ΣτΕ 2420-2018 ΑΕΙ και πειθαρχικά παραπτώματα μελών ΔΕΠ

Εφόσον το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελεί όργανο του ΑΕΙ, στη δίκη νομιμοποιείται παθητικά το ΑΕΙ και όχι ο Υπουργός Παιδείας. Δεν απαιτείται μνεία στην πειθαρχική απόφαση της πράξης διορισμού μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου. Στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει Αντιπρύτανης του ΑΕΙ. Νόμιμα απορρίφθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο το αίτημα αναβολής της υπόθεσης. Στην πειθαρχική διαδικασία δεν εφαρμόζεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου. Νομίμως ελήφθη υπόψη ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση του διωκόμενου ληφθείσα κατά την ΕΔΕ και ένορκη κατάθεση ενώπιον της εισηγήτριας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον αυτός δεν αντέλεξε. Αντίθετη μειοψηφία. Αιτιολογημένα κρίθηκε ότι ο προσφεύγων τέλεσε το πειθαρχικό παράπτωμα της επίδειξης διαγωγής απάδουσας στην αξιοπρέπεια πανεπιστημιακού λειτουργού, διότι προέβη σε εκφοβισμούς και διατύπωσε άμεσες ή έμμεσες απειλές σε βάρος των φοιτητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εκλέκτορες στις εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου και Αναπληρωτή Προέδρου τη σχολής. Περιστατικά. Η επιβολή της ποινής της προσωρινής απόλυσης τριών μηνών αιτιολογείται νομίμως και το πειθαρχικό συμβούλιο δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής του ευχέρειας ούτε παρέβη την αρχή της αναλογικότητας. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.

Αριθμός 2420/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Μ. Σταματελάτου, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.

 Για να δικάσει την από 27 Σεπτεμβρίου 2010 αίτηση:

 του ………… του …………., κατοίκου Θεσσαλονίκης (…………), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Τσοβόλα (Α.Μ. 14907), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 κατά των: 1. Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και ήδη Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος δεν παρέστη και 2. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Σίνη (Α.Μ. 20198), που τον διόρισε με πράξη του Πρύτανη.

 Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. 4/2010 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών του Δ.Ε.Π. των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, 2) οι υπ’ αριθ. 73916 και 73943/31.8.2010 διαπιστωτικές πράξεις του Πρύτανη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Θ. Τζοβαρίδου.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του καθού Πανεπιστημίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1111924/2010 έντυπο παραβόλου).

 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της 4/2010 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών Διδακτικού- Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), με την οποία επιβλήθηκε στον αιτούντα, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), η πειθαρχική ποινή της προσωρινής απόλυσης (παύσης) τριών μηνών και β) των εξής πράξεων του Πρύτανη του ΑΠΘ: 73916/31.8.2010, με την οποία ανακοινώθηκε στον αιτούντα η προσωρινή λύση της υπαλληλικής του σχέσης με το ως άνω ΑΕΙ και 73943/31.8.2010, με την οποία ο αιτών ενημερώθηκε περί της αδυναμίας του να προσφέρει τις υπηρεσίες του για χρονικό διάστημα τριών μηνών.

 3. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3146/2014, 2251/2013, 2134/2011, 4339/2010, 894/2007 κ.ά.), το Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ αποτελεί, εκάστοτε, όργανο του ΑΕΙ στο οποίο ανήκει το μέλος ΔΕΠ για την πειθαρχική τιμωρία του οποίου καλείται να αποφασίσει. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, το Πειθαρχικό αυτό Συμβούλιο αποτελεί όργανο του ΑΠΘ, στο οποίο ανήκε, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης του, ο αιτών και, ως εκ τούτου, το ΑΕΙ αυτό νομιμοποιείται παθητικώς στη δίκη που άνοιξε με την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Εξάλλου, δεν νομιμοποιείται παθητικώς ο Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (ήδη Υπουργός Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων), αφού δεν προσβάλλεται πράξη οργάνου του Υπουργείου του.

 4. Επειδή, το γεγονός ότι η επιβληθείσα στον αιτούντα πειθαρχική ποινή έχει ήδη εκτελεσθεί δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι από την επιβολή της εν λόγω πειθαρχικής ποινής διατηρείται η ηθική του μείωση. Για τον ίδιο λόγο, το έννομο συμφέρον του αιτούντος δεν επηρεάζεται ούτε από το ότι έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία κατόπιν παραιτήσεώς του στις 7.10.2010, η οποία έγινε δεκτή με την 23826/24.12.2010 πράξη του Πρύτανη (Γ΄1259/31.12.2010) (βλ. ΣτΕ 3146, 2442/2014, 2251/2013).

 5. Επειδή, απαραδέκτως προσβάλλονται η δεύτερη και η τρίτη πράξη, διότι στερούνται εκτελεστότητας, ως έγγραφα πληροφοριακού χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 1212/1985, 2164/2011).

