ΣτΕ 2099-2019 Πυροσβεστική

Πυροσβεστικό Σώμα και κριτήρια κατάταξης δόκιμων πυροσβεστών. Πότε η απόκλιση από την αρχή της ισότητας των φύλων είναι συνταγματικά θεμιτή. Απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω φύλου, άμεση ή έμμεση, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις ή άλλα στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα. Πότε η υιοθέτηση παρεκκλίσεων από την ως άνω αρχή είναι επιτρεπτή. Οι διατάξεις που θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς υπό την μορφή ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών κατά την πρόσβασή τους στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου αντιβαίνουν στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος και της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, σε αντίθεση με τον καθορισμό κοινών -και για τα δύο φύλα- ορίων των επιδόσεων στις αθλητικές δοκιμασίες. Η επίδικη ρύθμιση του άρθρου 1 περ. 5 του π.δ. 19/2006, με την οποία προβλέπεται χαμηλότερο όριο αναστήματος για τις γυναίκες υποψηφίους, δεν συνιστά διάκριση λόγω φύλου, άμεση ή έμμεση. Ο νομοθέτης δύναται να θεσπίσει είτε απαίτηση ελαχίστου ύψους διαφορετικού για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, είτε απαίτηση ελαχίστου ύψους κοινού για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, μεριμνώντας ώστε ο καθορισμός αυτός να μην άγει σε αποκλεισμό δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων. Η διάταξη που προβλέπει χαμηλότερο όριο αναστήματος για τις γυναίκες υποψηφίους δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικά και στους άνδρες υποψηφίους. Η τυχόν θέσπιση κοινού ελάχιστου αναστήματος στο 1,70 μ., θα συνιστούσε έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, μη δικαιολογούμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η επίμαχη ρύθμιση δεν παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας και βρίσκεται εντός του πλαισίου των εξουσιοδοτικών διατάξεων του ν. 1590/1986. Ο εκκαλών δεν επικαλείται παραβίαση κάποιας άλλης, πλην του άρθρου 14, διάταξης της ΕΣΔΑ. Αβάσιμα προβάλλεται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λόγω της προηγούμενης προϋπηρεσίας του εκκαλούντος ως πυροσβέστη εποχικής απασχόλησης. Παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια του ΣτΕ.

   Αριθμός 2099/2019

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ Γ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Γ. Ποταμιάς, Α.- Μ. Παπαδημητρίου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Ι. Αργυράκη, Σύμβουλοι, Β. Γκέρτσος, Α. Παπαϊωάννου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Α. Γεωργακόπουλος.

 Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2009 έφεση:

 Του.., κατοίκου .. Κρήτης (..), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την έφεση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και ήδη Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Κατωπόδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 και κατά της υπ` αριθμ. 1483/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Β. Γκέρτσου.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση εφέσεως.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

 Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1048453/2009 ειδικό έντυπο παραβόλου).

 2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1483/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντος κατά: α) της 21686 Φ.300.2/9.5.2006 απόφασης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα πεντακοσίων σαράντα (540) Δοκίμων Πυροσβεστών Γενικών Υπηρεσιών, καθ’ ο μέρος με αυτή ορίσθηκε, ως απαραίτητο προσόν για τη συμμετοχή στον εν λόγω διαγωνισμό, ελάχιστο ανάστημα για τους υποψήφιους άνδρες 1,70 μ. ενώ για τις υποψήφιες γυναίκες 1,65 μ., και β) της 324/Φ.300.2/29.5.2006 πράξης της Επιτροπής παραλαβής δικαιολογητικών του Πυροσβεστικού Σώματος των υποψηφίων του Νομού Ηρακλείου, περί επιστροφής στον ήδη εκκαλούντα των δικαιολογητικών συμμετοχής του στον εν λόγω διαγωνισμό, με την αιτιολογία ότι, κατά την μέτρηση του αναστήματός του, διαπιστώθηκε ότι είχε «ύψος 1,66 μ., ενώ το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος για τους άνδρες υποψήφιους από την Προκήρυξη του διαγωνισμού είναι 1,70 μ.».

 3. Επειδή, η υπόθεση, η οποία, με την από 10.12.2017 πράξη της Προέδρου του Τμήματος, έχει εισαχθεί στην 7μελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας, συζητείται εκ νέου, κατόπιν της 8/2015 αναβλητικής απόφασης του Τμήματος και της από 18.10.2017 (C-409/16) απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος με την 1420/2016 απόφαση του Τμήματος.

 4. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. …», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», στο άρθρο 25 παρ. 1, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6-4-2011 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου … τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», στο δε άρθρο 116 παρ. 2, επίσης όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το ανωτέρω Ψήφισμα, ότι: «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών».

 5. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Από τη διάταξη, εξάλλου, της παρ. 2 του άρθρου 116, σε συνδυασμό με τη εκείνη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύουν μετά την αναθεώρησή τους με το ανωτέρω Ψήφισμα της 6-4-2001, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψης θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας και πρόσβασης αυτών στα διάφορα επαγγέλματα και, κατά συνέπεια, αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των φύλων. Συνάγεται, όμως, επίσης, από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν απαγόρευσε απολύτως, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες άσκησης συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την αρχή της ισότητας των φύλων, καθόσον μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή τουλάχιστον να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την αρχή αυτή, εκτός από την περίπτωση των θετικών μέτρων, είναι, κατ’ εξαίρεση, συνταγματικά θεμιτές εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από τον νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι εν λόγω αποκλίσεις θεσπίστηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν αυτές δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες άσκησης της εργασίας και είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ο περιορισμός, εξάλλου, της πρόσβασης των γυναικών σε ορισμένες θέσεις υπηρεσιών του Δημοσίου δύναται να κριθεί δικαιολογημένος μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προκύπτει ότι ο παράγων του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, ενώ, αντιθέτως, δεν δικαιολογείται εάν προκύπτει ότι ο παράγων του φύλου δεν παίζει κανένα ρόλο ή έχει ασήμαντη επιρροή στην άσκηση των εν λόγω καθηκόντων (ΣτΕ 1986/2005 Ολομ., 3018/2014 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος απορρέει η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ 2396/2004 Ολομ., 3052, 3058/2009 Ολομ., 959/2015 Ολομ., 1943/2018 Ολομ.), κατοχυρώνεται δε επίσης η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία επιλογής και άσκησης ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου. Και δύναται μεν ο νομοθέτης, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 1943/2018 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 2216/1975, 170/1988, 4064/1990). Το αυτό ισχύει και ως προς τους επιβαλλόμενους στην ελευθερία επιλογής επαγγέλματος περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει επίσης να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, να ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό και να τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου επαγγέλματος (ΣτΕ 1621/2012 Ολομ., 959/2015 Ολομ., 1943/2018 Ολομ.).

