Μη υπολογισμός δώρων εορτών και επιδόματος αδείας στις αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής κατ’ άρθρ. 35 παρ. 4 περ. Α υποπερ. αα εδάφιο δεύτερο του ν. 4387/2006).
Πιλοτική δίκη κατ’ άρθρ. 1 παρ. 1 ν. 3900/2010. Αγωγή πρώην τραπεζικών υπαλλήλων κατά του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και του Ελληνικού Δημοσίου βάσει των άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ, άλλως βάσει του άρθρ. 904 ΑΚ. Συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτ. αα της περίπτ. α της παρ. 4 του άρθρ. 35 ν. 4387/2016 (όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τους νόμους 4415/2016 και 4461/2017), σχετικά με το μη υπολογισμό των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας στις αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εφάπαξ παροχή.
ΣτΕ 583/2021 Α΄ Τμ. 7μελούς
Πρόεδρος : Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας, Σύμβουλος
Με εκκρεμή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή, που εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την 11/2019 πράξη της Επιτροπής του άρθρ. 1 ν. 3900/2010, οι ενάγοντες, πρώην τραπεζικοί υπάλληλοι, ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων “ΕΝΙΑΙΟΥ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ” (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) και Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλουν νομιμοτόκως ως αποζημίωση σύμφωνα τα άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ, άλλως το άρθρ. 904 ΑΚ, αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στις περικοπές που υπέστη κάθε ένας από αυτούς στην εφάπαξ παροχή του κατ΄ εφαρμογή της του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτ. αα της περ. α της παρ. 4 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 (Α΄85), που ορίζει ότι τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας δεν συμπεριλαμβάνονται στις αποδοχές επί των οποίων αυτή υπολογίζεται.
I. Με την απόφαση 583/2021 το Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με επταμελή σύνθεση έκρινε ότι η αγωγή απαραδέκτως στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ακολούθως, έλαβε υπόψη τα εξής: με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης ο νομοθέτης έλαβε σειρά μέτρων περιστολής των δημόσιων δαπανών, μεταξύ των οποίων και τη διενέργεια περικοπών στα εφάπαξ βοηθήματα με τα άρθρ. 44 παρ. 5α του ν. 3986/2011, 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011και άρθρο πρώτο υποπαράγρ. ΙΑ.5. παρ. 2 ν. 4093/2012. Ειδικότερα, με την παρ. 6 του άρθρ. 2 του ν. 4024/2011, σχετικά με τις παροχές των ασφαλισμένων του Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας του ΤΑΥΤΕΚΩ, αντικαταστάθηκε η παρ. 5.α του άρθρ. 44 του ν. 3986/2011 και ορίστηκε ότι το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου, στους ασφαλισμένους του εν λόγω Τομέα Πρόνοιας που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας από 1.8.2011 και μετά, μειώνεται κατά ποσοστό 30% σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος. Με βάση δε την εξουσιοδοτική διάταξη της περίπτ. 7 της υποπαραγρ. ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 εκδόθηκε η 30854/3809/31.12.2012 απόφαση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής. Ασφάλισης και Πρόνοιας (Β΄ 3498), με την οποία καθορίστηκαν οι νέες τεχνικές παράμετροι για τον προσδιορισμό του ύψους της εφάπαξ παροχής, μεταξύ δε αυτών και η νέα τεχνική βάση για τις παροχές αυτές και ορίστηκε ότι το γενικό πλαίσιο που διέπει τον καθορισμό των εφάπαξ παροχών είναι ένα διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC), ότι το νέο σύστημα εφαρμόζεται από 1.1.2014, καθώς και ο γενικός τύπος υπολογισμού της απονεμόμενης εφάπαξ παροχής, μεταξύ δε των παραμέτρων του σχετικού μαθηματικού τύπου περιλαμβάνεται ο “συντελεστής βιωσιμότητας”. Ακολούθησαν η Φ. 80000/1093/26/10/12-2-2014 απόφαση του ίδιου Υπουργού (Β΄ 313), κατά την οποία το ποσό της απονεμόμενης εφάπαξ παροχής για το τυχαίο έτος t προκύπτει με την χρήση σειράς μαθηματικών τύπων, λαμβανομένων υπόψη των εισφορών, της ετήσιας μεταβολής της βάσης υπολογισμού των εισφορών, των ετών συσσώρευσης εισφορών και του συντελεστή βιωσιμότητας, όπως ειδικότερα προβλέπεται στην απόφαση αυτή, και ο ν. 4242/2014, με το άρθρο 18 του οποίου ορίστηκαν ότι οι φορείς-τομείς πρόνοιας αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας λειτουργούν από 1.1.2014 με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση για όλους τους ασφαλισμένους τους φορείς, ότι για τους ασφαλισμένους που αποχώρησαν από την υπηρεσία ή την εργασία ή το επάγγελμά τους μέχρι 31.8.2013, η εφάπαξ παροχή υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπουργική απόφαση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της περίπτ. 7 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και ότι καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική ή καταστατική διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα των προηγούμενων παραγράφων. Κατά δε το άρθρο 220 παρ. 3 του ν. 4281/2014 από 1.1.2015 σε όλους τους φορείς Γενικής Κυβέρνησης και Κεντρικής Διοίκησης ή Δημοσίου ή Κράτους, που χορηγούν εφάπαξ παροχές, όπως αυτοί προσδιορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 1. περίπτωση β΄ και περίπτωση στ΄ του ν. 4270/2014, συμπεριλαμβανομένων δηλ. και των ασφαλιστικών ταμείων, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 4242/2014, καθώς και η υπουργική απόφαση Φ.80000/1093/26/12-2-2014, όπως κάθε φορά ισχύουν. Επακολούθησε ο ν. 4387/2016 , με το άρθρο 74 του οποίου προβλέφθηκε ότι σκοπός του συσταθέντος με το άρθρ. 35 του ν. 4052/2012 Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) είναι και η καταβολή εφάπαξ παροχών στους δικαιούχους ασφαλισμένους, μετονομάσθηκε δε το ΕΤΕΑ σε “Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών” (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ). Με την παρ. 4 περίπτ. α υποπερίπτ. αα εδάφιο δεύτερο του άρθρου 35 του ν. 4387/2016, όπως η υποπερίπτ. αυτή ίσχυε μετά την αντικατάσταση του δεύτερου εδαφίου της με την παρ. 4 του άρθρ. δεύτερου του ν. 4396/2016 (Α΄106) κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση της εφάπαξ παροχής, ορίστηκε ότι από την έναρξη ισχύος το ποσόν της εφάπαξ παροχής με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 9 του παρόντος άρθρου, ισούται με το άθροισμα του τμήματος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης μέχρι 31.12.2013 και του τμήματος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής και ότι για χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί έως και την 31.12.2013, για τους μισθωτούς, ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής, νοείται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη έως και τις 31.12.2013, εφόσον υπεβλήθησαν σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας. Κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου, από την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/206 καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική ή καταστατική διάταξη της νομοθεσίας που προβλέπει διαφορετικά από τα οριζόμενα σε αυτό και ότι η παρ. 3 του άρθρου 220 του ν. 4281/2014 καταργείται από τότε που άρχισε να ισχύει.
