ΣτΕ 682-2019 Παράβολο επί ομοδικίας

Παροχή εννόμου προστασίας – Καταβολή παραβόλου επί αιτήσεως ακυρώσεως ασκούμενης από περισσότερους ομόδικους -. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 35 παρ. 1, 3 και 4, 36 παρ. 1 και 4 και 45 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο αρκεί, για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος, η καταβολή ενός και μόνου παραβόλου. Τούτο δε διότι, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνάπτεται αποκλειστικά προς αυτή καθ’ εαυτή την άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή τη διαδικαστική πράξη με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής εννόμου προστασίας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ζητούμενης προστασίας και το αντικείμενο της δίκης. Οι ανωτέρω διατάξεις ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο, στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφόσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως (Αντίθετη μειοψηφία). Επιλύει το ζήτημα και αναπέμπει την υπόθεση στο Β΄ Τμήμα.

Αριθμός 682/2019 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Π. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Σ. Βιτάλη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Ελ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Β. Πλαπούτα, Ι. Σύμπλης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αγγ. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Ιφ. Αργυράκη, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Ελ. Σ. Σταφυλά, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Νικολάου και Ιφ. Αργυράκη καθώς και η Πάρεδρος Ελ. Σ. Σταφυλά, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα. Για να δικάσει την από 30 Δεκεμβρίου 2017 αίτηση: των: 1) Γ. Λ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ενέκρινε την άσκηση του ενδίκου μέσου στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και 2) Σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Ιδιοκτητών Ψυχικού», που εδρεύει στο Ψυχικό Αττικής, το οποίο δεν παρέστη, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Διονύσιο Χειμώνα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους. Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 1356/2018 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1163/31.10.2017 (ΦΕΚ Β΄ 3882/3.11.2017) απόφαση της Υφυπουργού Οικονομικών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Σ. Βιτάλη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 1. Επειδή, λόγω κωλύματος του Συμβούλου Ιωάννη Σύμπλη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη, ως τακτικό μέλος, ο Σύμβουλος Κωνσταντίνος Νικολάου, αναπληρωματικό, μέχρι τότε μέλος της συνθέσεως (άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, Α΄ 8, όπως ισχύει μετά την προσθήκη τεσσάρων εδαφίων με το άρθρο 26 παρ. 2 ν. 3719/2008, Α΄ 241). 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί παράβολο ύψους 150 ευρώ (βλ. e-παράβολο 18208066095802280087) ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΠΟΛ. 1163/31.10.2017 απoφάσεως της Υφυπουργού Οικονομικών, με θέμα «Ανακαθορισμός των τιμών ζώνης του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται στις Ζώνες Β΄ και ΣΤ΄ της Δημοτικής Ενότητας Ψυχικού του Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού της Περιφερειακής Ενότητας Βόρειου Τομέα Αθηνών, της Περιφέρειας Αττικής» (Β΄ 3882/3.11.2017), κατά το μέρος της με το οποίο ορίστηκε η τιμή ζώνης των ακινήτων για τη Β΄ ζώνη Ψυχικού σε 4.000 ευρώ, με ισχύ από 8.6.2016. Η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της 171/2017 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία (α) ακυρώθηκε η ΠΟΛ. 1009/18.1.2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 48/20.1.2016), κατά το μέρος της με το οποίο ορίστηκε η τιμή εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων της Β΄ ζώνης Ψυχικού του Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού και (β) ορίστηκε ως χρόνος έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος η 8.6.2016. 