 6. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ. 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ C 321E της 29.12.2006, σ. 37 επ.) [νυν άρθρα 2 και 3 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)], αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης. Οι ανωτέρω διατάξεις ανακηρύσσουν την ισότητα ανδρών και γυναικών ως «καθήκον» και «στόχο» της Ένωσης και επιβάλλουν θετική υποχρέωση προαγωγής της στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων αυτής. Επίσης, στο άρθρο 141 παρ. 4 της αυτής Συνθήκης (βλ. ήδη άρθρο 157 παρ. 4 ΣΛΕΕ) ορίζεται ότι: «Προκειμένου να εξασφαλισθεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία». Με την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (ΕΕ L 39 της 14-2-1976, σελ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2002/73/ΕΚ (ΕΕ L 269 της 5-10-2002, σελ. 15), ορίσθηκε στο μεν άρθρο 2 ότι: «1. Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα … 2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: – «άμεση διάκριση»: όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση, – «έμμεση διάκριση»: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του ενός φύλου σε σύγκριση με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία, … 3. … 6. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, καθώς και την κατάρτιση με σκοπό την απασχόληση, ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικό με το φύλο δεν συνιστά διάκριση όταν, ως εκ της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκούνται, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί πραγματική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι νόμιμος και η προϋπόθεση ανάλογη. 7. … 8. Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα κατ’ άρθρο 141 παράγραφος 4 της Συνθήκης, για να εξασφαλίσουν εμπράκτως πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών», στο δε άρθρο 3 ότι: «1. Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά: α) τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση … ή την επαγγελματική ζωή, περιλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, … β) την πρόσβαση σε όλους τους τύπους και τα επίπεδα … επαγγελματικής κατάρτισης, … γ) … δ) … 2. Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι: α) οι νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καταργούνται … β) … ». Η Οδηγία 2002/73/ΕΚ μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3488/2006 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 191), με το άρθρο 20 παρ. 1 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων … εφόσον αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου». H Οδηγία 76/207/ΕΟΚ καταργήθηκε στη συνέχεια, από 15-7-2009, με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ «για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση)» (ΕΕ L 204 της 26-7-2006, σελ. 23), με την οποία οι διατάξεις της πρώτης αντικαταστάθηκαν με νεώτερες, αντίστοιχου κατά βάση περιεχομένου. Η εν λόγω Οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3896/2010 «Εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Εναρμόνιση της κείμενης νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ …» (Α΄ 207). Όπως έχει κριθεί, με τις ανωτέρω, αμέσου εφαρμογής, διατάξεις των Οδηγιών 76/207/ΕΟΚ, 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω φύλου, άμεση ή έμμεση, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω Οδηγιών δεν εξαιρούνται τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη – μέλη σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και τις συνθήκες εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις ή άλλα στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα, με σκοπό τη διασφάλιση του αξιόμαχου αυτών χάριν της δημόσιας ασφάλειας, εξωτερικής και εσωτερικής (C-273/97 Sirdar). Έχει επίσης κριθεί ότι η υιοθέτηση παρεκκλίσεων από την ως άνω αρχή είναι επιτρεπτή μόνον σε ειδικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας, καθόσον η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 2 της οδηγίας 76/207/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2002/73/ΕΚ, ως εισάγουσα δυνατότητα παρεκκλίσεων από ατομικό δικαίωμα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει οι εν λόγω παρεκκλίσεις να μην βαίνουν πέραν του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού μέτρου, καθώς και την επιδίωξη συμβιβασμού, στο μέτρο του δυνατού, μεταξύ της αρχής της ίσης μεταχείρισης και των απαιτήσεων της δημόσιας ασφάλειας, που είναι καθοριστικές για την άσκηση της οικείας κρατικής δραστηριότητας (C-222/84 Johnston, C-273/97 Sirdar, C-285/98 Kreil).