 6. Επειδή, στον ν. 249/1976 «Περί Πειθαρχικού Συμβουλίου Καθηγητών και Υφηγητών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (Α΄ 7), που εκδόθηκε σε εκτέλεση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος, ορίζεται στο άρθρο 1 ότι: «Οι καθηγηταί και υφηγηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων περί ων το άρθρον 16 παρ. 5 του Συντάγματος δύνανται να παυθούν μόνον ένεκα ποινικής καταδίκης ή βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος ή νόσου ή αναπηρίας ή υπηρεσιακής ανεπάρκειας κατόπιν αποφάσεως του δια του παρόντος νόμου προβλεπομένου συμβουλίου και κατά τα εν τοις επομένοις άρθροις οριζόμενα». Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού οριζόταν ότι: «Το κατά τον παρόντα νόμον Συμβούλιον αποτελείται εκ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ακαδημίας Αθηνών και του Πρυτάνεως ή του επέχοντος θέσιν Πρυτάνεως του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος εις το οποίον ανήκει ο παραπεμπόμενος. Τα μέλη του Συμβουλίου εν περιπτώσει απουσίας ή κωλύματος αναπληρούνται υπό των νομίμων αναπληρωτών των. Εν περιπτώσει παραπομπής του Πρυτάνεως ή του επέχοντος θέσιν Πρυτάνεως του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος μετέχει του Συμβουλίου ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής. Χρέη γραμματέως του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματεύς του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τούτου κωλυομένου ο νόμιμος αναπληρωτής του. Εν περιπτώσει ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως κατά καθηγητού ή υφηγητού Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, το Συμβούλιον ασκεί αρμοδιότητα Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το Συμβούλιον εδρεύει εν Αθήναις, κατά δε την ενώπιον αυτού διαδικασίαν εφαρμόζονται αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος». Στο άρθρο 5 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως επιβάλλεται εις ιδιαιτέρως βαρείας περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, περί ων το άρθρον 326 του Ν. 5343/1932 “περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών”, άτινα ως εκ των συνθηκών υφ’ ας διαπράττονται και του διαπιστουμένου βαθμού υπαιτιότητος του διωκομένου μαρτυρούν παρ’ αυτώ έλλειψιν συνειδήσεως των βασικών αυτού υποχρεώσεων ως Καθηγητού ή Υφηγητού ή εκθέτουν σοβαρώς το γόητρον του Σώματος των ακαδημαϊκών διδασκάλων», στο άρθρο 6 ότι: «Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσεως επιβάλλεται εις τους καθηγητάς και υφηγητάς των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ένεκα πειθαρχικού παραπτώματος προβλεπομένου υπό του άρθρου 326 του Ν.5343/1932 …, δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρο 2 του παρόντος Συμβουλίου», στο άρθρο 7 ότι: «1. Η πειθαρχική δίωξις ασκείται είτε υπό του Πρυτάνεως ή του επέχοντος θέσιν Πρυτάνεως ή υπό των νομίμων αυτών αναπληρωτών του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος εις το οποίον ανήκει ο παραπεμπόμενος, είτε υπό του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δια του Πρυτάνεως … 2 …» και στο άρθρο 9 ότι: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος αι πειθαρχικαί διατάξεις του Νόμου 5343/1932 “περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών” και του Π.Δ. από 12/26.7.1933 “περί της πειθαρχικής διώξεως και της τηρητέας διαδικασίας ενώπιον των κατά τα άρθρα 327 και 328 Πειθαρχικών Συμβουλίων του Πανεπιστημίου Αθηνών”, εφαρμόζονται επί των καθηγητών και υφηγητών απάντων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ως τροποποιούνται υπό του παρόντος, καταργουμένης πάσης ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως αναφερομένης εις θέματα ρυθμιζόμενα υπό των ανωτέρω νομοθετημάτων υπό του παρόντος νόμου». Ακολούθως, με τη διάταξη της παρ. 23 του άρθρου 45 του ν. 1268/1982 (Α΄ 87), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την περ. ιγ΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 του ν. 1566/1985 (Α΄ 167), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2233/1994 (Α΄ 141), τροποποιήθηκε η συγκρότηση του πιο πάνω πειθαρχικού συμβουλίου και ορίστηκε ότι: «Τα μέλη ΔΕΠ υπάγονται στην αρμοδιότητα του πειθαρχικού συμβουλίου και στις πειθαρχικές διατάξεις για τους καθηγητές και τους υφηγητές των ΑΕΙ, όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος. Η σύνθεση του συμβουλίου τούτου ορίζεται πενταμελής ως εξής: (α-γ) Οι πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι σε περίπτωση έλλειψης απουσίας ή κωλύματος αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους. δ) Ο αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων και προσωπικού του οικείου ΑΕΙ … και σε περίπτωση κωλύματος ο αντιπρύτανης οικονομικού προγραμματισμού και ανάπτυξης … ε) ένας πρύτανης άλλου ΑΕΙ της χώρας, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων …». Στη συνέχεια, η συγκρότηση του πειθαρχικού αυτού συμβουλίου ορίστηκε στο άρθρο 5 παρ. 1 του Πρότυπου Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας των ΑΕΙ που κυρώθηκε με το π.δ. 160/2008 (Α΄ 220), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του, ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3549/2007 (Α΄ 69). Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω παράγραφο, «η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών Δ.Ε.Π. ή Ε.Π. ορίζεται ως εξής: α) Οι Πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματος αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους. β) Ο Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού ή ο αντίστοιχος Αντιπρόεδρος του Τ.