ΣτΕ 2480/2018 – Δικηγόροι

Αμετάκλητη καταδίκη δικηγόρου για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κώδικα Δικηγόρων και έκδοση διαπιστωτικής πράξης περί  αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής του ιδιότητας. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος. Αν ακυρωθεί η ποινική καταδίκη, επέρχεται αυτοδίκαιη ανάκτηση της δικηγορικής ιδιότητας. Προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτά προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ πρέπει να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Το άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αναφέρεται σε αμετάκλητη και όχι σε τελεσίδικη απόφαση. Δεν απαιτείτο για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης η προηγούμενη ακρόαση του αιτούντος, εφόσον η διοίκηση ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

Αριθμός 2480/2018

  ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

  ΤΜΗΜΑ Γ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Οκτωβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Γ. Τσιμέκας, Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Α. Γεωργακόπουλος.

 Για να δικάσει την από 16 Οκτωβρίου 2017 αίτηση:

 Του.., κατοίκου ..Μεσσηνίας (..), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπούρα (Α.Μ. 19320), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Σπύρο Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 40412/23.5.2017 πράξη της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Γ΄ 504/1.6.2017) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βανδώρου.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

  Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

  Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

 1. Επειδή, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (16885464095712110044/11.10.2017 ηλεκτρονικό παράβολο).

 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 38215/23.5.2017 πράξης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Γ΄ 504/1.6.2017), με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη από 22.11.2016 αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου .., λόγω ποινικής καταδίκης του για «απάτη από κοινού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα σε βάρος τράπεζας με ζημία άνω των 50.000.000 δραχμών» με την 30/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, κατά το μέρος αυτό, με τη δημοσίευση της 1702/2016 απόφασης του Αρείου Πάγου. Στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως διαλαμβάνεται, από προφανή παραδρομή, ότι η προσβαλλόμενη πράξη φέρει τον αριθμό 40412/23.5.2017, αντί του ανωτέρω ορθού 38215/23.5.2017.

 3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», κατά δε το εδάφιο δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 25, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84): «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

 4. Επειδή, στο άρθρο 6 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208) ορίζεται ότι: «Ο δικηγόρος πρέπει: 1. … 3. Να μην έχει καταδικαστεί αμετάκλητα α) για κακούργημα και β) για τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, πλαστογραφίας, νόθευσης, δωροδοκίας, τοκογλυφίας, ψευδορκίας, απάτης και απιστίας». Στο άρθρο 7 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος: α) Εκείνος που στο πρόσωπό του συντρέχει περίπτωση από αυτές που αποκλείουν τη δυνατότητα διορισμού του ως δικηγόρου κατά τις διατάξεις του Κώδικα. β) … 3. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του οικείου δικηγορικού συλλόγου βεβαιώνει την απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε. Η απόφαση αυτή ανακοινώνεται στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το κύρος των διαδικαστικών και δικονομικών πράξεων που διενήργησε ο δικηγόρος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης δεν θίγεται».

 5. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3999, σκ. 5, 2496/2015, σκ. 5), από τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6, εκδίδεται υποχρεωτικά διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής του ιδιότητας (βλ. ΣτΕ 1523, 2333/2017, 1787/2012, 765/2006, 2745/1998). Οι διατάξεις αυτές, με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν παραβιάζουν την επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) ή άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή. Και τούτο, διότι, καταρχάς, όπως συνάγεται από την επίμαχη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και τη λειτουργία του στα πλαίσια της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. σχετ. ΣτΕ 1666/2011, Ολομ., σκ. 5) με τη ρύθμιση αυτή εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, το δικηγορικό επάγγελμα, είναι ελευθέριο επάγγελμα, που έχει παράλληλα και το χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Συνεπώς, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου, άσκησης και εξόδου από αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του δικηγόρου, ώστε η λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα διαπιστωμένης επιστημονικής ικανότητας και ηθικής υπόστασης (βλ. σχετ. ΣτΕ 413/1993, Ολομ., 3516/2013, Ολομ. κ.ά.). Από την επίμαχη ρύθμιση συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται την άσκηση της δικηγορίας, ως ελευθέριου επαγγέλματος και ταυτόχρονα δημόσιου λειτουργήματος, από πρόσωπα που θεωρεί (κατά την, καταρχήν, ανέλεγκτη δικαστικά κρίση του) ότι, λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική υπόσταση και το απαιτούμενο κύρος και δεν μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους. Εξάλλου, με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης επιδίωξε και τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος εν γένει. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή σκοπεί στην καλή λειτουργία της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα ηθικά προσόντα και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός που εισάγεται με αυτήν συνάπτεται άμεσα με το αντικείμενο και το χαρακτήρα του ρυθμιζόμενου επαγγέλματος – δημόσιου λειτουργήματος, δεν είναι, δε, προδήλως απρόσφορος ή μη αναγκαίος για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού δημόσιου συμφέροντος, ούτε υπερακοντίζει -και μάλιστα προδήλως- τον ανωτέρω σκοπό. Ενόψει αυτών, η επίμαχη ρύθμιση κείται εντός του περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη, δεν απόκειται δε στο δικαστή, ο έλεγχος του οποίου είναι οριακός, να υποδείξει στο νομοθέτη άλλη επιλογή, όπως είναι η συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων πλην της καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να επέλθει η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας.

