ΣτΕ 2003-2018 Σύμφωνο συμβίωσης και τύπος της σχετικής ληξιαρχικής πράξης.

Κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός εκάστου. Ο νομοθέτης δεν κωλύεται, από το άρθρο 21 του Συντάγματος, να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας ή να αναγνωρίζει άλλες, εναλλακτικές προς τον γάμο, μορφές συμβίωσης και την δι’ αυτών ίδρυση οικογενειακών δεσμών. Η θέσπιση και ρύθμιση με το ν.4356/2015 του συμφώνου συμβίωσης των ομοφύλων δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και σε διεθνείς συμβάσεις, δεν θίγει τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό του γάμου και της οικογένειας, ούτε προσβάλλονται η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία και η κατά το Σύνταγμα θέση αυτής ως επικρατούσης, ούτε ο θεσμικός ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδας και δεν θίγονται οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλήνων πολιτών, εγγάμων /και γονέων ή μη. Δεν στοιχειοθετείται η συνδρομή της βλάβης, που επικαλούνται οι αιτούντες (Ιερές Μητροπόλεις, Μητροπολίτες και λοιποί κληρικοί, ιδιώτες Χριστιανοί Ορθόδοξοι) λόγω προσβολής των χρηστών ηθών, της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, της Εκκλησίας της Ελλάδας ή των δικαιωμάτων των πιστών της. Η πρόβλεψη υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος των μερών στη ληξιαρχική πράξη του συμφώνου συμβίωσης δεν προσβάλλει, κατά το μέρος που αφορά και ομόφυλα μέρη, την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, ούτε δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτρέπει ή ανέχεται την ομοφυλοφιλία και τις ομόφυλες σχέσεις συμβίωσης. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης της υα ΤΑΔΚ39/2016. Όμοια με την απόφαση 2004/2018 ΣτΕ.

Αριθμός 2003/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Γ. Ποταμιάς, Δ. Μακρής, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Δ. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Β. Γκέρτσος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Α. Γεωργακόπουλος.

 Για να δικάσει την από 7 Μαρτίου 2016 αίτηση:

 των: 1. Ιεράς Μητροπόλεως………., 2. Μητροπολίτου ……………. …………, κατοίκου …………, 3. Ιεράς Μητροπόλεως ………, 4. Μητροπολίτου ……… ………, κατοίκου ………, 5. Ιεράς Μητροπόλεως ……… και ………, 6. Μητροπολίτου ……… και …………… …………, κατοίκου ………, 7. Αρχιμανδρίτου ……………, κατοίκου ………… (………), 8. Πρωτοπρεσβυτέρου …………, κατοίκου ………. Αττικής (………), 9. Πρωτοπρεσβυτέρου …………, κατοίκου ………… Αττικής (……….), 10. Πρωτοπρεσβυτέρου ………, κατοίκου …………… (………), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Χρήστο Παπασωτηρίου (Α.Μ. 22491), που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 11. ……… του ………, κατοίκου Αθηνών (…………), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. ……), 12.[12……32], οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 33. ……… μοναχής Σιναϊτίσσης, κατά κόσμον ……… του ………, κατοίκου ……… Ημαθίας, η οποία δεν παρέστη, 34. ………… του …………., 35. ………… του ………, κατοίκων Αθηνών (………) και 36. αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας «………», που εδρεύει στο ……… Αττικής (…………), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 κατά του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και ήδη Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με την Ιουλία Σφυρή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ΤΑΔΚ 39/2016 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ΦΕΚ Β΄ 71/22.1.2016).

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Α.-Μ. Παπαδημητρίου.

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (4127021- 3/16 ειδικά έντυπα παραβόλου).

 2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της ΤΑΔΚ39/22-1-2016 αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης «Αποτύπωση ληξιαρχικών πράξεων συμφώνου συμβίωσης» (Β΄ 71/22-1-2016), με την οποία τροποποιήθηκε η Φ.131360/12476/8-5- 2013 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών «Καθορισμός του τύπου και του τρόπου τήρησης των ληξιαρχικών βιβλίων των Ληξιαρχείων» (Β΄ 1107) ως προς τον τύπο της ληξιαρχικής πράξης του συμφώνου συμβίωσης και των αποσπασμάτων της, σε συμφωνία προς τον ν. 4356/2015 «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις» (Α΄ 181).