 7. Επειδή, με τον ν. 4661/1930 «Περί διοργανώσεως της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας εν τω Κράτει» (Α΄ 153) συγκροτήθηκε Πυροσβεστικό Σώμα, υπαγόμενο στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργού των Εσωτερικών, με αρμοδιότητα την κατάσβεση πυρκαϊών, τη λήψη και επιβολή προληπτικών μέτρων κατά του κινδύνου επεκτάσεως αυτών και την παροχή βοήθειας προς διάσωση των κινδυνευόντων από πυρκαϊά (άρθρο 1). Ακολούθως, με τον ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), το Πυροσβεστικό Σώμα εντάχθηκε ως κεντρική υπηρεσία του υπουργείου αυτού, στον κλάδο της πολιτικής άμυνας (άρθρο 2 παρ. 1 περ. ε΄ και 6 παρ. 2 περ. α΄) και ορίσθηκε ότι ο κλάδος αυτός έχει ως ειδικότερη αποστολή να αντιμετωπίζει σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές και υπηρεσίες, κάθε έκτακτη ανάγκη που προκύπτει από θεομηνίες και ατυχήματα ή άλλες καταστροφές σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου (άρθρο 6 παρ. 1). Με το άρθρο 11 του νόμου αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1590/1986 «Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1481/1984 – Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξεως και άλλες διατάξεις» (Α΄ 49), παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, να προτείνει την έκδοση π.δ. με τα οποία να ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, θέματα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία, την έδρα και τις αρμοδιότητες του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και σχετικά με τα προσόντα, τη διαδικασία επιλογής και την υπηρεσιακή κατάσταση του πυροσβεστικού προσωπικού (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 1590/1986). Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών, εξεδόθη το π.δ. 8/1991 «Οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος» (Α΄ 5), ακολούθως δε, με το π.δ. 210/1992 (Α΄ 99), κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 397/1998 (Α΄ 276), ορίζεται ότι: «2. Προορισμός και αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος είναι η ασφάλεια και η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του Κράτους από τους κινδύνους των πυρκαγιών και των θεομηνιών. Ειδικότερα η αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος συνίσταται: α. Στην κατάσβεση των πυρκαγιών σε καιρό ειρήνης και πολέμου, στη λήψη και επιβολή προληπτικών μέτρων για την αποφυγή του κινδύνου από την επέκτασή τους στην παροχή βοήθειας για τη διάσωση αυτών που κινδυνεύουν από την πυρκαγιά. β. Στην αντιμετώπιση τεχνολογικών ατυχημάτων και βιομηχανικών καταστροφών και στη διάσωση ατόμων και υλικών αγαθών που κινδυνεύουν από τις αιτίες αυτές. γ. Στη λήψη και επιβολή προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των κινδύνων και ζημιών από τις θεομηνίες, πλημμύρες, καταρρεύσεις και λοιπές καταστροφές και την παροχή κάθε βοήθειας για τη διάσωση των προσώπων που κινδυνεύουν από αυτές. δ. Στην περιφρούρηση και διαφύλαξη της περιουσίας που πυρπολήθηκε ή απειλήθηκε από τη φωτιά ή από άλλο κίνδυνο, μέχρι να παραδοθεί στην Αστυνομία ή στους κατόχους της. ε. Στην παροχή επί τόπου πρώτων βοηθειών στους τραυματισθέντες από τα παρακάτω δυστυχήματα και την άμεση μεταφορά τους σε νοσοκομείο ή κλινική, εφόσον δεν υπάρχει άλλος πιο πρόσφορος τρόπος. στ. Στην παροχή βοήθειας σε άτομα που εγκλωβίστηκαν σε ανελκυστήρες κτιρίων και τροχαία ατυχήματα. ζ. Στην εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος που απορρέει από άλλες διατάξεις και έχει σχέση με το πυροσβεστικό επάγγελμα καθώς και αυτού που αφορά τη συμβολή του Σώματος στην Πολιτική Σχεδίαση Έκτακτης Ανάγκης (Π.Σ.Ε.Α.). η. Στην ενίσχυση της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και των στρατιωτικών αρχών, εφόσον ζητηθεί για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών, που έχουν σχέση με την αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος, όπως αυτή περιγράφεται στο παρόν άρθρο θ. Στην έκδοση Πυροσβεστικών Διατάξεων από τον Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος και τους Διοικητές Περιφερειακών Διοικήσεων … ι. Στην υπόδειξη, επιβολή και έλεγχο προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων και μέσων πυροπροστασίας, όπως προβλέπεται από την νομοθεσία που ισχύει. ια. Στην ποινική δίωξη των πταισμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 433 του Ποινικού Κώδικα και τη διενέργεια προανακρίσεων για τα εγκλήματα εμπρησμού που αναφέρονται στα άρθρα 264, 266 και 267 του Ποινικού Κώδικα. ιβ. Στην εκπαίδευση και ενημέρωση του προσωπικού βιομηχανικών βιοτεχνικών, άλλων επιχειρήσεων, νοσηλευτικών ιδρυμάτων, σχολείων κ.λπ., καθώς και του κοινού σε θέματα άμεσης αντιμετώπισης πυρκαγιών και τρόπου πρόληψης αυτών, εφόσον αυτό ζητηθεί. ιγ. Στην εκπόνηση, σύνταξη και εφαρμογή σχεδίων πρόληψης και αντιμετώπισης μεγάλων πυρκαγιών ή άλλων καταστροφών σε συνεργασία και με άλλες δημόσιες ή δημοτικές αρχές, εφόσον χρειάζεται» (βλ. και τις μεταγενέστερες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 3511/2006 «Aναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος, αναβάθμιση της αποστολής του και άλλες διατάξεις» – Α΄ 258/27.11.2006).

 8. Επειδή, τα ζητήματα σχετικά με την κατάταξη του πυροσβεστικού προσωπικού στο Πυροσβεστικό Σώμα ρυθμίσθηκαν, κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω διατάξεων του ν. 1590/1986, αρχικώς με το π.δ. 365/1990 (Α? 144), στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέφθηκε ότι οι υποψήφιοι άνδρες που πρόκειται να καταταγούν στο Πυροσβεστικό Σώμα ως δόκιμοι πυροσβέστες πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ. και στηθική περίμετρο 0,85 (στοιχ. δ΄). Το ως άνω άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 8 του π.δ. 5/1995 (Α΄ 2), με το οποίο, κατ` επίκληση των αυτών εξουσιοδοτικών διατάξεων, θεσπίσθηκε κανονισμός κατάταξης και μεταθέσεων του πυροσβεστικού προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος. Με το άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. α΄ του κανονισμού αυτού προβλέφθηκε, το πρώτον, η δυνατότητα κατάληψης θέσεων πυροσβεστικού προσωπικού από γυναίκες, κατόπιν σχετικής παρατήρησης κατά την επεξεργασία του σχεδίου προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΠΕ 674/1994). Περαιτέρω, στο ως άνω άρθρο ορίσθηκε ότι οι υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν, μεταξύ άλλων προσόντων, “Ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ. οι άνδρες και 1,60 μ. οι γυναίκες χωρίς υποδήματα …” (στοιχ. δ΄). Το ως άνω ελάχιστο ανάστημα των γυναικών αυξήθηκε, στην συνέχεια, σε 1,65 μ., με το άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ. 397/1998 (Α΄ 276), κατά τροποποίηση της αντίστοιχης διάταξης του μεταγενέστερου κανονισμού κατάταξης (άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 170/1996 – Α΄ 131, διορθ. σφαλμ. Α΄ 96). Η απαίτηση να έχουν οι υποψήφιοι δόκιμοι πυροσβέστες, ως αυτοτελές προσόν για την κατάταξή τους στο Πυροσβεστικό Σώμα, το εν λόγω ελάχιστο ανάστημα (1,70 μ. οι άνδρες και 1,65 μ. οι γυναίκες) διατηρήθηκε και στον ήδη ισχύοντα κανονισμό κατάταξης (άρθρο 1 περ. 5 του π.δ. 19/2006 – Α΄ 16).