Ε.Ι. ή ο Αντιπρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του οικείου Α.Ε.Ι. και σε περίπτωση κωλύματος, ο Αντιπρύτανης Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης ή ο αντίστοιχος Αντιπρόεδρος του Τ.Ε.Ι. ή μέλος Δ.Ε.Π. ή Ε.Π. της Διοικούσας Επιτροπής, που έχει τα περισσότερα χρόνια υπηρεσίας στη βαθμίδα του καθηγητή, του αναπληρωτή καθηγητή ή του επίκουρου καθηγητή και γ) ένας (1) Πρύτανης ή Πρόεδρος άλλου Α.Ε.Ι. της χώρας, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Τέλος, στο μεν άρθρο 326 του ν. 5343/1932 “Περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών” (Α΄ 86), προβλέπεται ότι: «Εάν τακτικός ή έκτακτος καθηγητής του Πανεπιστημίου … επιδεικνύη διαγωγήν απάδουσαν εις την αξιοπρέπειαν του πανεπιστημιακού λειτουργού, … τιμωρείται πειθαρχικώς δι’ εγγράφου επιπλήξεως, δια προστίμου ουχί κατωτέρου του δεκάτου ουδ’ ανωτέρου ολοκλήρου του μηνιαίου μισθού, δια προσωρινής απολύσεως από ενός μηνός μέχρι ενός έτους ή δι’ οριστικής απολύσεως», στο δε π.δ. από 12/26.7.1933 (Α΄ 225) ορίζονται τα εξής: «Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον πρός ενάσκησιν των εν άρθρ. 326 και 327 του Νόμ. 5343 καθηκόντων του απευθύνει έγγραφα προς οιανδήποτε αρχήν δύναται δε να ενεργή αυτό ή και διά τινος των μελών του πάσαν κατά την κρίσιν αυτού, αναγκαίαν εξέτασιν, διοριζομένου υπό τού Προέδρου εισηγητού ενός εκ των μελών επί εκάστης πειθαρχικής υποθέσεως» (άρθρο 1). «Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον επιλαμβάνεται της πειθαρχικής διώξεως είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του πρυτάνεως κατ’ εντολήν του Υπουργού ή άνευ εντολής ενεργούντος περιεχούσης τα αποτελούντα το πειθαρχικόν παράπτωμα περιστατικά. Μετά της αιτήσεως ταύτης υποβάλλονται και τα τυχόν υπάρχοντα στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου λαβών την αίτησιν ορίζει εισηγητήν εκ των μελών του Συμβουλίου. Ο εισηγητής δύναται να ενεργή πάσαν κατά την κρίσιν του αναγκαίαν εξέτασιν, να καλή μάρτυρας και να ζητή έγγραφα απαραίτητα εις την διακρίβωσιν του διωκομένου πειθαρχικού αδικήματος. Μετά την συμπλήρωσιν της δικογραφίας ο εισηγητής υποβάλλει ταύτην μετά της προτάσεώς του εις το Συμβούλιον» (άρθρο 5). «Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον διασκεπτόμενον εντός πέντε ημερών από της υποβολής της δικογραφίας υπό του εισηγητού δικαιούται ν’ απορρίψη δι’ ητιολογημένης πράξεώς του την κατηγορίαν, εάν ευρίσκη ταύτην προφανώς αστήρικτον ή και να διατάξη περαιτέρω ανάκρισιν ή εάν ήθελε κρίνη ώριμον την υπόθεσιν να διατάξη την προς απολογίαν κλήτευσιν του εγκαλουμένου εν συνεδριάσει καθ’ ημέραν και ώραν υπό του ιδίου Συμβουλίου οριζομένη. Η κλήσις εις απολογίαν καθορίζουσα λεπτομερώς το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα επιδίδεται πέντε πλήρεις ημέρας προ της δικασίμου … κατά τας περί κοινοποιήσεως ποινικών δικογράφων διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας … . Άμα συμπληρωθείσης της δικογραφίας υπό του Εισηγητού, ο εγκαλούμενος καλείται υπό τούτου να λάβη γνώσιν της σχηματισθείσης δικογραφίας και υποβάλη υπομνήματα ή προσκομίση αποδείξεις. Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως ή και προφορικώς ενώπιον του Συμβουλίου συνεδριάζοντος. Ο εγκαλούμενος δύναται να παρασταθή κατά την συζήτησιν της κατ’ αυτού κατηγορίας και δια πληρεξουσίου, αλλά και απολειπομένου του διωκομένου εκδίδεται απόφασις ερευνωμένης της υποθέσεως ωσεί ούτος παρίστατο. Εις το Συμβούλιον εφαρμόζονται αι περί εξαιρέσεως δικαστών διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας προσλαμβανομένου προς εκδίκασιν της ενστάσεως, αντί του μέλους ου ζητείται η εξαίρεσις, του νομίμου αναπληρωτού (άρθρο 6). «Μετά την απολογίαν του εγκαλουμένου, ή εν μη προσελεύσει του διωκομένου προσηκόντως κλητευθέντος, το Συμβούλιον αποφασίζει επί της κατηγορίας δια φανεράς ψηφοφορίας και δι’ απολύτου πλειοψηφίας του συνόλου των μελών του. Η απόφασις περιέχουσα τον τόπον και χρόνον της εκδόσεως, την σύνθεσιν του δικάσαντος συμβουλίου, το ονοματεπώνυμον και τον βαθμόν του διωκομένου, το πειθαρχικόν αδίκημα, την απολογίαν και την προφορικήν αυτής υποστήριξιν ή την μη υποβολήν απολογίας ουδέ και πληρεξουσίου παράστασιν, την νομίμως γινομένην κλήτευσιν και μη προσέλευσιν, το αιτιολογικόν της αποφάσεως, τον τρόπον του καταρτισμού της πλειοψηφίας και την απαλλαγήν του εγκαλουμένου ή την επιβαλλομένην αυτώ ποινήν, υπογράφεται υπό του Προέδρου και του Γραμματέως, απαγγέλλεται δε δημόσια και δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ισχύουσα από της απαγγελίας» (άρθρο 7). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του ΑΠΘ (Φ.1.231/Β1/425/2000 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Β΄ 1099) «… Σχετικώς με την τηρητέα πειθαρχική διαδικασία, την παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων, καθώς και με κάθε άλλο σχετικό θέμα (π.χ. σχέση της πειθαρχικής προς την ποινική δίκη) εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, εκτός αν ορίζεται άλλως στην ισχύουσα νομοθεσία». Τέλος, στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26), ορίζεται στο άρθρο 132 με τίτλο “Εξέταση διωκομένου” ότι: «Κατά την πειθαρχική ανάκριση καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος. Ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται μετά δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η άρνησή του να εξετασθεί, δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης».