3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια κατόπιν της 1356/2018 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση, προς επίλυση των αναφερομένων στην απόφαση αυτή ζητημάτων παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως και ειδικότερα του εάν σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 36 του π.δ.18/1989, σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ομοδικίας μεταξύ τους, οφείλεται, επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα αυτά καθώς και του συναφούς ζητήματος της δυνατότητος στο αιτούν σωματείο να καλύψει την έλλειψη παραβόλου με την καταβολή του εντός εύλογης προθεσμίας. 4. Επειδή, στο άρθρο 35 του πρ.δ/τος 18/1989 (Α, 8), όπως οι παράγραφοι του άρθρου αυτού έχουν αναριθμηθεί με το άρθρο 33 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α, 112), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Κατά τη διαδικασία γενικώς ενώπιον του Συμβουλίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τα τέλη χαρτοσήμου καθώς και τα ειδικά τέλη και τα ένσημα. 2. … 3. Συγχρόνως με την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης με τα νόμιμα τέλη, καταβάλλονται και τα τέλη εγγραφής στο πινάκιο, των πρακτικών και της απόφασης. Αν το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης κατατίθεται σε δημόσια αρχή, τα τέλη μπορεί να κατατίθενται ή να αποστέλλονται με ταχυδρομική επιταγή το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την περιέλευση του δικογράφου στο Συμβούλιο. 4. Αν τα τέλη αναβολής δεν καταβληθούν έως τη συζήτηση μετά την αναβολή, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. 5. …». Περαιτέρω, το άρθρο 36 του ιδίου π.δ/τος, όπως ισχύει (κατόπιν της αντικατάστασής του με το άρθρο 21 του ν. 4274/2014, Α΄ 147), ορίζει ότι «1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως […] σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ […]. […] 4. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιονδήποτε άλλο λόγο το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμα και αν απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Επί προφανώς απαραδέκτου ή αβασίμου ενδίκου μέσου, μπορεί να απαγγείλει ως και τον εικοσαπλασιασμό του παραβόλου. […]». Εξάλλου, η παράγραφος 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), ορίζει ότι: «Σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς τον πρώτο αιτούντα και τους ομόδικους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τους υπόλοιπους». 5. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται στη σκέψη 3, όπως αυτές παγίως εφαρμόζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο αρκεί, για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος, η καταβολή ενός και μόνου παραβόλου. Τούτο δε διότι, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνάπτεται αποκλειστικά προς αυτή καθ’ εαυτή την άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή την διαδικαστική πράξη με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής εννόμου προστασίας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ζητούμενης προστασίας και το αντικείμενο της δίκης. Οι ανωτέρω διατάξεις ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο, στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφ’ όσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως. Ο θεσμός της ομοδικίας προϋποθέτει επίσης ότι όλοι οι ομόδικοι τελούν υπό τις αυτές νομικές και πραγματικές συνθήκες σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης και την ζητούμενη έννομη προστασία. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα ότι, ενώ η επίκληση της ομοδικίας είναι κοινή, η απόδειξή της εξετάζεται χωριστά για κάθε διάδικο, όπως ομοίως χωριστά εξετάζεται και η νομιμοποίηση. Επομένως δεν υφίστανται πλείονες αυτοτελείς έννομες σχέσεις δίκης, αν δε αυτοί που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας (πρβλ. ΣτΕ 935/2018, 558/2018, 433/2018, 428/2018 κ.