 9. Επειδή, παράλληλα με την παροχή της δυνατότητας κατάταξης των γυναικών στο Πυροσβεστικό Σώμα, τέθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω π.δ. 5/1995, περιορισμός στον αριθμό των θέσεων που αυτές δύνανται να καταλάβουν (10% επί του συνολικού αριθμού των προκηρυσσομένων θέσεων), περιορισμός, ο οποίος επαναλήφθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999 (Α΄ 89), στο οποίο ορίσθηκε ότι: «2. Στο συνολικό αριθμό θέσεων που προκηρύσσονται στις Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας του Πυροσβεστικού Σώματος ποσοστό μέχρι και 10% καλύπτεται από γυναίκες υποψήφιες. … Το ως άνω ποσοστό αντιστοιχεί στον αριθμό του πυροσβεστικού προσωπικού, που ασκεί δραστηριότητες διοικητικής υποστήριξης, εφαρμογής της νομοθεσίας πυροπροστασίας και ανακριτικές, για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο δεν ασκεί επιρροή, ενώ το λοιπό πυροσβεστικό προσωπικό, λόγω της φύσης της αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος, εκτελεί, κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες, δραστηριότητες, που αφορούν την καταστολή των πυρκαγιών, την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών όπως σεισμών, θεομηνιών, πλημμυρών κ.ά. και τη διάσωση ατόμων και περιουσιακών στοιχείων από τις αιτίες αυτές, για την επιτυχή άσκηση των οποίων απαιτείται αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, ταχύτητας και αντοχής, κριτήρια τα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, διαθέτουν, λόγω βιολογικών ιδιαιτεροτήτων, οι άνδρες.». Με την υπ’ αριθμ. 2551/2006 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, εξ αφορμής αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε άνδρας υποψήφιος για κατάληψη θέσης δοκίμου πυροσβέστη, ότι οι ως άνω διατάξεις που θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς υπό την μορφή ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών κατά την πρόσβασή τους στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος και της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ και παραπέμφθηκε προς επίλυση το ζήτημα αυτό στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Με την 3057/2009 απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι το ζήτημα αυτό δεν προβάλλεται παραδεκτώς από άνδρα υποψήφιο και δεν επιλύθηκε στην ουσία του. Ωστόσο, με την υπ’ αριθμ. 1917/1998 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε ήδη κριθεί ότι οι παρομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α’ του ν. 2226/1994 «κατά το μέρος που θεσπίζουν ποσοτικούς περιορισμούς, υπό την μορφή ποσοστώσεων, στην είσοδο των γυναικών στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, χωρίς να λάβουν υπόψη και να εκτιμήσουν συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, συναπτόμενα με την ύπαρξη αποχρώντων λόγων, που θα δικαιολογούσαν τις διακρίσεις αυτές σε βάρος των γυναικών, παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκησή τους και είναι για το λόγο αυτό ανίσχυρες.». Τελικώς, η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 3387/2005 (Α΄ 224) ως εξής: «Στις Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας εισάγονται άνδρες και γυναίκες. Τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται είναι κοινές και για τα δύο φύλα». Με την ως άνω διάταξη, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3387/2005, «…καταργείται η προβλεπόμενη από το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 2713/1999 (Α΄ 89) ποσόστωση για την εισαγωγή γυναικών στις Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας γιατί, όπως πάγια έκριναν τα διοικητικά δικαστήρια, οι ρυθμίσεις αυτές είναι αντισυνταγματικές και αντίθετες με την Οδηγία 76/207/Ε.Ο.Κ. και ως εκ τούτου η εισαγωγή πλέον σε αυτές θα γίνεται αδιακρίτως φύλου με βάση τα προσόντα και την επιτυχία στις προκαταρκτικές εξετάσεις, όπως αθλητικές, υγειονομικές και όποιες άλλες προβλέπονται από τον οικείο για κάθε Σχολή κανονισμό κατάταξης – εισαγωγής.».