 3. Επειδή, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ανομιμοποίητη ως προς την τριακοστή τρίτη (33η) αιτούσα, η οποία δεν ενέκρινε την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, ούτε νομιμοποίησε με οποιονδήποτε εκ των κατά νόμον προβλεπομένων τρόπων τον υπογράφοντα το δικόγραφο και παραστάντα στο ακροατήριο δικηγόρο.

 4. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», στο άρθρο 9 παρ. 1 εδάφιο β΄ ότι «Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», στο άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 5 ότι «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Πολύτεκνες οικογένειες … έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος. … 5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου … τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

 5. Επειδή, η κυρωθείσα με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 56/1973 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), οι διατάξεις της οποίας έχουν υπερνομοθετική ισχύ, ορίζει στο άρθρο 8 παρ. 1 ότι «Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του …», στο άρθρο 12 ότι «Άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους», στο δε άρθρο 14 ότι «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Εξάλλου, το κυρωθέν με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25) Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ορίζει στο άρθρο 23 παρ. 1 και 2 ότι «1. Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους. 2. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια.», στο δε άρθρο 26 ότι «Όλα τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του νόμου και έχουν δικαίωμα, χωρίς καμμία διάκριση, σε ίση προστασία του νόμου. Ως προς αυτό το ζήτημα, ο νόμος πρέπει να απαγορεύει κάθε διάκριση και να εγγυάται σε όλα τα πρόσωπα ίση και αποτελεσματική προστασία έναντι κάθε διάκρισης, ιδίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης». Περαιτέρω, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2007/C303/01 & 2016/C202/02), του οποίου το νομικό κύρος αναγνωρίσθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 13-1-2007 Συνθήκη της Λισσαβώνας (κυρωθείσα με τον ν. 3671/2008, Α΄ 129), τέθηκε δε σε ισχύ την 1-12-2009, ορίζει στο άρθρο 7 ότι «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του», στο άρθρο 9 ότι «Το δικαίωμα γάμου και το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας διασφαλίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους», στο δε άρθρο 21 παρ. 1 ότι «Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού». Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2016/C202/01) ορίζει στο άρθρο 10 ότι «Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, η Ένωση επιδιώκει να καταπολεμήσει κάθε διάκριση λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού», στο δε άρθρο 19 (πρώην άρθρο 13 της ΣΕΚ) ότι «1. Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων των Συνθηκών και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχουν στην Ένωση, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, και μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μπορεί να αναλάβει δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν τις βασικές αρχές για τα μέτρα ενθάρρυνσης της Ένωσης … προς υποστήριξη των δράσεων των κρατών μελών οι οποίες αναλαμβάνονται για να συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων της παραγράφου 1», η δε Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27-11-2000, που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4443/2016 (Α΄ 232) και σκοπό έχει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 αυτής, τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των πάσης φύσεως διακρίσεων, μεταξύ δε αυτών και των διακρίσεων «λόγω γενετήσιου προσανατολισμού» στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, «προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη», ορίζει στο άρθρο 2 ότι απαγορεύεται «κάθε μορφή διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1».