 7. Επειδή, προβάλλεται κακή σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, διότι, κατά παράβαση των αρχών της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης δεν αναφέρεται στο σώμα της πράξης αφενός η απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, με την οποία ορίστηκε ως μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο Πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης και, αφετέρου, το ονοματεπώνυμο του πέμπτου μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, Αντιπρύτανη του ΑΠΘ. Ο λόγος, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά το πρώτο σκέλος, διότι από καμία διάταξη νόμου ή γενική αρχή του δικαίου δεν επιβάλλεται να μνημονεύεται στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης η απόφαση διορισμού μέλους του συλλογικού οργάνου (πρβλ. ΣτΕ 116/2004, 3141/2000). Κατά το δεύτερο σκέλος, ο λόγος είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής, διότι στην προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται το ονοματεπώνυμο – ……………, ο οποίος μετέσχε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο υπό την ιδιότητα του Αντιπρύτανη του ΑΠΘ. Περαιτέρω, προβάλλεται ομοίως κακή σύνθεση του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη Πειθαρχικού Συμβουλίου, διότι μετείχε στη σύνθεση ο Αντιπρύτανης του ΑΠΘ, χωρίς να αναφέρεται στο προοίμιο αυτής ότι ο Πρύτανης αυτού, τακτικό μέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 23 του ν. 1268/1982, εκωλύετο να μετάσχει και το συγκεκριμένο κώλυμα. Ο λόγος ερείδεται επί της εσφαλμένης νομικής εκδοχής ότι ο Πρύτανης του ΑΕΙ, στο οποίο ανήκει το παραπεμπόμενο μέλος ΔΕΠ των ΑΕΙ, συμμετέχει στο ως άνω Πειθαρχικό Συμβούλιο, ενώ, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του π.δ. 160/2008, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει Αντιπρύτανης του ως άνω ΑΕΙ.

