … Η Ε.. αν διαπίστωνε ότι δεν ήταν αρτιμελές από τον υπέρηχο, τότε θα προχωρούσε στη διακοπή της κύησης …». Το αναιρεσίβλητο Νοσοκομείο προέβαλε ότι ο ιατρός, που παρακολουθούσε την αναιρεσείουσα, επέδειξε την δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά την διάρκεια της κυήσεως, λαμβανομένου υπ΄ όψιν ότι διενεργήθηκαν όλες οι απαιτούμενες εξετάσεις ελέγχου εγκυμοσύνης και τα τακτικά υπερηχογραφήματα, που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στην μαιευτική κλινική του εν λόγω νοσοκομείου και ότι λόγω ελλείψεως τεχνικών μέσων για την διενέργεια του υπερηχογραφήματος β΄ επιπέδου, ο ως άνω ιατρός συνέστησε στην αναιρεσείουσα την διενέργεια υπερηχογραφήματος β΄ επιπέδου εκτός νοσοκομείου προς πληρέστερο έλεγχο, το οποίο, όμως, αυτή δεν εκτέλεσε. Προσεκόμισε δε και επεκαλέσθη σχετικώς: 1) την από 17-1-2003 ιατρική βεβαίωση του Διευθυντού της Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του ανωτέρω Νοσοκομείου Γ.Μ., όπου βεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «…Αναφορικώς με το θέμα των υπερηχογραφημάτων στη διάρκεια της κυήσεως γίνονται κυρίως τρία στους κάτωθι χρόνους: … Από 21η 23η εβδομάδα κυήσεως το β΄ επιπέδου μεγάλο αναλυτικό U/S προς ακριβή και πληρέστερο εμβρυϊκό έλεγχο – σωματολογικό του εμβρύου και αποκλεισμό άλλων πιθανών συγγενών ανωμαλιών … Τέτοιου είδους U/S δεν γίνονται στη κλινική μας λόγω ανυπαρξίας εξειδικευμένου προσωπικού. Το υπερηχογραφικό μηχάνημα που είχαμε κατά το έτος 1999 του συμβάντος είναι παλαιού τύπου του 1985 … με πολύ περιορισμένες δυνατότητες εν σχέσει με τα σημερινά μοντέρνα μηχανήματα. Επιπλέον, στην κλινική μας δεν γίνονται U/S εξειδικευόμενα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Εξ όσων γνωρίζω, ο κ. Κ. … συνέστησε στην έγκυο, όπως και σε κάθε έγκυο που παρακολουθεί να γίνονται τα εν λόγω U/S στους αντίστοιχους χρόνους ανεξαρτήτως οικονομικής, ασφαλιστικής ή μη ταμειακής καλύψεώς τους. Δεν συντρέχει δε ουδείς λόγος να γίνονται αντί αυτών τα απλά U/S που κι εδώ στην κλινική μας γίνονται.», 2) την Τ.Υ. 657/23-6-2003 βεβαίωση του Τμήματος Βιοϊατρικής Τεχνολογίας της Διεύθυνσης Τεχνικής Υπηρεσίας του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, κατά την οποία «ο Υπέρηχος ACOMA, ο οποίος ήταν σε χρήση στο Απολλώνειο Θεραπευτήριο κατά τη χρονική περίοδο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1999, δεν είχε την απαιτούμενη διακριτική δυνατότητα για Β΄ επιπέδου εξετάσεις σε κυοφορούσες». Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν απεδείχθη ότι ο εν λόγω ιατρός παρέλειψε εν προκειμένω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του αναιρεσιβλήτου κατά τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ και απέρριψε την αγωγή. Επί εφέσεως δε των αναιρεσειόντων εξεδόθη η ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το δικάσαν δικαστήριο εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ και 932 ΑΚ, 13, 24 του αν 1565/1939, 47 παρ. 1, 4 του ν. 2071/1992, 4 της Α3β/οικ.2799/25/27-2-1987 αποφάσεως των Υπουργών Υγείας και Εργασίας με τίτλο «Τρόπος προστασίας της υγείας της γυναίκας που υποβάλλεται σε τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης» (φ. 103 τ. Β΄) και 304 παρ. 4 περ. β ΠΚ. Αφού δε εξετίμησε τους εκατέρωθεν προβληθέντας ισχυρισμούς και τα προσαχθέντα αποδεικτικά στοιχεία – και αφού έκρινε απαράδεκτη την το πρώτον κατ΄ έφεσιν προσκόμιση και επίκληση από το αναιρεσίβλητο ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αθ. Ζαχαριουδάκη του ιατρού μαιευτήρος Μ.