 6. Επειδή, με τον ν. 3719/2008 «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 241) εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης ως εναλλακτική, σε σχέση με τον γάμο, μορφή μόνιμης συμβίωσης ετεροφύλων προσώπων. Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι σύμφωνο συμβίωσης είναι η «συμφωνία δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους», η οποία «καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο» και της οποίας η ισχύς αρχίζει από την κατάθεση και καταχώριση του εν λόγω συμβολαιογραφικού εγγράφου σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου του τόπου κατοικίας των μερών. Κατά τα εκτιθέμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση, «Η συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου χωρίς γάμο εμφανίζεται στις σημερινές κοινωνίες με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ότι συνέβαινε στο παρελθόν … Παλαιότερα, τόσο η κοινωνική συνείδηση, όσο και ο νόμος αποδοκίμαζαν την εξώγαμη συμβίωση. Αντίθετα, στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή, μορφή κοινωνικής ζωής … το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων … εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση … Η βαθμιαία … μεταστροφή και εξέλιξη των κοινωνικών ηθών και των αντίστοιχων αντιλήψεων … οδήγησε τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στη θέσπιση σχετικών νόμων … Το προκείμενο σχέδιο νόμου αφορά αποκλειστικά στην ελεύθερη συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου. Οι ρυθμίσεις του έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι ο αμιγώς συμβατικός τύπος που απαιτείται για την κατάρτιση του “συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης”, η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα μέρη να ρυθμίσουν συμβατικά τις περιουσιακές τους σχέσεις και το ελευθέρως διαλυτό του συμφώνου. Ταυτόχρονα, όμως, το σχέδιο νόμου κατοχυρώνει την προστασία των τέκνων που γεννώνται από το ζεύγος των συντρόφων (πατρότητα, επώνυμο, γονική μέριμνα) και το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου … Από την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης προκύπτει με σαφήνεια ότι αποτελεί ένα καθεστώς διαφορετικό από το γάμο: πρόκειται για μια εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης … δεν θίγεται ούτε κλονίζεται στο ελάχιστο η αξία του γάμου ως θεσμού … ο οποίος εξακολουθεί να ενδιαφέρει το ίδιο σοβαρά την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο». Σε συμφωνία προς τον ανωτέρω ν. 3719/2008 έγιναν τροποποιήσεις και προσθήκες στον ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» (Α΄ 143), αρχικώς με τον ν. 3801/2009 (Α΄ 163) και στη συνέχεια με τον ν. 4144/2013 (Α΄ 88), ορίσθηκε δε, ειδικότερα, στο άρθρο 5 εδάφ. β΄ του εν λόγω νόμου ότι «Σύμφωνο συμβίωσης που έχει καταρτισθεί σε συμβολαιογράφο δύναται να δηλωθεί στον Ληξίαρχο του τόπου της κοινής κατοικίας των συμβαλλομένων που αναγράφεται σε αυτό και σε περίπτωση κατά την οποία δεν αναγράφεται κοινή κατοικία αυτών στον Ληξίαρχο του τόπου κατοικίας του ενός μόνο εκ των συμβαλλομένων, ο οποίος προβαίνει στη δήλωση», στο άρθρο 8 αυτού ότι σε κάθε ληξιαρχείο τηρείται, μεταξύ άλλων, και βιβλίο «συμφώνων συμβίωσης ετερόφυλων προσώπων», στο οποίο «καταχωρίζονται οι πράξεις που έχουν σαν αντικείμενο … την ισχύ της συμφωνίας των προσώπων που κατάρτισαν σύμφωνο συμβίωσης, τη μεταβολή του περιεχομένου ή τη διόρθωση τέτοιας ληξιαρχικής πράξης» (παρ. 1 και 3), καθώς και ότι «Δυνατότητα δήλωσης του συμφώνου συμβίωσης, καθώς και καταχώρισης της λύσης τούτου παρέχεται σε οποιονδήποτε εκ των συμβληθέντων. Στο περιθώριο της οικείας πράξης καταχωρίζεται και η, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, λύση της συμφωνίας των συμβληθέντων, καθώς και η συνδρομή αυτοδίκαιης λύσης του συμφώνου συμβίωσης» (παρ. 4), ενώ στο άρθρο 31Α του εν λόγω νόμου απαριθμούνται τα στοιχεία της ληξιαρχικής πράξης του συμφώνου. Με το άρθρο 4 παρ. 2 του ως άνω ν. 4144/2013 (Α΄ 88) προσετέθη, εξάλλου, στον αυτό ν. 344/1976, άρθρο 8Α, με το οποίο ορίζονται τα της τήρησης και λειτουργίας του Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης Ληξιαρχικών Πράξεων, που δημιουργήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών. Επηκολούθησε η έκδοση, με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 47 του ν. 344/1976, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 35 του ν. 3274/2004 (Α΄ 195), της Φ. 131360/ 12476/2013 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών «Καθορισμός του τύπου και του τρόπου τήρησης των ληξιαρχικών βιβλίων των Ληξιαρχείων» (Β΄ 1107), στο Παράρτημα Ι της οποίας περιλαμβάνεται και υπόδειγμα ληξιαρχικής πράξης Συμφώνου Συμβίωσης, όπως αυτό «θα παράγεται από το Πληροφοριακό Σύστημα».