Σύμφωνα με την 583/ 2021 απόφαση του Α΄ Τμήματος 7μελούς σύνθεσης, από την την αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/1916 προκύπτει ότι με την παρ. 4 του άρθρ. 35 ορίστηκαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εφάπαξ παροχής με ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους και ο μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της παροχής αυτής, καθώς και ότι κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου οι ανωτέρω ρυθμίσεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο θέσπισής τους αιτήσεις για τη χορήγηση εφάπαξ παροχής ασφαλισμένων που αποχώρησαν από την υπηρεσία ή την εργασία ή το επάγγελμα από 1.9.2013 και εφεξής και επομένως, διέπουν όλους τους ασφαλισμένους που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της υπουργικής απόφασης Φ.80000/1093/26/12-2-2014. Ενόψει αυτών, η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 καταργεί εξ υπαρχής τον τρόπο υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος που προβλεπόταν από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 4242/2014 και της υπουργικής απόφασης Φ.80000/1093/26/12-2-2014, όπως κάθε φορά ισχύουν. Άλλωστε, οι διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 καλύπτουν πλήρως το αντικείμενο ρύθμισης της ανωτέρω υπουργικής απόφασης από τότε που αυτή ίσχυσε, δεδομένου μάλιστα ότι η εν λόγω κανονιστική πράξη ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Περαιτέρω, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη εκδοχή ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ταμείου ότι οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται για την άσκηση της αγωγής, διότι δεν υφίστανται ζημία, με την εξής σκέψη: οι ενάγοντες, παραπονούμενοι για τον τρόπο υπολογισμού της εφάπαξ παροχής καθ’ ο μέρος με το νέο σύστημα περιορίζονται οι μισθοί που λαμβάνονται υπόψη στην ετήσια βάση υπολογισμού της παροχής, συνεπεία του μη συνυπολογισμού των επίμαχων επιδομάτων, τα οποία, κατά την άποψή τους , αποτελούν μέρος των αποδοχών με βάση τις οποίες πρέπει να υπολογιστεί η εφάπαξ παροχή, και μη αμφισβητώντας το κύρος της περικοπής ποσοστού 30% των υπολογιζόμενων βάσει του καταστατικού επίμαχων παροχών που επήλθε με το ν. 4024/2011, δεν επιδιώκουν την εφαρμογή του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος (του άρθρου 25 του Καταστατικού του Ταμείου), αλλά, όπως προκύπτει από το αίτημα της αγωγής, επιδιώκουν την εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος, με τον συνυπολογισμό, όμως, δύο επιπλέον μισθών στην ετήσια βάση υπολογισμού (14 αντί για 12 μήνες). Επομένως, η ζημία τους συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των ποσών που έλαβαν βάσει των διατάξεων του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 και των ποσών που έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς τους, να λάβουν αν δεν είχε μεσολαβήσει η αντισυνταγματική κατ’ αυτούς περικοπή.
II. Τα ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που τίθενται με τους λόγους αγωγής επιλύθηκαν με την πιο απόφαση ως εξής:
α) Ναι μεν η επίμαχη ρύθμιση, η εξαίρεση δηλαδή των επιδομάτων από τη βάση υπολογισμού των αποδοχών, οδηγεί σε μείωση του αριθμού των μισθών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της παροχή, όμως με αυτήν δεν θεσπίζεται με αυτήν ανώτατο όριο στο καταβαλλόμενο εισόδημα, διότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων αναπροσαρμογής του τρόπου απονομής της εφάπαξ παροχής, σύμφωνα με τον οποίο, ο νομοθέτης, κάνοντας χρήση της ευχέρειάς του να επιλέγει τον τρόπο υπολογισμού των παροχών και να καθορίζει τις αποδοχές που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη για τον υπολογισμό αυτόν, νομίμως δεν συμπεριέλαβε τα επίμαχα επιδόματα στη βάση υπολογισμού του εφάπαξ, αντιστάθμισε δε τη μείωση που προκύπτει από τον περιορισμό αυτόν με άλλες ρυθμίσεις, όπως τον υπολογισμό της παροχής επί όλων των αποδοχών που καταβλήθηκαν μηνιαίως, την κατάργηση του «πλαφόν» των 32 ετών, καθώς και την εφαρμογή ποσοστού αναπλήρωσης ώστε να υπάρχει ανταποδοτικότητα εισφορών – παροχών. Κρίθηκε αβάσιμος ο λόγος ότι η διάταξη του άρθρου 35 του ν.4387/2016 θέτει ανώτατο όριο στην εφάπαξ παροχή, το οποίο είναι αντίθετο προς την αρχή της ανταποδοτικότητας, όπως αυτή καθορίζεται από τα άρθρα 22 παρ. 5 και 4 παρ.1 του Συντάγματος,