-Ε. Φ., ο οποίος επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό ότι ο ιατρός Κ. είχε συστήσει πραγματοποίηση υπερήχου β΄ επιπέδου, και, περαιτέρω, εκτιμώντας την κατάθεση του μάρτυρος των αναιρεσειόντων Ε.Α., δεν επείσθη από αυτήν «διότι ο μάρτυς αυτός δεν κατέθεσε γεγονότα τα οποία υπέπεσαν στην προσωπική του αντίληψη, αλλά όσα γνωρίζει εκ των διηγήσεων» της ήδη αναιρεσειούσης- εδέχθη ότι ο «ιατρός Γ.Κ. που παρακολουθούσε την πορεία της εγκυμοσύνης της δεύτερης εκκαλούσας (σ. ήδη αναιρεσειούσης), ενεργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, κατά την εξέταση της 22-4-1999, ενώ δηλαδή, αυτή διήγε την 20η-21η εβδομάδα της κυήσεως, της συνέστησε να πραγματοποιήσει αναλυτικό υπερηχογράφημα (β΄ επιπέδου), το οποίο εφόσον το Νοσοκομείο δεν διέθετε το απαιτούμενο μηχάνημα και ειδικευμένο γι’ αυτό προσωπικό έπρεπε να γίνει εκτός αυτού (βλ. καρτέλα νοσηλείας με σημείωση παραπλεύρως της ημερομηνίας 22-4-1979 “συνεστήθη U/S έξω” και ανωτέρω βεβαίωση του Διευθυντή της οικείας κλινικής περί των περιορισμένων τεχνικών δυνατοτήτων του υπάρχοντος στο Νοσοκομείο μηχανήματος και της πρακτικής να παραπέμπονται οι έγκυοι για πραγματοποίηση αναλυτικού υπερηχογραφήματος σε διαγνωστικά κέντρα εκτός Νοσοκομείου).». Απέρριψε δε ως αβασίμους τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων. Περαιτέρω το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε, εν όψει των διαλαμβανομένων στην ανωτέρω βεβαίωση του Διευθυντού της κλινικής του αναιρεσιβλήτου και στην βεβαίωση του τμήματος Βιοϊατρικής Τεχνολογίας της Διευθύνσεως Τ.Υ. του Νοσοκομείου, τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι ο εν λόγω ιατρός θα μπορούσε να είχε διαγνώσει την αναπηρία του τέκνου των με το υπάρχον στο Νοσοκομείο μηχάνημα, ενώ έκρινε αλυσιτελή και τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι ο ως άνω ιατρός δεν διέγνωσε την αναπηρία ούτε και κατά την εξέταση της 18-6-1999, όταν η αναιρεσείουσα διήγε την 29η εβδομάδα της κυήσεως, με την αιτιολογία ότι «ακόμη και να διεπιστώνετο αυτή δε θα μπορούσε να διακοπεί, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, νομίμως η κύηση». Κατόπιν δε τούτων, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η γέννηση του τέκνου της αναιρεσειούσης με την προαναφερθείσα αναπηρία «δεν οφείλεται σε λανθασμένες εκτιμήσεις και ενέργειες του θεράποντος ιατρού της, ούτε σε πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του, αλλά στη μη πραγματοποίηση της συστηθείσης απ΄ αυτόν αναγκαίας εξέτασης (υπερηχογράφημα β΄ επιπέδου) μέσω της οποίας θα ήταν δυνατή, ενδεχομένως, η διαπίστωση των συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου και για το λόγο αυτό δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εφεσιβλήτου (σ. αναιρεσιβλήτου) κατ΄ άρθρο 106 Εισ. Ν. Α.Κ.». Κατ’ ακολουθίαν τούτων με την αναιρεσιβαλλομένη εκρίθη ότι ορθώς είχε απορριφθή η αγωγή των αναιρεσειόντων πρωτοδίκως και απερρίφθησαν όσα περί του αντιθέτου προεβάλλοντο με την έφεση.