 7. Επειδή, με τον ν. 4356/2015 «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις» (Α΄ 181), που θεσπίστηκε μετά την καταδίκη της Χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας της 7- 11-2013, ο νομοθέτης επεδίωξε, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση, τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης προς δύο βασικές κατευθύνσεις: αφενός την επέκταση της ισχύος του συμφώνου και στα ομόφυλα ζευγάρια, αφετέρου την ενίσχυση των συνεπειών του, με την αναγνώριση οικογενειακών δεσμών μεταξύ των μερών, διατηρουμένων, όμως, των τριών βασικών χαρακτηριστικών, που επεσήμαινε η αιτιολογική έκθεση του ν. 3719/2008 ως προς το αρχικό σύμφωνο συμβίωσης: (α) του αμιγώς συμβατικού τύπου κατάρτισης του συμφώνου, (β) της δυνατότητας των μερών να ρυθμίσουν με μεγαλύτερη ελευθερία, σε σχέση με τον γάμο, τις περιουσιακές τους σχέσεις και (γ) του ελευθέρως και μονομερώς διαλυτού του συμφώνου, χωρίς παρέμβαση δικαστικής ή άλλης αρχής. «Σε ό,τι αφορά τις ενώσεις των ομόφυλων προσώπων», η αιτιολογική έκθεση του ν. 4356/2015 αναφέρεται στην ανωτέρω «καταδίκη της Ελλάδας … για την παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ, για το λόγο ότι ο ν. 3719/2008 αποκλείει τα ομόφυλα ζευγάρια από τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης», τονίζει δε ότι «η αναγκαιότητα της νομικής, επίσημης αναγνώρισής τους προκύπτει από τις αρχές της ισότητας των πολιτών και του σεβασμού της διαφορετικότητας, όπως αυτά προστατεύονται ήδη στο ελληνικό Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ» και ότι συνιστά «υποχρέωση της πολιτείας να εγγυηθεί την ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων για όλους, ως θεμελιώδη αρχή του εσωτερικού, διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα μιας σύγχρονης έννοιας δημόσιας τάξης», καθώς και ότι «…η Ελλάδα είναι από τις τελευταίες χώρες της Ευρώπης όπου τα ομόφυλα άτομα δεν διαθέτουν κάποιο πλαίσιο επίσημης αναγνώρισης της σχέσης τους … η ανυπαρξία νομικής αναγνώρισης … προξενεί μεγάλες δυσκολίες και εμπόδια στην καθημερινή τους ζωή … Οφείλει επομένως η χώρα μας να δώσει μια λύση στα συγκεκριμένα ζητήματα. Η αναγνώριση … της συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών δεν θέτει σε κίνδυνο ούτε το γάμο, ούτε άλλους συνταγματικά προστατευόμενους θεσμούς και αξίες … αναγνωρίζεται όμως ότι και άλλες μορφές συμβιωτικών σχέσεων εγκαθιδρύουν οικογενειακούς δεσμούς». Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου ορίζεται ότι: «Η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο συμβίωσης) καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου». Στο άρθρο 2 του νόμου ορίζεται ότι για τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα (παρ. 1), ορίζονται δε ως κωλύματα για τη σύναψη αυτού α) η προηγούμενη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης των ενδιαφερομένων ή ενός εξ αυτών, β) η συγγένεια εξ αίματος μεταξύ των ενδιαφερομένων, σε ευθεία μεν γραμμή απεριόριστα, εκ πλαγίου δε μέχρι τον τέταρτο βαθμό, καθώς και η συγγένεια μεταξύ αυτών εξ αγχιστείας μόνο σε ευθεία γραμμή, απεριόριστα, και γ) η σχέση υιοθετήσαντος και υιοθετημένου μεταξύ των ενδιαφερομένων (παρ. 2), ορίζεται δε περαιτέρω ότι ακυρότητα του συμφώνου συνεπάγονται τόσο η παράβαση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, όσο και η εικονικότητα. Η ακυρότητα αυτή κηρύσσεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 1, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, κατόπιν αγωγής ασκουμένης από τα μέρη ή από οποιονδήποτε προβάλλει έννομο συμφέρον οικογενειακής φύσεως, καθώς και από τον εισαγγελέα αυτεπαγγέλτως, αν το σύμφωνο αντίκειται στη δημόσια τάξη. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι σε περίπτωση ελαττωμάτων της βούλησης ενός ή και των δύο συναψάντων σύμφωνο συμβίωσης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί ακυρώσιμου γάμου, απαιτείται δε και πάλι αμετάκλητο της σχετικής δικαστικής απόφασης. Το άρθρο 4 του νόμου ορίζει, αναλόγως προς τα ισχύοντα στην περίπτωση του γάμου, ότι «Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των μερών. Ο καθένας μπορεί, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του», χωρίς, όμως, να προβλέπεται η δυνατότητα χρήσης, από το ένα μέρος του συμφώνου, του επωνύμου του άλλου και στις έννομες σχέσεις, όπως στο δίκαιο του γάμου (βλ. άρθρο 1388 ΑΚ). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναγκαστικού δικαίου ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4356/2015, κατά την οποία «Στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο», η οποία, προβλέποντας ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί σχέσεων των συζύγων (όπως λ.χ. των διατάξεων του άρθρου 1386 του Α.Κ. περί υποχρέωσης προς συμβίωση και του άρθρου 1387 του Α.Κ. περί ρύθμισης των θεμάτων του συζυγικού βίου με κοινές αποφάσεις) στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου, με μόνη την επιφύλαξη άλλης ειδικής ρύθμισης στον νόμο, συμβάλλει στην αναβάθμιση του συμφώνου συμβίωσης ως θεσμού (τούτο δε παρά το ότι η παραβίαση των ως άνω διατάξεων από τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης, δεν έχει, εκ των πραγμάτων, την ίδια σημασία με τη μη τήρηση αυτών από τους συζύγους, εφόσον το σύμφωνο συμβίωσης, αντιθέτως προς τον γάμο, μπορεί να λυθεί ανά πάσα στιγμή μονομερώς, χωρίς ανάγκη επίκλησης οιουδήποτε λόγου κλονισμού της σχέσης συμβίωσης). Κατά τα οριζόμενα, εξάλλου, στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «Στις μη προσωπικές σχέσεις των μερών μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης. Τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους». Υπερισχύει, δηλαδή, στις μη προσωπικές (μικτές ή αμιγώς περιουσιακές) σχέσεις των μερών του συμφώνου συμβίωσης η αρχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, υπό την έννοια ότι τα μέρη έχουν κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να τις ρυθμίσουν ελευθέρως κατά την κατάρτιση του συμφώνου, με μόνους περιορισμούς την υποχρέωση σεβασμού των αρχών της ισότητας και της αλληλεγγύης και την απαγόρευση να παραιτηθούν προκαταβολικά από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, σε περίπτωση λύσης του συμφώνου. Το άρθρο 7 ρυθμίζει τα της λύσης του συμφώνου συμβίωσης, η οποία επέρχεται «α) με συμφωνία των μερών που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις (3) μήνες από την επίδοση και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των [ετεροφύλων, προφανώς] μερών» (παρ. 1), ισχύει δε «από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση, στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του» (παρ. 2), ορίζεται δε περαιτέρω (παρ. 3) ότι «Για τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο, εκτός αν τα μέρη παραιτηθούν από το σχετικό δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου». Σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου, ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου συμβίωσης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους, με τη διαφορά ότι κάθε μέρος του συμφώνου έχει τη δυνατότητα, κατά την κατάρτιση αυτού, να παραιτηθεί προκαταβολικά από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα επί της περιουσίας του άλλου