 10. Επειδή, μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών κατά την εισαγωγή τους στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου, ο ήδη ισχύων κανονισμός κατάταξης Δοκίμων Πυροσβεστών στο Πυροσβεστικό Σώμα (π.δ. 19/2006) προβλέπει, πλην της ως άνω απαίτησης ελάχιστου αναστήματος των υποψηφίων, ότι αυτοί υποβάλλονται για τη διαπίστωση της σωματικής ικανότητας και αντοχής τους σε αθλητικές δοκιμασίες με κοινά και – για τα δύο φύλα – όρια επιδόσεων, σε αντίθεση με τις προϋφιστάμενες διατάξεις που προέβλεπαν χαμηλότερα όρια για τις γυναίκες σε ορισμένες δοκιμασίες (βλ. άρθρο 6 παρ. 2 π.δ. 170/1996). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ως άνω π.δ/τος, οι αθλητικές αυτές δοκιμασίες συνίστανται σε: α) Πέντε (5) έλξεις με μονόζυγο, β) Δρόμος 1.000 μέτρων σε χρόνο 4’ (μια προσπάθεια), γ) Μεταφορά ανά χέρι αλτήρα με λαβή βάρους εικοσιπέντε (25) κιλών έκαστος, σε απόσταση εκατό (100) μέτρων χωρίς διακοπή των κινήσεων και χωρίς επαφή των αλτήρων με το έδαφος σε χρόνο 50’’ (μια προσπάθεια), δ) Άλμα σε μήκος τουλάχιστον 4μ. (τρεις προσπάθειες), ε) Ανάβαση – κατάβαση σε ολκωτή πυροσβεστική κλίμακα σε ύψος εννέα (9) μέτρων, τοποθετημένη σε πυροσβεστικό πύργο ασκήσεων σε χρόνο το αργότερο 3? (μια προσπάθεια) στ) Βάδισμα χωρίς υποδήματα και με τρεις (3) υποχρεωτικές στάσεις σε δοκό μήκους δέκα (10) μέτρων και πλάτους οκτώ (8) εκατοστών, η οποία απέχει από το έδαφος ένα (1) μέτρο (μία προσπάθεια) και ε) Άλμα σε ύψος τουλάχιστον 1μ.. Με τις υπ’ αριθμ. 978-980/2016 αποφάσεις του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (7 μ.) κρίθηκε ότι η ως άνω διάταξη δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος καθώς και με τις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, διότι “ο καθορισμός … κοινών -και για τα δύο φύλα- ορίων των επιδόσεων στις αθλητικές δοκιμασίες των υποψηφίων για πρόσληψη στο Πυροσβεστικό Σώμα … βρίσκεται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης και του επιδιωκόμενου από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη στελέχωση του Πυροσβεστικού Σώματος με προσωπικό που διαθέτει ορισμένα σωματικά προσόντα αναγκαία, κατά την ουσιαστική του εκτίμηση, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του. Η ρύθμιση αυτή δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, διότι εφαρμόζεται αδιακρίτως σε άνδρες και γυναίκες. Η έμμεση, όμως, αυτή διάκριση, η οποία προκύπτει από το δεδομένο της κοινής πείρας ότι οι γυναίκες, λόγω βιολογικών διαφορών, υστερούν κατά κανόνα των ανδρών στα σωματικά και φυσικά προσόντα, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλότερες επιδόσεις στα αθλητικά αγωνίσματα, δικαιολογείται αντικειμενικά από λόγους δημοσίου συμφέροντος άσχετους προς το φύλο των υποψηφίων, συναπτόμενους προς τις απαιτήσεις του επαγγέλματος του εν λόγω προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος, δεδομένου ότι η ύπαρξη ορισμένων αναγκαίων, κατά τα ανωτέρω, σωματικών προσόντων, που διαπιστώνεται με τις εν λόγω αθλητικές δοκιμασίες, αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την αποτελεσματική εκτέλεση του έργου του, το οποίο, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, ασκεί δραστηριότητες που απαιτούν ιδιαιτέρως καλή φυσική κατάσταση. Ειδικότερα, οι περιγραφόμενες στο ως άνω άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ. 210/1992– αρμοδιότητες του Πυροσβεστικού Σώματος και τα αντίστοιχα καθήκοντα, καθώς και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών, συνιστούν κριτήρια συγκεκριμένα και πρόσφορα που δικαιολογούν, κατά κοινή πείρα, τη θεσπιζόμενη ως άνω έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών κατά τη διαδικασία πρόσληψης. Και τούτο διότι και οι γυναίκες υποψήφιες πρέπει να έχουν τα αυτά σωματικά προσόντα με τους άνδρες, ώστε να μπορούν να ασκούν, όπως και αυτοί, με την ίδια επιτυχία τα κύρια καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού …». Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ως άνω κανονισμό κατάταξης, οι υποψήφιοι δόκιμοι πυροσβέστες υποβάλλονται, επίσης, σε γραπτές εξετάσεις για τη διαπίστωση του επιπέδου γνώσεων τους (βλ. άρθρο 9), σε προφορική συνέντευξη (βλ. άρθρο 10), σε ψυχοτεχνικές δοκιμασίες προκειμένου να εξακριβωθούν οι ψυχικές τους ικανότητες, ιδίως «η κρίση, η προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και απαιτήσεις, η αυτοκυριαρχία, η συναισθηματική σταθερότητα, η δομή της προσωπικότητας, η σκέψη και η αντίληψη» (βλ. άρθρο 12 παρ. 1) και, τέλος, σε υγειονομικές εξετάσεις (άρθρο 12 παρ. 2).

 11. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, με την 21686 Φ.300.2/9.5.2006 απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος προκηρύχθηκε διαγωνισμός, κατά τις διατάξεις του π.δ. 19/2006, για την κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα πεντακοσίων σαράντα (540) Δοκίμων Πυροσβεστών Γενικών Υπηρεσιών. Σύμφωνα με τον όρο Ι 5 της ως άνω προκήρυξης, που επανέλαβε αυτούσια τη διάταξη του ως άνω άρθρου 1 περ. 5 του π.δ. 19/2006, οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν ανάστημα χωρίς υποδήματα, οι μεν άνδρες τουλάχιστον 1,70 μ. οι δε γυναίκες τουλάχιστον 1,65 μ.. Ο ήδη εκκαλών υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στον εν λόγω διαγωνισμό, πλην τα δικαιολογητικά του τού επεστράφησαν με την υπ’ αριθμ. … Φ.300.2/29.5.2006 πράξη της Επιτροπής παραλαβής δικαιολογητικών, επειδή δεν είχε το κατά τις ως άνω διατάξεις απαιτούμενο για τους άνδρες υποψήφιους ελάχιστο ανάστημα του 1,70 μ. (αλλά 1,66 μ.). Ακολούθως, άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της προκήρυξης του διαγωνισμού και ειδικότερα, κατά το μέρος που καθορίζει το ύψος των υποψηφίων προς κατάταξη, και της πράξης της Επιτροπής παραλαβής δικαιολογητικών, με την οποία του επεστράφησαν τα δικαιολογητικά συμμετοχής του, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, και τους εξής λόγους ακυρώσεως, τους οποίους επαναφέρει ήδη με το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως: α) ότι η προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού, καθ’ ο μέρος ορίζει ως υποχρεωτική προϋπόθεση για την κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα απαιτούμενο ελάχιστο ανάστημα για τους άνδρες υποψηφίους 1,70 μ., ενώ για τις γυναίκες 1,65 μ., εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ των δύο φύλων, η οποία αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), και β) ότι η Διοίκηση επλανήθη «περί το δίκαιον», κατά την έκδοση της πράξης της Επιτροπής παραλαβής δικαιολογητικών, με την οποία του επεστράφησαν τα δικαιολογητικά συμμετοχής του, με την αιτιολογία ότι δεν είχε το απαιτούμενο, κατά την προκήρυξη, ελάχιστο ανάστημα (1,70 μ.), διότι η διάκριση αυτή μεταξύ ανδρών και γυναικών, ως προς το ύψος για την κατάταξή τους στο Πυροσβεστικό Σώμα, «αποδοκιμάζεται» από το Ελληνικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο («Συμβουλίου Ευρώπης και Ευρωπαϊκής Κοινότητας») και την νομολογία και αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 5 παρ. 1, 22 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και στο άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α.. Η ως άνω αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντος απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς κρίθηκε ότι η διαφοροποίηση μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς το απαιτούμενο ελάχιστο ανάστημα για την κατάταξή τους στο Πυροσβεστικό Σώμα δικαιολογείται από το, κατά κοινή πείρα, χαμηλότερο μέσο ανάστημα των γυναικών σε σχέση εκείνο των ανδρών και δεν παραβιάζει, ως εκ τούτου, τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος.