 8. Επειδή, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου και με το άρθρο 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου κατά την πειθαρχική διαδικασία περιλαμβάνει και την ευχέρεια του εγκαλουμένου να ζητήσει την κατά τη διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών εν γένει συμβουλίων συμπαράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του (ΣτΕ 2152/2000 Ολ., 1294/2003, 2632/2011). Εξάλλου, στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ, ορίζεται ότι: «1. Κανόνες και αρχές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. 2. Εφαρμόζονται ιδίως οι κανόνες και οι αρχές που αφορούν: α)… δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου, ε)…».

 9. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, ο αιτών είχε κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί στην (αρχική) συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου στις 2.11.2009, κατά την οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου ……………, κατόπιν δε υποβολής αιτήματός του η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 9.11.2009. Κατά τη συνεδρίαση αυτήν ο αιτών παρέστη μετά νέου πληρεξουσίου δικηγόρου, του …………, ζήτησε δε να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης για σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να ενημερωθεί ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έκρινε ότι: «περαιτέρω αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή» και απέρριψε το αίτημα. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι ο αιτών, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης του, είχε παραστεί με δικηγόρο τόσο στην πρώτη συνεδρίαση, όσο και στην -μετ’ αναβολή κατόπιν αιτήματός του- επίμαχη συνεδρίαση, καθώς και ότι το περί αναβολής αίτημά του ερευνήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, η απόρριψη του αιτήματος αυτού από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, είναι νόμιμη και δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας (βλ. ΣτΕ 1264/2014, 1068/2012, 624/2010)· τούτο, ενόψει και του ότι ο αιτών δεν προβάλλει ότι είχε προβάλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου συγκεκριμένο κώλυμα του δικηγόρου ………, ούτε ότι είχε προσκομίσει, προκειμένου να αποδείξει το κώλυμα αυτό, σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Συνεπώς, ο λόγος περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης λόγω αναιτιολόγητης απόρριψης του αιτήματος αναβολής, κατά παράβαση της παρ. 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος, των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