β) Σε σχέση με το λόγο ότι παραβιάζεται ο κανόνας της μη αναδρομικότητας των κοινωνικοασφαλιστικών κρίθηκε ότι οι αναγκαίες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη επεμβάσεις για την προστασία της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα και τη διασφάλιση της ακεραιότητας του ασφαλιστικού κεφαλαίου του επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση των απονεμόμενων ασφαλιστικών παροχών, μεταξύ των οποίων και των εφάπαξ παροχών, όταν το ασφαλιστικό κεφάλαιο δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών αυτών, το ύψος δε της κρατικής χρηματοδότησης του οικείου κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού, το οποίο καθορίζεται, καταρχήν, από πολιτικές επιλογές για τη διάθεση κρατικών πόρων προς εκπλήρωση ποικίλων σκοπών του Κράτους και την ικανοποίηση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του, δεν επαρκεί για τη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού. Η μείωση δε αυτή είναι δυνατή όχι μόνο για το μέλλον, αλλά και για το παρελθόν, υπό την έννοια ότι επιτρεπτώς καταλαμβάνει και εκκρεμείς αιτήσεις για τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών, οι οποίες μέχρι την επέλευση της νομοθετικής μεταβολής δεν έχουν ικανοποιηθεί, διότι το Σύνταγμα δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη, εκτός των ειδικώς σε αυτό προβλεπόμενων περιπτώσεων (άρθρα 7 παρ. 1, 77 παρ. 2 και 78 παρ. 2 του Συντάγματος), εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, να ρυθμίζει αναδρομικώς έννομες σχέσεις με την έκδοση γενικών κανόνων. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος.
γ) Αβάσιμος ο λόγος ότι η ρύθμιση δεν στηρίζεται σε ειδική και εμπεριστατωμένη μελέτη, από την οποία να αποδεικνύεται ότι με τον περιορισμό του ορίου της εφάπαξ παροχής μέσω του μη υπολογισμού στις αποδοχές τους των δώρων εορτών και του επιδόματος άδειας θα επιτευχθεί η βιωσιμότητα του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., με το εξής σκεπτικό: η σύνταξη οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης πριν από τη λήψη νομοθετικών επεμβάσεων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και χάριν της βιωσιμότητας αυτών απαιτείται προκειμένου να αιτιολογηθεί η επιβολή περικοπών επί υφιστάμενων ασφαλιστικών παροχών, εν προκειμένω δε, οι ενάγοντες δεν προβάλλουν ότι υπέστησαν περικοπές στις εφάπαξ παροχές που δικαιούνταν με το σύστημα που διείπε τον υπολογισμό τους πριν από την εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης του άρθρ. 35 του ν. 4387/2016. Η ρύθμιση αυτή δεν παρίσταται μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, με τα οποία δεν επέρχονται οριζόντιες περικοπές προς εξυπηρέτηση αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, αλλά θεσπίζονται διαρθρωτικές αλλαγές του συστήματος προς επίτευξη του δημόσιου συμφέροντος σκοπού της διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και της συνέχισης της απονομής του εφάπαξ βοηθήματος προς όφελος όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Ο σκοπός δε αυτός δημόσιου συμφέροντος μπορεί να δικαιολογήσει ακόμα και τη λήψη μέτρων περικοπής των καταβαλλόμενων παροχών ανταποδοτικού χαρακτήρα που αποβλέπουν στον εξορθολογισμό των παροχών προς όλους τους δικαιούχους, κατ΄ εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξίωσης του νομοθέτη για την εκπλήρωση από όλους του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης.
δ) Ο λόγος ότι η παρ. 4 περίπτ. α του άρθρου 35 του ν. 4387/2016, κατά το μέρος που εξαιρεί τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας από τη βάση υπολογισμού της εφάπαξ παροχής είναι αντίθετη με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4443/2016, με τον οποίο, μεταξύ άλλων, ενσωματώθηκαν οι οδηγίες 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ και 2014/54/ΕΕ κρίθηκε αβάσιμος, με τη σκέψη ότι ανεξαρτήτως του ότι δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή γενεαλογικών καταβολών, ώστε να τίθεται ζήτημα αντίθεσης της ρύθμισης στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, η παρ. 2 του άρθρου 3 αυτού δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που προσφέρουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή πρόνοιας, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου του ν. 4443/2016.