10. Επειδή ήδη με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν από το δικάσαν δικαστήριο ουσιώδεις ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων και ειδικώτερα οι ισχυρισμοί α) ότι η 2η των αναιρεσειόντων καθ΄ όλη την διάρκεια της κυήσεως παρακολουθείτο αποκλειστικώς από τον ιατρό του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου Γ.Κ., ο οποίος την υπέβαλε σε υπερηχογραφήματα ανά μήνα περίπου και διεβεβαίωνε ότι η κύηση και η κατάσταση του κυοφορουμένου ήσαν φυσιολογικές, β) ότι ο ανωτέρω ιατρός ήτο έμπειρος και εξειδικευμένος επιστήμων και αν έδειχνε την δέουσα επιμέλεια θα είχε διαγνώσει την ανωμαλία, διότι η συγκεκριμένη έλλειψη των μελών είναι δυνατόν να διαγνωσθή από τους πρώτους μήνες της κυήσεως και μάλιστα με απλό υπερηχογράφημα, γ) ότι δεν συνέτρεχε λόγος (οικονομικός ή άλλης φύσεως) που να οδήγησε τους αναιρεσείοντας να πραγματοποιήσουν απλό και όχι β΄ επιπέδου υπερηχογράφημα στο διαγνωστικό κέντρο, δ) ότι η γνωμάτευση του ιατρού του διαγνωστικού κέντρου αφορούσε μόνο στην καρδιακή λειτουργία του εμβρύου και όχι την γενική του κατάσταση. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι είναι αναιτιολόγητη, αναπόδεικτη και αντιφατική η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι το μηχάνημα υπερηχογραφίας του αναιρεσιβλήτου είναι παλαιάς τεχνολογίας και δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει εξειδικευμένα υπερηχογραφήματα, καθ΄ όσον τούτο δεν αποδεικνύει ότι ο ανωτέρω ιατρός του αναιρεσιβλήτου ενήργησε lege artis, αλλά το αντίθετο, αφού, σύμφωνα με την από 1-7-03 βεβαίωση Γ.Μ. τα μορφολογικά υπερηχογραφήματα δεν επραγματοποιούντο ελλείψει εξειδικευμένου προσωπικού και όχι λόγω παλαιότητος μηχανήματος, ενώ άλλως τε, κατά τους αναιρεσείοντας, η ανωτέρω ανωμαλία του κυοφορουμένου διαγιγνώσκεται και με απλό υπερηχογράφημα, καθώς και ότι, κατά παράβαση των κανόνων περί αποδείξεως, η αναιρεσιβαλλομένη προσέδωσε μείζονα ισχύ στην βεβαίωση Γ.Μ. και δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως, διότι με αυτούς πλήσσονται ανέλεγκτες κατ΄ αναίρεσιν ουσιαστικές κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα γενόμενα από αυτό δεκτά πραγματικά περιστατικά και την εκτίμηση από αυτό των αποδείξεων.

11. Επειδή περαιτέρω προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη παρεβίασε εκ πλαγίου με την μη εφαρμογή τους τις διατάξεις του άρθρου 8 Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας (βδ 25-5/6-7-1955) και την παρ. 4 άρθρ. 47 ν. 2071/1992, καθ’ όσον ελλείψει ενημερώσεως από τον ανωτέρω ιατρό στέρησε από τους αναιρεσείοντας το δικαίωμα επιλογής. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως εν όψει όσων εκτίθενται ανωτέρω. Τούτο, διότι, καίτοι τόσο με την αγωγή όσο και με την έφεση οι αναιρεσείοντες είχαν προβάλει ότι ο προαναφερθείς ιατρός δεν τους είχε ενημερώσει για την αναγκαιότητα του υπερηχογραφήματος β΄ επιπέδου, το δικάσαν δικαστήριο δεν εξήτασε τον ισχυρισμό αυτό και δεν διέλαβε κρίση επί του ζητήματος, αν οι αναιρεσείοντες είχαν ενημερωθή επαρκώς ως προς το ιατρικώς ενδεδειγμένο της πραγματοποιήσεως της ως άνω προγεννητικής διαγνωστικής εξετάσεως και ως προς τις συνέπειες της παραλείψεώς της, προκειμένου να διασφαλισθεί η κατά τα προεκτεθέντα ελευθερία επιλογής ή μη της μητρότητας στις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει μία τέτοια υπό προϋποθέσεις επιλογή. Για τον λόγο δε αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και η υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα κρίση.

Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 65/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Χανίων προς νέα κρίση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσιβλήτου την δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων ύψους 920 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017 και 29 Μαρτίου 2018.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Μ. Καραμανώφ Β. Κατσιώνη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Μαΐου 2021.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Μ. Κωνσταντινίδου Β. Κατσιώνη

ThanasisΣτΕ 621/2021 Ιατρική Αμέλεια