 10. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, καθόσον λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο η από 10.10.2007 ανωμοτί κατάθεσή του κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ως μάρτυρα -ενώ ήταν “κατηγορούμενος”- χωρίς τη συμπαράσταση δικηγόρου. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τον αιτούντα, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σιγής, του δικαιώματος παράστασης με δικηγόρο και της γενικής αρχής του ποινικού δικαίου περί μη αυτοενοχοποίησης, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και εφαρμόζεται αναλογικά και στην πειθαρχική διαδικασία κατ’ επιταγή του άρθρου 108 του ν. 3528/2007. Είναι δε μη νόμιμη, κατά τον αιτούντα, η αιτιολογία απόρριψης του προβληθέντος ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου λόγου, κατά την οποία η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης «…αποτελεί βασική αρχή του ποινικού δικαίου και δεν συνάδει στην προκειμένη περίπτωση με το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας, που συνίσταται στην τήρηση της υπηρεσιακής ευταξίας στον πανεπιστημιακό χώρο και στον αυστηρό κολασμό τέτοιων συμπεριφορών, όπως είναι και η αποδιδόμενη στον εγκαλούμενο, η ανοχή και η ατιμωρησία των οποίων δυσφημούν τα ΑΕΙ και το κύρος της πανεπιστημιακής κοινότητας και συνεπώς ελλείπει η αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής αυτής στο πειθαρχικό δίκαιο των μελών ΔΕΠ, (άρθρο 108 του Υπαλληλικού Κώδικα – ν. 3528/2007…)». Ωστόσο, όπως έχει γίνει δεκτό, σε υποθέσεις που δεν ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου, ακόμη και αν έχει κριθεί ότι οι κατηγορίες αυτές (μεταξύ των οποίων και οι πειθαρχικές) αποτελούν «υποθέσεις ποινικής φύσεως», μπορούν να μην εφαρμόζονται με απόλυτη αυστηρότητα οι εγγυήσεις που παρέχονται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως είναι, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου (πρβλ. ΕΔΔΑ υπόθεση Jussila, σκ. 43, ΣτΕ 4610/2013). Επίσης είναι νόμιμη και λαμβάνεται υπόψη ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση του υπαλλήλου, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, ληφθείσα κατά την ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ), έστω και αν λήφθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρου, εκτός εάν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, το οποίο όμως απορρίφθηκε. Συναφώς, λαμβάνεται υπόψη κατάθεση με τα ως άνω χαρακτηριστικά, εφόσον ο ως άνω υπάλληλος κατέθεσε οικειοθελώς, χωρίς να υποβληθεί σε άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό (πρβλ. ΣτΕ 689/2009 7μ. σκ. 9) και χωρίς να αντιλέξει (πρβλ. ΣτΕ 3481/2014 σκ. 5). Από τα ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών προσήλθε αυτοπροσώπως ενώπιον του διενεργήσαντος την ΕΔΕ και δεν υπέβαλε αίτημα παράστασης με δικηγόρο, προκύπτει ότι η ανωμοτί κατάθεσή του κατά την ΕΔΕ νομίμως κατ’ αρχήν ήταν ληπτέα υπόψη από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ενόψει, συνεπώς, της υπό την προεκτεθείσα έννοια εφαρμογής στην πειθαρχική διαδικασία της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, δεν προκύπτει ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο που απέρριψε τον ως άνω λόγο με την προαναφερόμενη αιτιολογία έσφαλε, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ανεξαρτήτως, πάντως, των ανωτέρω, η εξέταση του λόγου περί παραβίασης της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, ειδικώς κατά το σκέλος που αφορά στο ότι ο αιτών κατέθεσε ως μάρτυρας κατά την ΕΔΕ, παρίσταται αλυσιτελής. Τούτο διότι, στη σκέψη IV της προσβαλλόμενης πράξης γίνεται μεν αναφορά σε όλα τα στοιχεία του φακέλου, πλην η από 10.10.2007 κατάθεση του αιτούντος δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που μνημονεύονται ρητώς για τη θεμελίωση της κρίσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ακόμη και αν η συγκεκριμένη μαρτυρική κατάθεση δεν λαμβανόταν υπόψη, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου περί της ενοχής του αιτούντος προκύπτουν επαρκώς από τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας. Περαιτέρω, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, είναι απορριπτέος και ο λόγος περί παραβίασης των εν λόγω αρχών και κατά το στάδιο της εξέτασης του αιτούντος από την εισηγήτρια της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, διότι κατέθεσε ενόρκως, ενώ ήταν ήδη εγκαλούμενος και έπρεπε να εξεταστεί ανωμοτί. Η υπό άλλον δε τύπο (ενόρκως δηλαδή) κατάθεση δεν οδηγεί σε ακύρωση, προεχόντως διότι ο αιτών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. την από 21.11.2008 έκθεση κατάθεσης), δεν αντέλεξε στην εξέτασή του κατά τον τρόπο αυτόν (βλ. ΣτΕ 2281, 2329/1985, 4146/1990, 3481/2014). Κατόπιν τούτων, ο λόγος ακυρώσεως περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος κατά το οποίο λήφθηκαν υπόψη από το Πειθαρχικό Συμβούλιο η ως άνω από 10.10.2007 ανωμοτί κατάθεση του αιτούντος κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης, καθώς και η από 21.11.2008 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της εισηγήτριας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μειοψήφησαν η Σύμβουλος Μ. Σταματελάτου και οι Πάρεδροι Π. Τσούκας και Π. Γρουμπού, κατά τη γνώμη των οποίων από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 51 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του ΑΠΘ και 132 του Υπαλληλικού Κώδικα, κατά τον οποίο ο διωκόμενος υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί, η κατά τα ανωτέρω ένορκη εξέταση του αιτούντος δεν ήταν νόμιμη. Η ως άνω δε πλημμέλεια δεν ήταν δυνατόν να καλυφθεί από το ότι ο αιτών δεν αντέλεξε για την εξέτασή του κατά τον τρόπο αυτόν (ενόρκως) ενώπιον της εισηγήτριας.