 12. Επειδή, επί του συναφούς ζητήματος, εάν η θέσπιση ενιαίου ελαχίστου αναστήματος για άνδρες και γυναίκες, ως απαιτουμένου σωματικού προσόντος για την κατάταξη σπουδαστών στις Αστυνομικές Σχολές παραβιάζει τις διατάξεις της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ με την ως άνω 1420/2016 απόφαση του Τμήματος υποβλήθηκε στο Δ.Ε.Ε. το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ. 4/1995 και ορίζεται ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, «να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70μ.», είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των Οδηγιών 76/207/ΕΟΚ, 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν κάθε έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας στον δημόσιο τομέα (εκτός εάν η διαφορετική αυτή, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση οφείλεται σε παράγοντες, οι οποίοι δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, δεν βαίνει δε πέραν του κατάλληλου και αναγκαίου για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου)». Επί του ερωτήματος αυτού το Δ.Ε.Ε. αποφάνθηκε, με απόφασή του της 18ης Οκτωβρίου 2017 (C-409/16, Kalliri, ECLI:EU:C:2017:767) ότι: «Οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή, αφενός, περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και, αφετέρου, δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.». Ειδικότερα, το Δ.Ε.Ε. έκρινε κατ’ αρχάς ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, η οποία εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207, εισάγει έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 δεύτερη περίπτωση αυτής, δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε με την απόφαση της παραπομπής (ΣτΕ 1420/2016), ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών έχει ανάστημα μικρότερο από 1.70 μ. και, κατά συνέπεια, με την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής οι γυναίκες τίθενται σε σαφέστατα μειονεκτική θέση σε σχέση με τους άνδρες όσον αφορά τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας. Στην συνέχεια, το Δ.Ε.Ε., στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του να παράσχει διευκρινίσεις και στοιχεία, που θα καθοδηγήσουν τον εθνικό δικαστή στην κρίση του, επεσήμανε ότι: (α) η μέριμνα για την εξασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των αστυνομικών υπηρεσιών συνιστά θεμιτό σκοπό, (β) η εκπλήρωση αστυνομικών καθηκόντων, που αφορούν στην προστασία των προσώπων και των αγαθών, τη σύλληψη και την επιτήρηση των αυτουργών εγκληματικών πράξεων, καθώς και οι προληπτικές περιπολίες ενδέχεται να απαιτούν τη χρήση σωματικής δύναμης και να προϋποθέτουν ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, εντούτοις ορισμένα άλλα αστυνομικά καθήκοντα, όπως η συνδρομή προς τους πολίτες ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας, δεν φαίνεται να απαιτούν σημαντική σωματική προσπάθεια, (γ) ακόμη και αν υποτεθεί ότι για όλα τα καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας απαιτείται ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, αυτή δεν φαίνεται να συνδέεται κατ’ ανάγκην με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα, ούτε είναι αυτονόητο ότι όσοι έχουν ανάστημα μικρότερο από αυτό τη στερούνται. (δ) δύναται να συνεκτιμηθεί, μεταξύ άλλων, ότι, ως το 2003 η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε διαφορετικό ελάχιστο ανάστημα για τους άνδρες και για τις γυναίκες όσον αφορά τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας (όριο για τις γυναίκες ήταν 1,65 μ. και για τους άνδρες 1,70 μ.), καθώς και ότι για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και το Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή προβλέπεται ακόμη διαφορετικό ελάχιστο ανάστημα για τους άνδρες και για τις γυναίκες (για τις τελευταίες 1,60 μ.), (ε) ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, δυνατό να επιτευχθεί με μέτρα που θα συνεπάγονταν λιγότερα μειονεκτήματα για τις γυναίκες, όπως η προκαταρκτική επιλογή των υποψηφίων βάσει ειδικών δοκιμασιών για τη διαπίστωση των σωματικών ικανοτήτων τους. Το Δ.Ε.Ε. κατέληξε, βάσει των ανωτέρω, ότι «με την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν δικαιολογείται.».