 6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, δικηγόρος .., καταδικάστηκε με την 30/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας: α) για «απάτη από κοινού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα σε βάρος τράπεζας με ζημία άνω των 50.000.000 δραχμών» σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών και β) για «απλή συνέργεια σε πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα σε βάρος τράπεζας με ζημία άνω των 50.000.000 δραχμών» σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και με συγχώνευση των ποινών σε μία συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών. Με την 1702/22.11.2016 απόφαση του Αρείου Πάγου η ανωτέρω απόφαση αναιρέθηκε όσον αφορά στο δεύτερο αδίκημα όχι όμως και όσον αφορά το πρώτο, ως προς το οποίο κατέστη αμετάκλητη. Ο αιτών άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επικαλούμενος παράβαση, κατά την ανωτέρω ποινική διαδικασία, των παραγράφων 2 και 3 στοιχείο δ΄ του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256). Δεν έχει εκδοθεί απόφαση του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής. Κατόπιν τούτων, με την προσβαλλόμενη 38215/23.5.2017 πράξη της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη από 22.11.2016 -ημερομηνία κατά την οποία η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη με τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου- αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος.

 7. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία, διότι: α) ορίζοντας ότι η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας βεβαιώνεται «αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε» καταλείπει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη Διοίκηση, β) δεν θέτει περιορισμούς ως προς την έκταση του εν λόγω διοικητικού μέτρου και γ) δεν ρυθμίζει τη διαδικασία της άρσης του, όπως στην περίπτωση της ευδοκίμησης προσφυγής στο ΕΔΔΑ και, ακολούθως, ευδοκίμησης της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 παρ. 1 περ. 5 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ)) και τούτο δεν μπορεί να το πράξει ο δικαστής, γιατί τότε θα νομοθετούσε.

 8. Επειδή, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι: α) Η διάταξη του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων όχι μόνο δεν καταλείπει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη Διοίκηση, αλλά, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην πέμπτη σκέψη, θεσπίζει δέσμια αρμοδιότητα αυτής να εκδώσει διαπιστωτική πράξη εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες σ’ αυτή προϋποθέσεις. Εξάλλου, η επέλευση του γεγονότος που προκαλεί την έκδοσή της είναι ο χρόνος κατά τον οποίο η καταδικαστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη, δηλαδή γεγονός ως προς τη διαπίστωση του οποίου η Διοίκηση δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια. β) Σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην πέμπτη σκέψη, η επίμαχη διάταξη με την οποία προβλέπεται η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας χωρίς περιορισμούς δεν παραβιάζει την επαγγελματική ελευθερία ούτε την αρχή της αναλογικότητας. γ) Σε περίπτωση ευδοκίμησης προσφυγής στο ΕΔΔΑ και, ακολούθως, ευδοκίμησης της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ) η καταδικαστική απόφαση θα «ακυρωθεί» (άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠΔ). Συνεπώς, όπως με το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης επέρχεται η απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, έτσι με την ακύρωσή της επέρχεται η αυτοδίκαιη ανάκτησή της, το δε αρμόδιο όργανο για την έκδοση διαπιστωτικής πράξης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας οφείλει, ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα, να εκδώσει διαπιστωτική πράξη περί ανάκτησής της, σύμφωνα με την αρχή της actus contrarius (βλ. σχετικά με την αρχή αυτή, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις ΣτΕ 3993/2011, σκ. 4, 4017/2000, σκ. 2α, επίσης 1431/2016, σκ. 6 κ.ά.). Οι συνέπειες αυτές της ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης συνάγονται από ερμηνεία κανόνων δικαίου και δεν θεσπίζονται από τον δικαστή, καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.

 9. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 546 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ): «Αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε», στο δε άρθρο 462 του Κώδικα ορίζεται ότι: «Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι: α) η έφεση και β) η αίτηση για αναίρεση». Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 525-530 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας δεν συνιστά «ένδικο μέσο» κατά το άρθρο 462, αλλά κινεί μία από τις «έκτακτες διαδικασίες» που προβλέπονται στο έβδομο βιβλίο του ΚΠΔ -το οποίο φέρει τον εν λόγω τίτλο- αυτήν της επανάληψης της διαδικασίας.

 10. Επειδή, συνεπώς, κατά την έννοια του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων σε συνδυασμό με τις πιο πάνω διατάξεις του ΚΠΔ, με τη δημοσίευση απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για αδίκημα από τα απαριθμούμενα σε αυτό, η καταδικαστική απόφαση καθίσταται «αμετάκλητη» και από το χρονικό αυτό σημείο επέρχεται η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, ανεξάρτητα από την άσκηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 2333/2017, σκ. 8).