ε) Σε σχέση με το λόγο ότι η εξαίρεση των Ταμείων και Ειδικών Λογαριασμών που αναφέρονται στην παρ. 9 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 [Τομείς Πρόνοιας του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας των Απασχολουμένων στα Σώματα Ασφαλείας (Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α.), του Ταμείου Αρωγής Λιμενικού Σώματος (Τ.Α.Λ.Σ. ) και Ειδικοί Λογαριασμοί Αλληλοβοηθείας Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας] από το νέο τρόπο υπολογισμού της εφάπαξ παροχής παραβιάζει την αρχή της ισότητας, κρίθηκε ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας προϋποθέτει άνιση μεταχείριση ομοειδών κατηγοριών ασφαλισμένων μέσα στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, τα δε ανωτέρω Ταμεία και Ειδικοί Λογαριασμοί δεν εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και δεν έχουν ενταχθεί στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
στ) Σε σχέση με το λόγο ότι η επίμαχη διάταξη παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας κρίθηκε ότι δεν προκύπτει ότι επήλθε μείωση των εφάπαξ παροχών των εναγομένων, η οποία να συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας τους ούτε ότι ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτών, αντιθέτως, οι ενάγοντες έλαβαν ποσά αυξημένα σε σχέση με αυτά που θα ελάμβαναν αν η παροχή υπολογιζόταν με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, οι δε μειώσεις που επέρχονται σε 11 από τους 50 ενάγοντες δεν είναι σημαντικές, δικαιολογούνται δε ενόψει του σκοπού της ρύθμισης και των ελλειμμάτων του Τομέα Πρόνοιας του Προσωπικού της Εμπορικής και των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας .
ζ) Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν εμποδίζει το νομοθέτη, ο οποίος υποχρεώνεται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης, ακόμα και σε ήδη συνεστημένες έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν. Μεταξύ δε των μέτρων που μπορεί να ληφθούν είναι και ο διαφορετικός τρόπος υπολογισμού της παροχής με εξαίρεση από τη βάση υπολογισμού παροχών για τις οποίες έχουν καταβληθεί εισφορές, εφόσον τηρούνται οι αρχές της ανταποδοτικότητας και της ισότητας. Κρίθηκε αβάσιμος ο λόγος ότι παραβιάζεται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, διότι ανατρέπεται το περιεχόμενο του ετήσιου μισθού που υπολογίζεται ως βάση για τον υπολογισμό του εφάπαξ σε σχέση με όσα προβλέπονται στο άρθρο 25 παρ.2 του καταστατικού του πρώην Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος.
η) Τέλος, σε σχέση με το λόγο ότι παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. κρίθηκε ότι η αξίωση καθενός από τους ενάγοντες έναντι του εναγόμενου Ταμείου για την καταβολή της εφάπαξ παροχής στο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, που αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής τους, γεννάται λόγω της εφαρμογής του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 και δεν δημιουργείται από την εφαρμογή του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος και συνεπώς, δεν συντρέχει μείωση της περιουσίας τους μέσω της περικοπής της συνταξιοδοτικής παροχής τους αλλά της αποτροπή αύξησής της στο ύψος που προσδοκούν οι ενάγοντες. Εξάλλου, με το εν λόγω άρθρο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σύνταξης ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες κάθε φορά συνθήκες.
Μετά την επίλυση με καταφατική κρίση των εισαχθέντων στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητημάτων, απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της αγωγής, καθώς και το επικουρικό αίτημα των εναγόντων να τους επιστραφούν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες οι εισφορές που είχαν καταβάλλει για τα δώρα εορτών και επίδομα άδειας όλων των ετών ασφάλισής τους, δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές και οι ασφαλιστικές παροχές δεν είναι επιβεβλημένο ούτε από τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε από τις γενικές αρχές του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως να καθορίζονται επί της ιδίας βάσης.