 13. Επειδή, η άσκηση της δημόσιας εξουσίας σε τομείς κρατικής δραστηριότητας, όπως ο αναφερόμενος στην αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 210/1992, προϋποθέτει ότι το προσωπικό, το οποίο ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών και στις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας των εν λόγω σωμάτων και να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή τους, διαθέτει, εκτός των άλλων προσόντων, πολύ καλή φυσική κατάσταση και αυξημένες σωματικές ικανότητες (μυϊκή δύναμη, ταχύτητα και αντοχή), για την εξακρίβωση των οποίων οι υποψήφιοι υποβάλλονται σε ειδικές υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες. Και δύναται μεν ο νομοθέτης, κοινός ή κανονιστικός, να θεσπίζει, κατά την ουσιαστική αυτού κρίση, προϋποθέσεις για την πρόσβαση στα εν λόγω σώματα αφορώσες και σε φυσικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων (όπως ύψος, στηθική περίμετρος, δείκτης μάζας σώματος κ.λπ.), υπό την προϋπόθεση όμως ότι (α) τεκμηριώνεται επαρκώς η αναγκαιότητα και προσφορότητα των εν λόγω προσόντων για την εξασφάλιση της ικανότητας των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα ειδικά καθήκοντα και συνθήκες εργασίας του οικείου σώματος και ότι (β) η θέσπιση των εν λόγω απαιτήσεων, που συνιστούν περιορισμούς στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων, όπως η επί ίσοις όροις πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και η ελευθερία επιλογής επαγγέλματος, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Στην περίπτωση, ειδικότερα, που ο νομοθέτης επιλέγει, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής υπ’ αυτού εκτίμησης των ειδικών καθηκόντων, συνθηκών εργασίας και αναγκών των σωμάτων αυτών , τη θέσπιση ενός ελαχίστου ύψους ως προϋπόθεσης για την πρόσβαση σε αυτά, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του, εκτός των ανωτέρω στοιχείων, αφενός τον μέσο όρο ύψους του πληθυσμού, όπως προκύπτει από επίκαιρες επιστημονικές έρευνες, ώστε το τιθέμενο ελάχιστο όριο να μην αποκλίνει από αυτόν υπέρμετρα, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό εξαιρετικά μεγάλου αριθμού εν δυνάμει υποψηφίων, αφετέρου την αντικειμενική βιολογική διαφορά, που υφίσταται μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά το ύψος, ούτως ώστε να αποφεύγεται, επίσης, ο εκ των προτέρων αποκλεισμός δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων από το αποκλειόμενο για τον ίδιο λόγο ποσοστό του αντίστοιχου από πλευράς ηλικίας ανδρικού πληθυσμού. Τούτο διότι ο αποκλεισμός, βάσει απαίτησης αναγομένης σε ένα φυσικό χαρακτηριστικό, όπως το ύψος, εξαιρετικά μεγάλου ποσοστού είτε του συνόλου, είτε κατηγορίας των εν δυνάμει υποψηφίων (όπως υποψηφίων του ενός φύλου) όχι μόνον αντιβαίνει στις αρχές του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου περί ισότητας, αξιοκρατίας και απαγόρευσης των διακρίσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και στην απασχόληση γενικότερα, αλλά οδηγεί εμμέσως και σε υποβάθμιση του επιπέδου των διαγωνιζομένων για την στελέχωση των εν λόγω σωμάτων, προς βλάβη, τελικώς, του δημοσίου συμφέροντος. Εντός των πλαισίων αυτών, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίσει είτε απαίτηση ελαχίστου ύψους διαφορετικού για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, σε συνάρτηση με την κατά την κοινή πείρα και τα συμπεράσματα σχετικών επιστημονικών ερευνών διαφορά μέσου όρου ύψους μεταξύ των δύο φύλων, είτε απαίτηση ελαχίστου ύψους κοινού για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, μεριμνώντας, όμως, για τον καθορισμό του ελαχίστου αυτού ορίου σε τέτοιο ύψος, ώστε να μην άγει σε αποκλεισμό δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, σε σχέση με το εκ του λόγου αυτού αποκλειόμενο ποσοστό ανδρών, διότι τούτο θα συνιστούσε, όπως έκρινε και το Δ.Ε.Ε., έμμεση διάκριση λόγω φύλου και θα αντέβαινε στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της επί ίσοις όροις πρόσβασης στα δημόσια αξιώματα κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας εκάστου, η οποία προδήλως δεν συναρτάται μόνον με την καλή φυσική κατάσταση και τις σωματικές ικανότητες, αλλά και με διανοητικά και ψυχικά προσόντα εξίσου σημαντικά και αναγκαία για την αποτελεσματική εκπλήρωση των εν λόγω καθηκόντων [βλ. ανωτέρω διατάξεις (1) περί ψυχοτεχνικών δοκιμασιών, στις οποίες υποβάλλονται οι υποψήφιοι προς κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα προκειμένου να διακριβωθεί «η κρίση, η προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και απαιτήσεις, η αυτοκυριαρχία, η συναισθηματική σταθερότητα, η δομή της προσωπικότητας, η σκέψη και η αντίληψη», καθώς και (2) περί κατάταξης των κρινομένων ως κατ’ αρχήν καταλλήλων, κατά τις οριζόμενες υγειονομικές, αθλητικές και ψυχοτεχνικές δοκιμασίες, υποψηφίων βάσει της επίδοσής τους σε γραπτές εξετάσεις και της εν γένει αξιολόγησης της προσωπικότητάς τους, βάσει συνέντευξης].

 14. Επειδή, με τις προεκτεθείσες διατάξεις που αναφέρονται στο Πυροσβεστικό Σώμα, το οποίο αποτελεί πολιτική δημόσια υπηρεσία με αποστολή την ασφάλεια και προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του κράτους από τους κινδύνους των πυρκαγιών και των θεομηνιών, προβλέπεται η υποβολή των υποψηφίων πυροσβεστών στις δέουσες εξετάσεις και δοκιμασίες, ώστε να διαπιστωθεί ότι αυτοί διαθέτουν τα αναγκαία σωματικά, ψυχικά και γνωστικά προσόντα, προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους ενόψει της φύσης του Σώματος αυτού και των συνθηκών εργασίας του προσωπικού του. Ειδικότερα, η απαίτηση να διαθέτουν οι υποψήφιοι πυροσβέστες υψηλών προδιαγραφών σωματική ικανότητα (βλ. ΣτΕ 980/2016 7μ., 2472/2018, C-