 11. Επειδή, από τον συνδυασμό των προεκτεθεισών διατάξεων του ν. 249/1976 και του άρθρου 326 του ν. 5343/1932 συνάγεται ότι οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στα μέλη του ΔΕΠ των ΑΕΙ κλιμακώνονται ανάλογα με τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος, τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτό τελέσθηκε και τη συμπεριφορά του πειθαρχικώς διωκομένου. Εξ άλλου, η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, καθώς και η ουσιαστική του κρίση περί της επιβλητέας ποινής δεν ελέγχονται από τον ακυρωτικό δικαστή, ο οποίος περιορίζεται σε έλεγχο της αιτιολογίας της πειθαρχικής απόφασης και της μη υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχερείας κατά την επιμέτρηση της ποινής (ΣτΕ 2109/2014, 1454/2005, πρβλ. ΣτΕ 1839/1978, 1653/1958).

 12. Επειδή, από την προσβαλλόμενη πράξη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Μετά από καταγγελία τον Ιούλιο του 2007 του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ σε βάρος του αιτούντος, καθηγητή -κατά τον κρίσιμο χρόνο- της ως άνω Σχολής και Διευθυντή της Ακτινολογικής Κλινικής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου ……., διενεργήθηκε ΕΔΕ προκειμένου να διερευνηθούν οι συνθήκες προφορικής εξέτασης των φοιτητών και βαθμολόγησής τους από τον αιτούντα στα μαθήματα Απεικονιστική Διαγνωστική Ι και ΙΙ, καθώς και αν ο αιτών διατύπωσε απειλές σε βάρος των φοιτητών ή αν τους ενημέρωσε λανθασμένα ή παραπλανητικά σε σχέση με την απόδοσή τους στις εξετάσεις. Στη συνέχεια, με την 116/12.3.2008 απόφασή του ο Πρύτανης του ΑΠΘ άσκησε πειθαρχική δίωξη σε βάρος του αιτούντος, παραπέμποντάς τον ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, με το σκεπτικό ότι, σύμφωνα με το από 22.10.2007 πόρισμα της διενεργηθείσας ΕΔΕ, διαπιστώθηκε η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από την όλη συμπεριφορά των εκφοβισμών και των άμεσων ή έμμεσων απειλών σε βάρος των φοιτητών, η οποία δεν συνάδει με την ιδιότητα του ακαδημαϊκού δασκάλου. Με την προσβαλλόμενη πράξη αποδόθηκε στον αιτούντα το πειθαρχικό παράπτωμα της επίδειξης διαγωγής απάδουσας στην αξιοπρέπεια πανεπιστημιακού λειτουργού, συνισταμένης στο ότι «κατά την εξεταστική περίοδο του Ιουνίου του έτους 2007, ο εγκαλούμενος με την ιδιότητά του ως Διευθυντής του Ακτινολογικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου στο Νοσοκομείο ………. και εξεταστής στα μαθήματα του Εργαστηρίου του, Απεικονιστική Διαγνωστική Ι και ΙΙ και προκειμένου να εκλεγεί Αναπληρωτής Πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής, προέβη σε εκφοβισμούς και διατύπωσε άμεσες ή έμμεσες απειλές σε βάρος των φοιτητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εκλέκτορες στις εκλογές, για την ανάδειξη Προέδρου και Αναπληρωτή Προέδρου, οι οποίες διεξήχθησαν στις 27.6.2007». Ειδικότερα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού ανέφερε ότι εκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων φοιτητών, των προταθέντων από τον αιτούντα μαρτύρων, τις καταθέσεις του αιτούντος ενώπιον της εισηγήτριας και στο ακροατήριο, καθώς και τα απολογητικά του υπομνήματα και το πόρισμα της ΕΔΕ, δέχθηκε τα εξής: α) Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, το νομοθετικό καθεστώς που διείπε τις εκλογές για την ανάδειξη οργάνων διοίκησης των σχολών των ΑΕΙ επέτρεπε στους φοιτητές, οι οποίοι αποτελούσαν μεγάλο ποσοστό των εκλεκτόρων, να ρυθμίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα, β) το γεγονός αυτό είχε ως αναγκαία συνέπεια την επικοινωνία των υποψήφιων καθηγητών με τους εκπροσώπους των φοιτητών και των φοιτητικών παρατάξεων, προκειμένου να τύχουν της υποστήριξής τους στις εκλογές, γ) στο πλαίσιο αυτό, ο αιτών συναντήθηκε με “συνδικαλιστές” φοιτητές τόσο κατ’ ιδίαν όσο και από κοινού με άλλους καθηγητές, δ) φοιτητές διατύπωσαν επωνύμως καταγγελίες ότι κατά τη διάρκεια ορισμένων από τις συναντήσεις αυτές ο αιτών τους απείλησε ότι, σε περίπτωση που δεν θα τύχει της υποστήριξής τους, τόσο ο ίδιος όσο και οι συμπαριστάμενοι καθηγητές θα τους βαθμολογούν (όχι μόνο κατά την εξεταστική περίοδο του Ιουνίου 2007 αλλά και στο μέλλον) με μη προβιβάσιμο βαθμό, ε) ως προς τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις, ο φοιτητής …………, ο οποίος ήταν μέλος της ΔΑΠ- ΝΔΦΚ Ιατρικής και εκλέκτορας κατά τις κρίσιμες εκλογές, κατέθεσε ότι σε κατ’ ιδίαν συνάντησή του με τον αιτούντα δέχθηκε την απειλή ότι «αν αληθεύουν οι φήμες ότι θα στηρίξεις την άλλη υποψηφιότητα ……… και όχι την δική μου, καλύτερα να μην πας να δώσεις το μάθημα», ο φοιτητής δε αυτός δεν έλαβε προβιβάσιμο βαθμό στο μάθημα Ακτινοδιαγνωστική ΙΙ κατά την ως άνω εξεταστική περίοδο, με τη βαθμολογία να αναρτάται μετά την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, στ) ως προς τη συνάντηση του αιτούντος, του ……… και άλλων καθηγητών με φοιτητές εκπροσώπους της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και του Συλλόγου Φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, οι φοιτητές ………, Πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών και μέλος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, …………….., μέλος του ΔΣ του Συλλόγου και της ΔΑΠ- ΝΔΦΚ, …………… και …………, μέλη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, κατήγγειλαν ότι κατά τη συνάντηση αυτή ο αιτών αναφερόταν διαρκώς σε ένα “τόξο” καθηγητών που υποστήριζαν την υποψηφιότητα του ……………. και του ίδιου και εμφανίζονταν δυσαρεστημένοι με τη συμπεριφορά των εν λόγω φοιτητών, τους οποίους απείλησαν έμμεσα ότι, εφόσον δεν υποστηρίξουν, ως παράταξη, τις ανωτέρω υποψηφιότητες, θα τους βαθμολογούσαν δυσμενώς στα μαθήματά τους, ζ) απειλές για επιπτώσεις σε κομματικό επίπεδο λόγω των γνωριμιών με την κομματική ιεραρχία κατήγγειλε και ο φοιτητής ……….., εκπρόσωπος και γραμματέας της ΠΑΣΠ Ιατρικής, η) στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου παρατίθενται αποσπάσματα από τις καταθέσεις των ανωτέρω φοιτητών, οι οποίες συμπίπτουν ως προς τα βασικά γεγονότα που καταγγέλλουν και, ειδικά, ως προς τη συνάντησή τους με τον αιτούντα παρουσία των καθηγητών (με αναφορά στο “τόξο” των καθηγητών που υποστήριζε την υποψηφιότητα του αιτούντος· οι καθηγητές αυτοί δίδασκαν μαθήματα “αποφασιστικά” για τη λήψη του πτυχίου). Παρατίθεται επίσης η φράση που χρησιμοποίησε ο αιτών απευθυνόμενος προς τους φοιτητές: «όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια».