ά.) και οι μη ομοδικούντες δικαιούνται (ΣτΕ 2910/1984) και οφείλουν (ΣτΕ 4171/1987) να ζητήσουν έννομη προστασία μετά από χωρισμό δικογράφου και καταβολή νέου παραβόλου για το νέο εισαγωγικό δικόγραφο με συνέπεια να ανοίγει μια νέα, αυτοτελής έννομη σχέση δίκης. Εξ άλλου, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν συναρτάται ούτε με την έκβαση της δίκης, από την οποία εξαρτάται μόνο η τύχη του (κατάπτωση ή απόδοση στους εκ των ομοδίκων νικήσαντες εν όλω ή εν μέρει – βλ. ΣΕ 935/2018 κ.ά.), επομένως ζήτημα καταπτώσεως του παραβόλου εις βάρος των ομοδίκων που δεν νομιμοποιήθηκαν ή δεν απέδειξαν το έννομο συμφέρον τους δεν τίθεται. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία επί ασκήσεως κοινής αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερους αιτούντες απαιτείται η καταβολή τόσων παραβόλων όσοι και οι αιτούντες, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα των κρισίμων διατάξεων, ούτε στην όλη οικονομία του συστήματος παροχής εννόμου προστασίας, και ιδίως των θεσμών του παραβόλου, και της ομοδικίας, έτσι όπως έχουν καταστρωθεί στην δικονομική έννομη τάξη, ούτε προκύπτει σχετική βούληση του νομοθέτη από την εξέλιξη και τις προπαρασκευαστικές εργασίες των οικείων διατάξεων (ιδίως, ούτε εξ αφορμής της προσθήκης παρ. 6 στο άρθρο 45 του π.δ. 18/1989 με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004). Αντιθέτως, όπου ο νομοθέτης προέβη σε διαφορετικές σταθμίσεις για την υποχρέωση καταβολής παραβόλου σε σχέση με τους ανωτέρω δικονομικούς θεσμούς το έχει ορίσει ρητώς, όπως, ενδεικτικά, με το άρθρο 277 παρ. 8 του ν. 2717/1999 (ΚΔΔ). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος και Σ. Βιτάλη. Οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Σ. Βιτάλη υποστήριξαν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση, όπως η παρούσα, ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, οφείλεται, επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα αυτά. Τούτο διότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση και παρά την κατάθεση ενός μόνο δικογράφου, το Δικαστήριο εξετάζει και κρίνει το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος (ενδεχομένως δε, ανάλογα με το αντικείμενο της υποθέσεως και το βάσιμο αυτού) χωριστά ως προς καθέναν από τους αιτούντες (ιδίως, όσον αφορά τη νομιμοποίηση πληρεξούσιου δικηγόρου και τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος), με συνέπεια την επιβάρυνση του έργου του, κατά τρόπο ώστε η λυσιτέλεια και η αποτελεσματικότητα του παραβόλου, ως μέσου αποτροπής απαράδεκτων (ή αβάσιμων) ενδίκων βοηθημάτων, να εξυπηρετείται μέσω της υποχρέωσης καταβολής του, επί ποινή απαραδέκτου, από καθέναν από τους αιτούντες, λαμβανομένου υπόψη ότι η εξέταση της καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αιτήσεως ακυρώσεως, προηγείται, καταρχήν, της εξέτασης των όρων του παραδεκτού που αφορούν στη νομιμοποίηση πληρεξούσιου δικηγόρου, στη συνδρομή εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο εκάστου των αιτούντων και στην ύπαρξη δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους. Άλλως, δηλαδή υπό την ερμηνευτική εκδοχή ότι αρκεί η πληρωμή ενός μόνο παραβόλου για όλους τους αιτούντες, υπονομεύονται ο σκοπός και το ωφέλιμο αποτέλεσμα του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου, το οποίο, άλλωστε, εάν δεχθεί την αίτηση για ορισμένους από τους διαδίκους και απορρίψει αυτήν (λ.χ. ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης πληρεξούσιου δικηγόρου ή ελλείψει εννόμου συμφέροντος) ως προς τους λοιπούς, αποδίδει το (μοναδικό καταβληθέν) παράβολο στους νικήσαντες διαδίκους, χωρίς να μπορεί να διατάξει την κατάπτωσή του ως προς τους ηττηθέντες παρά τα ρητώς και σαφώς οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989. Παράλληλα, η άσκηση από τους ιδιώτες της προβλεπόμενης στο νόμο δικονομικής δυνατότητας να ασκήσουν από κοινού αίτηση ακυρώσεως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ναι μεν θεραπεύει σκοπούς αναγόμενους και στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που μπορεί να εξυπηρετείται μέσω της έκδοσης μίας δικαστικής αποφάσεως επί κοινής αιτήσεως περισσότερων προσώπων, αντί της έκδοσης περισσότερων αποφάσεων επί αυτοτελών αιτήσεων των προσώπων αυτών, αλλά (i) η ως άνω δυνατότητα δεν συνιστά έκφανση του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ή του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιώματος των ιδιωτών για παροχή έννομης προστασίας έναντι εκτελεστών διοικητικών πράξεων (ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται σε κατηγορίες διοικητικών διαφορών, όπως η παρούσα, που αφορούν στην επιβολή φορολογικών βαρών), δεδομένου ότι πρόκειται για ατομικό δικαίωμα εκάστου προσώπου, παρεχόμενου για την προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του και όχι για συλλογικό δικαίωμα ομαδικής προσφυγής στο Δικαστήριο περισσότερων προσώπων, και (ii) η άσκηση της παραπάνω δικονομικής δυνατότητας άγει στη δημιουργία περισσότερων αυτοτελών εννόμων σχέσεων δίκης, καθεμία εκ των οποίων κρίνεται χωριστά από το Δικαστήριο, στοιχείο που δικαιολογεί τη θέσπιση σχετικών νομοθετικών περιορισμών, όπως ο προαναφερόμενος περί καταβολής χωριστού παραβόλου από τους αιτούντες, ώστε να διασφαλίζεται, κατά το δυνατό, η ορθή, σύμφωνη με το σκοπό της και λελογισμένη άσκηση της εν λόγω δικονομικής δυνατότητας, προς όφελος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δικαστηρίου. Άλλωστε, ακόμα και με την εφαρμογή του ανωτέρω περιορισμού για το παράβολο, η ομοδικία, ως δικονομική δυνατότητα, δεν θίγεται ουσιωδώς και εξακολουθεί να είναι ελκυστική για τους ενδιαφερόμενους, ως μέσο (δικονομικής) ένωσης των δυνάμεών τους, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, καθώς τους επιτρέπει να μοιραστούν τα λοιπά έξοδα της δίκης και, ιδίως, της δικηγορικής αμοιβής για το ένδικο βοήθημα και τη συζήτησή του. Ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Σε περίπτωση που περισσότεροι διάδικοι, ανεξάρτητα από την ύπαρξη του δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, ασκήσουν ένδικο μέσο ή βοήθημα ενούμενοι σε κοινό δικόγραφο, προκαλούν μεν μια κοινή δίκη, θεωρούνται, όμως ως κεχωρισμένως δικαζόμενοι, με αποτέλεσμα να δημιουργούντες πλείονες αυτοτελείς έννομες σχέσεις δίκης, τόσες όσοι και οι αιτούντες. Ειδικότερα, η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων εξετάζεται χωριστά ως προς έκαστον των διαδίκων, οι πράξεις ή οι παραλείψεις εκάστου δεν ωφελούν, ούτε βλάπτουν τους λοιπούς, το δε εκ των αποφάσεων προκύπτον δεδικασμένο κρίνεται χωριστά ως προς τον κάθε έναν εξ αυτών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 και 4 του π.δ.18/1989, σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα, τα οποία ενούνται σε ενιαίο δικόγραφο, διεξάγεται μεν μια κοινή διαδικασία ως προς πλείονας όμως εννόμους σχέσεις και, συνεπώς, οφείλεται επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά. 6. Επειδή μετά την επίλυση του ζητήματος που παραπέμφθηκε, δηλ. ότι κατά την έννοια του άρθρου 36 παρ. 1 και 4 του π.δ. 18/1989 επί αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο και ανεξαρτήτως της ύπαρξης δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, αρκεί για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος η καταβολή ενός μόνο παραβόλου, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Β΄ Τμήμα του Δικαστηρίου για περαιτέρω εκδίκαση. Δ ι ά τ α ύ τ α Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα. Παραπέμπει την υπόθεση στο Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας για περαιτέρω εκδίκαση. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 2019. Η Πρόεδρος                        Η Γραμματέας Αικ. Σακελλαροπούλου            Ελ. Γκίκα
ThanasisΣτΕ 682-2019 Παράβολο επί ομοδικίας