229/08, Wolf, σκέψεις 34, 40) διαπιστώνεται προσηκόντως από την υποβολή τους σε ιδιαιτέρως απαιτητικές, κοινές και για τα δύο φύλα, αθλητικές δοκιμασίες καθώς και σε υγειονομικές εξετάσεις. Κατά την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, για την αποτελεσματική εκπλήρωση της ως άνω αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος, απαιτείται οι υποψήφιοι να διαθέτουν, επιπλέον, ορισμένες φυσικές ικανότητες, όπως ένα ελάχιστο ανάστημα, το οποίο, καθ’ ο χρόνο πρόσβαση στο πυροσβεστικό σώμα είχαν μόνον οι άνδρες, καθορίσθηκε αρχικώς σε 1,67 μ. (βλ. άρθρο 86 περ. Α΄ στοιχ. στ΄ του από 9.12.1948/21.1.1949 β.δ. – Α΄ 21/1949) και, στη συνέχεια, σε 1,70 μ. (βλ. αρ. 2 π.δ. 365/1990). Με το π.δ. 5/1995, με το οποίο παρασχέθηκε η δυνατότητα πρόσβασης των γυναικών στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου, για λόγους ίσης μεταχείρισης μεταξύ των δύο φύλων, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη βιολογική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, έθεσε χαμηλότερο όριο αναστήματος για τις γυναίκες (1,65 μ. έναντι 1,70 μ. για τους άνδρες), προκειμένου να παράσχει σ` αυτές ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στο σώμα αυτό, στο οποίο, μέχρι τότε, δεν είχαν καθόλου πρόσβαση. Με τα δεδομένα αυτά, η ρύθμιση αυτή δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, αλλά αντιθέτως, επιδιώκει να αποκαταστήσει μια πραγματική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά την πρόσβασή τους στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου, σε συμφωνία με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό και με το άρθρο 116 παρ. 2 αυτού. Για τον λόγο αυτό, η ως άνω διάταξη που προβλέπει χαμηλότερο όριο αναστήματος για τις γυναίκες υποψηφίους δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικά και στους άνδρες υποψηφίους. Όπως, άλλωστε, αναφέρεται στην 1420/2016 απόφαση του Γ’ Τμήματος, σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες που προσκομίσθηκαν από διάδικο στη δίκη αυτή, το μέσο ύψος των ελλήνων ανδρών ηλικίας 18 ετών ανέρχεται σε 1,77 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ.. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή δεν περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό εν δυνάμει υποψηφίων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες, εφόσον το ελάχιστο ανάστημα των ανδρών (1,70 μ.) καθορίσθηκε ως αρκετά κατώτερο του μέσου ύψους αυτών (1,77 μ.), ενώ η διαφορά 5 εκατοστών του ελάχιστου αναστήματος μεταξύ ανδρών και γυναικών για την πρόσβαση στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου δεν υπερβαίνει, πάντως, ένα εύλογο όριο, πέραν του οποίου θα συνιστούσε χαριστικό υπέρ των γυναικών μέτρο. Αντιθέτως, η τυχόν θέσπιση κοινού ελάχιστου αναστήματος σε ένα τόσο υψηλό όριο, όπως αυτό του 1,70 μ., θα συνιστούσε έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, κατά την έννοια της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη δικαιολογούμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. προμνησθείσα απόφαση Δ.Ε.Ε., C-409/16, Καλλίρη). Περαιτέρω, με τη θέσπιση διαφορετικών ελάχιστων ορίων αναστήματος μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν παραβιάζεται η αρχή της αξιοκρατίας, εφόσον, αποκαθισταμένης ως προς το ανάστημα της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, αμφότεροι καλούνται να διαγωνισθούν αδιακρίτως και επί ίσοις όροις σε κοινές και για τα δύο φύλα αθλητικές δοκιμασίες, γραπτές εξετάσεις, συνέντευξη, ψυχοτεχνικές και υγειονομικές εξετάσεις, με κριτήρια που άπτονται της προσωπικής αξίας και ικανότητας του καθενός (πρβλ. Δ.Ε.Ε., C-319/03, Briheche, C-407/98, Abrahamsson, C-158/97, Badeck, C-409/95, Marshall, C-450/93, Kalanke). Η δε παροχή της δυνατότητας πρόσβασης στο επάγγελμα του πυροσβεστικού υπαλλήλου σε άνδρες και γυναίκες και η υποβολή τους σε κοινές δοκιμασίες, αδιακρίτως φύλου, εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα το δημόσιο συμφέρον, εφόσον καθιστά εφικτή την επιλογή μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων και την στελέχωση του Πυροσβεστικού Σώματος με τους αξιότερους εξ αυτών. Συνεπώς, η επίμαχη ρύθμιση βρίσκεται εντός του πλαισίου των εξουσιοδοτικών διατάξεων του ν. 1590/1986 και σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης, είναι δε πρόσφορη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπών, οι οποίοι συνίστανται αφενός, στην ικανοποίηση των υπηρεσιακών αναγκών του Πυροσβεστικού Σώματος με την στελέχωσή του με προσωπικό που είναι ικανό να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του και αφετέρου, στην επί ίσοις όροις πρόσβαση των δύο φύλων στο Σώμα αυτό, για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής του (βλ. ΣτΕ 2096/2000, πρβλ. Cour Administratif d’ appel de Paris της 11.5.2006, με την οποία κρίθηκε ότι αντίστοιχες διατάξεις για το αστυνομικό προσωπικό που προβλέπουν ελάχιστο ανάστημα 1,68 μ. για τους άνδρες υποψηφίους και 1,60 μ. για τις γυναίκες δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου σε βάρος των ανδρών).

 15. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης περί παραβίασης των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της ανάπτυξης της προσωπικότητας και της αναλογικότητας άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εξαιτίας της θέσπισης ελάχιστου αναστήματος ως προϋπόθεσης για την κατάταξη στο Πυροσβεστικό Σώμα και διαφορετικού ορίου αναστήματος μεταξύ ανδρών και γυναικών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών προβάλλει παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις της ΕΣΔΑ που καθιερώνουν συγκεκριμένα δικαιώματα, στα οποία δεν περιλαμβάνεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δημόσια θέση (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Emel Boyraz κατά Τουρκίας, της 2.12.2014, σκέψη 41, Wille κατά Λίχτενσταϊν, της 28.10.1999, σκέψη 41, Vogt κατά Γερμανίας, της 26.9.1995, σκέψη 43, Otto κατά Γερμανίας, της 24.11.2005), ο δε εκκαλών δεν επικαλείται παραβίαση κάποιας άλλης, πλην του άρθρου 14, διάταξης της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1405/2018, 1252/2008 7μ.). Τέλος, εκ του γεγονότος ότι ο εκκαλών προσλήφθηκε για την αντιπυρική περίοδο 2006 ως πυροσβέστης εποχικής απασχόλησης, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (βλ. άρθρο 6 ν. 3103/2003, Α΄ 23 και π.δ. 124/2003, Α΄ 108), δεν συνάγεται, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει, ότι κατέχει, άνευ ετέρου, τα προσόντα, προκειμένου να καταταγεί στο Πυροσβεστικό Σώμα ως δόκιμος πυροσβέστης, δεδομένου ότι πρόκειται περί ανόμοιων κατηγοριών προσωπικού, όπως προκύπτει από τις διαφορετικές προϋποθέσεις πρόσβασης, την υπηρεσιακή κατάσταση και τα καθήκοντα κάθε θέσης. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λόγω της προηγούμενης προϋπηρεσίας του εκκαλούντος ως πυροσβέστη εποχικής απασχόλησης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τα δεδομένα αυτά, η εκκαλούμενη απόφαση δεν έσφαλε, απορρίπτοντας την αίτηση ακυρώσεως, και η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί.

 16. Επειδή, ενόψει της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανέκυψαν σχετικά με την συνταγματικότητα και την συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο της διάταξης του άρθρου 1 περ. 5 του π.δ. 19/2006 και της συνάφειάς τους με τα ζητήματα που παραπέμπονται στην Ολομέλεια με τις υπ’ αριθμ. 2055-2060/2019 αποφάσεις του Γ΄ Τμήματος, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια και να ορισθεί εισηγητής η Σύμβουλος, Α.- Μ. Παπαδημητρίου.

 Δ ι ά  τ α ύ τ α

 Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.

 Ορίζει εισηγήτρια τη Σύμβουλο Επικρατείας Α.- Μ. Παπαδημητρίου.

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2018.

  Η Πρόεδρος του Γ’ Τμήματος                          Ο Γραμματέας

   Αικ. Συγγούνα                                   Α. Γεωργακόπουλος

 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2019.

 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                               Ο Γραμματέας

 Γ. Τσιμέκας                                        Ν. Βασιλόπουλος

ThanasisΣτΕ 2099-2019 Πυροσβεστική