 13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, ως προς την κρίση της ότι στοιχειοθετούνται τα ως άνω αποδοθέντα στον αιτούντα και προβλεπόμενα στο άρθρο 326 του ν. 5343/1932 πειθαρχικά παραπτώματα, δεδομένου ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού εκτίμησε όλα τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, μεταξύ των οποίων το πόρισμα της ΕΔΕ και τα απολογητικά υπομνήματα του αιτούντος, παρέθεσε αναλυτικά τα συναρτώμενα με τα παραπτώματα αυτά πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και αξιολόγησε την εν γένει συμπεριφορά του, χωρίς να είναι απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας της πράξης να καταγράφονται σ’ αυτήν όλες οι ειδικότερες λεπτομέρειες των οποίων γίνεται πάντως εκτενέστατη αναφορά στο ως άνω πόρισμα της ΕΔΕ. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του αιτούντος ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται ειδικής, πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα, τα προβαλλόμενα ότι δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη πράξη οι φοιτητές που ήταν αποδέκτες απειλών σε σχέση με τη βαθμολογία στα μαθήματα Ακτινοδιαγνωστική Ι και ΙΙ, καθώς και ο φοιτητής που έλαβε μη προβιβάσιμο βαθμό στο μάθημα Ακτινοδιαγνωστική ΙΙ, είναι, ενόψει των εκτιθέμενων ανωτέρω, αβάσιμα και απορριπτέα. Οι δε ισχυρισμοί του αιτούντος ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν απάντησε στην ερώτησή του γιατί οι καταγγέλλοντες φοιτητές δεν προέβησαν στις καταγγελίες τους πριν από τις εκλογές, καθώς και ότι δεν γίνεται αναφορά στα λοιπά μέλη ΔΕΠ που είχαν αναλάβει την εξέταση των ανωτέρω μαθημάτων κατά την εξεταστική περίοδο Ιουνίου 2007 παρίστανται, ενόψει των ανωτέρω, αλυσιτελείς (πρβλ. ΣτΕ 4339/2010 σκ. 11, 2832/2006 σκ. 9), καθόσον, και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν κλονίζουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί μη προσδιορισμού του τόπου και του χρόνου συντέλεσης του αποδιδόμενου στον αιτούντα πειθαρχικού παραπτώματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΕΔΕ, μαρτυρικές καταθέσεις), τα οποία συμπληρώνουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, οι κρίσιμες ως άνω συναντήσεις έλαβαν χώρα λίγο πριν από την εξεταστική περίοδο και τις εκλογές του Ιουνίου 2007, η μεν συνάντηση του αιτούντος με τον …………… πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του πρώτου, η δε συνάντηση μεταξύ καθηγητών και φοιτητών πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του ………… . Επίσης, ο αιτών προβάλλει ότι χωρίς αιτιολογία το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των προταθέντων από τον ίδιο μαρτύρων …………, …………, …………., ……………, …………… και ……………, παρότι σε αυτές περιέχονται ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που διαψεύδουν τις μαρτυρικές καταθέσεις των φοιτητών και άγουν σε εντελώς αντίθετα συμπεράσματα σε σχέση με όσα έκανε δεκτά το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Όπως όμως προεκτέθηκε, στην προσβαλλόμενη πράξη ρητώς αναφέρεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και τις καταθέσεις των μαρτύρων που πρότεινε ο αιτών. Ανεξαρτήτως δε του ότι οι καταθέσεις αυτές αναφέρονται στο ζήτημα αν ο ίδιος ήταν ο μοναδικός εξεταστής κατά την εξεταστική περίοδο Ιουνίου 2007 και, συνεπώς, δεν κλονίζουν κατά την εκτίμηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου την ακρίβεια των υπολοίπων στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 2832/2006), λαμβανομένου υπόψη ότι πάντως το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είναι κατά τον νόμο υποχρεωμένο να απαριθμεί λεπτομερώς όλα τα εκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία και να εκφέρει κρίση περί την αποδεικτική αξία καθενός από αυτά (πρβλ. ΣτΕ 116/2004, 4339/2010, 3146/2014), ο ισχυρισμός αυτός κατά το μέρος που πλήσσει την ουσιαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΣτΕ 2109/2014, 116/2004, 5920/1995 κ.ά.).

 14. Επειδή, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού αξιολόγησε ότι η συμπεριφορά του αιτούντος συνιστά διαγωγή που απάδει προς την αξιοπρέπεια πανεπιστημιακού λειτουργού, είχε δυσάρεστες και δυσμενείς επιπτώσεις στο κύρος του ΑΠΘ και φανέρωνε έλλειψη συνείδησης βασικών υποχρεώσεων του αιτούντος ως καθηγητή και δημοσίου λειτουργού, εκτίμησε στη συνέχεια τη βαρύτητα του ανωτέρω πειθαρχικού παραπτώματος, τον βαθμό υπαιτιότητας του αιτούντος, την προσωπικότητά του, τον εν γένει υπηρεσιακό του φάκελο και την αρχή της αναλογικότητας και κατέληξε στην κρίση ότι έπρεπε να του επιβληθεί η ποινή της προσωρινής απόλυσης τριών μηνών. Με τα δεδομένα αυτά, το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά την επιβολή και επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής αιτιολόγησε νομίμως και επαρκώς την κρίση του και δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής του ευχέρειας ούτε παρέβη την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 4339/2010 σκ. 13, 2832/2006 σκ. 10, 116/2004 σκ. 10). Εξ άλλου, οι ανωτέρω λόγοι κατά το μέρος που αμφισβητούν την ανέλεγκτη ακυρωτικώς ουσιαστική κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

 15. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος ορισμένος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας της υπόθεσης και, ειδικότερα, του ζητήματος που εκτέθηκε στη σκέψη 10 σχετικώς με τον τύπο της εξέτασης του αιτούντος ενώπιον της εισηγήτριας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση (άρθρο 14 παρ. 5 π.δ. 18/1989, Α΄ 8).

 Δ ι ά τ α ύ τ α

 Απέχει να αποφανθεί οριστικά.

 Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.

ThanasisΣτΕ 2420-2018 ΑΕΙ και πειθαρχικά παραπτώματα μελών ΔΕΠ