 11. Επειδή, στο άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπως έχει αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα, ορίζεται ότι: «Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως αυτά νοούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του δικαίου και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης». Εξάλλου, στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα, το κείμενο των οποίων είναι το αυθεντικό και υπερισχύει αυτού των άλλων γλωσσών των 47 συμβαλλόμενων στην ΕΣΔΑ κρατών (βλ. το άρθρο 66 παρ. 4 αυτής και το προοίμιο του ν.δ. 53/1974), αντί του όρου «τελεσιδικία» της απόφασης, χρησιμοποιούνται οι όροι “decision … definitive” και “final decision”.

 12. Επειδή, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ πρέπει να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Ως τέτοια νοούνται και αυτά που επιτρέπουν τον έλεγχο μόνο των νομικών σφαλμάτων της δικαστικής απόφασης του εθνικού δικαστηρίου, όπως είναι η αίτηση αναιρέσεως (βλ. αντί άλλων, απόφαση ΕΔΔΑ της 28.9.1999, Civet κατά .. (29340/1995), σκ. 41-

44). Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως συνιστά την «τελεσίδικη» απόφαση (“decision definitive” και “final decision”) από την οποία εκκινεί η εξάμηνη προθεσμία για την εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ, η δε άσκηση αίτησης για εκ νέου εξέταση της υπόθεσης δεν συνιστά τέτοια απόφαση και δεν διακόπτει την ανωτέρω προθεσμία (βλ. αντί άλλων, απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού (decision) της 11.1.2000, Babinsky κατά .. (35833/91)). Συνεπώς, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ για παράβαση της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων θα πρέπει να έχει εξαντλήσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 462 ΚΠΔ ένδικα μέσα, δηλαδή να έχει ασκήσει και αίτηση αναιρέσεως. Συνακόλουθα, παρά τη μετάφραση των όρων “decision definitive” και “final decision” ως «τελεσίδικη απόφαση», η έννοια του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ είναι ότι αναφέρεται σε αμετάκλητη και όχι σε τελεσίδικη απόφαση.

 13. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά το άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν είναι αμετάκλητη, αλλά τελεσίδικη? συνεπώς, εφόσον ο αιτών άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξης, η τελευταία είναι μη νόμιμη, διότι η καταδικαστική απόφαση του Εφετείου δεν είχε καταστεί αμετάκλητη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ως «αμετάκλητη απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων νοείται η αμετάκλητη κατά το εθνικό δίκαιο (άρθρα 546 παρ. 2 και 462 ΚΠΔ) απόφαση, ενώ το άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ρυθμίζει διαφορετικό ζήτημα, αυτό της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ. Τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη δωδέκατη σκέψη, και το άρθρο αυτό της ΕΣΔΑ, αναφέρεται σε αμετάκλητη, κατά το ελληνικό δίκαιο, και όχι τελεσίδικη απόφαση.

 14. Επειδή, προβάλλεται ότι είναι εξαιρετικά πιθανό να ευδοκιμήσει η προσφυγή του αιτούντος στο ΕΔΔΑ και ακολούθως η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου? συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη μη νομίμως εκδόθηκε πριν από την ολοκλήρωση όλων των ανωτέρω σταδίων της ποινικής διαδικασίας. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται από το άρθρο 7 του Κώδικα Δικηγόρων, χωρίς κατά τούτο η διάταξη αυτή να έρχεται σε αντίθεση με κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος.

 15. Επειδή η τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) δεν ήταν απαραίτητη για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι με αυτήν διαπιστώθηκε, κατά δέσμια αρμοδιότητα, η επελθούσα αυτοδικαίως αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος, με μόνη τη συνδρομή της αντικειμενικής προϋπόθεσης της αμετάκλητης καταδίκης του (βλ. ΣτΕ 931/2018, σκ. 5, 1523/2017, σκ. 6, 2932/2015, σκ. 7 κ.ά.). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, διότι ο αιτών δεν κλήθηκε σε προηγούμενη ακρόαση, παρά το γεγονός ότι ενόψει της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του ΕΔΔΑ και της μεγάλης πιθανότητας να ευδοκιμήσει θα έπρεπε η Διοίκηση να εκτιμήσει τις ειδικές συνθήκες της υπόθεσης είναι, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, απορριπτέος ως αβάσιμος.

 16. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε, δυνάμει του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς κατά τούτο η διάταξη αυτή να αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα, δεν νοείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από τη Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 931/2018, σκ. 9, βλ. σχετ. ΣτΕ 3474/2013, 5420/2012, 3986/2012, 2505/2009). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο με την προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, διότι ο αιτών, μετά από τέσσερα περίπου έτη συνολικής πραγματικής έκτισης της ποινής, στερείται κάθε δυνατότητας επαγγελματικής δραστηριότητας σε ηλικία 52 ετών, δεδομένου ότι ενόψει της οικονομικής κρίσης θα είναι αδύνατο να εξεύρει άλλη επαγγελματική απασχόληση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 17. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

   Δ ι ά  τ α ύ τ α

  Απορρίπτει την αίτηση.  …

ThanasisΣτΕ 2480/2018 – Δικηγόροι