μέρους, επιτρέποντας, με τον τρόπο αυτό, στον σύντροφό του να ρυθμίσει με πλήρη ελευθερία την τύχη της περιουσίας του μετά θάνατον. Με τα άρθρα 9-11 του νόμου, τα οποία προδήλως αφορούν μόνον στα ετερόφυλα ζευγάρια, ρυθμίζονται (κατ’ ανάλογο με τις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 3719/2008 τρόπο) τα σχετικά με το τεκμήριο πατρότητας, το επώνυμο και τη γονική μέριμνα των τέκνων, που γεννώνται «κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από τη λύση ή ακύρωση του συμφώνου αυτού», τα οποία τεκμαίρεται ότι πατέρα έχουν «τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το Σύμφωνο» (άρθρο 9), ορίζεται δε ότι εφαρμόζονται και εν προκειμένω αναλόγως «οι διατάξεις του ΑΚ για τη γονική μέριμνα των τέκνων που κατάγονται από γάμο» (άρθρο 11). Στο άρθρο 12 του ν. 4356/2015 ορίζεται ότι «Άλλες διατάξεις νόμων που αφορούν αξιώσεις των συζύγων μεταξύ τους, καθώς και αξιώσεις, παροχές και προνόμια έναντι τρίτων ή έναντι του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέρη του συμφώνου, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή άλλο νόμο. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να προσαρμόζονται, όπου αυτό απαιτείται, οι κείμενες διατάξεις του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου». Με την πολύ σημαντική αυτή διάταξη αναγνωρίζονται στα μέρη του συμφώνου συμβίωσης όλα τα δικαιώματα των συζύγων, που απορρέουν από διατάξεις εντασσόμενες σε διαφόρους κλάδους του δικαίου (ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό, φορολογικό, εργατικό, δημοσιοϋπαλληλικό κ.ά.), προκειμένου να καταστεί δυνατή η ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων, τα οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα όχι μόνο τα ομόφυλα, αλλά και τα ετερόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κατά τις διατάξεις του … ν. 3719/2008», τα οποία «…στερούνταν βασικών δικαιωμάτων σχετικών με την οικογενειακή ζωή…». Το άρθρο 13 ορίζει στην παρ. 1 το πεδίο εφαρμογής του νόμου, ότι εφαρμόζεται δηλαδή σε κάθε σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο καταρτίζεται στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής, στη δε παρ. 2 το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου ως προς τα καταρτισθέντα στην αλλοδαπή σύμφωνα συμβίωσης και τα αποτελέσματα που αναπτύσσουν στην ελληνική έννομη τάξη. Με το άρθρο 14 τροποποιούνται τέσσερα άρθρα του Αστικού Κώδικα, ώστε το περιεχόμενό τους να εναρμονίζεται με τις διατάξεις του ν. 4356/2015 και συγκεκριμένα: (1) Προστίθεται στο άρθρο 1354 ΑΚ ως κώλυμα γάμου η ύπαρξη συμφώνου συμβίωσης μεταξύ του ενός μέλλοντος συζύγου και τρίτου, (2) Προστίθεται στο άρθρο 1462 ΑΚ διάταξη, στην οποία ορίζεται ρητά ότι συγγένεια εξ αγχιστείας (με μόνη συνέπεια τη δημιουργία κωλύματος για σύναψη μελλοντικού γάμου ή συμφώνου συμβίωσης) ιδρύεται και από το σύμφωνο συμβίωσης, (3) Στο άρθρο 1463 ΑΚ προστίθεται και το σύμφωνο συμβίωσης στους ιδρυτικούς λόγους συγγένειας με τον πατέρα και τους συγγενείς του, (4) Τροποποιείται το άρθρο 1576 ΑΚ ώστε λόγο αυτοδίκαιης λύσης της υιοθεσίας να αποτελεί πλέον και η σύναψη συμφώνου συμβίωσης μεταξύ του θετού γονέα και του θετού τέκνου. Εξάλλου, με το άρθρο 55 του ίδιου νόμου διευκρινίζεται η έννοια του όρου «μέλη της οικογένειας» για τους σκοπούς της εφαρμογής των Συμβάσεων της Βιέννης για τις Διπλωματικές και τις Προξενικές Σχέσεις και των κατά περίπτωση Συμφωνιών Έδρας και συναφών διεθνών συμφωνιών (πρόσωπα του ίδιου ή άλλου φύλου, τα οποία έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, που προβλέπεται από το δίκαιο του τόπου τέλεσής του, με μέλη διπλωματικών αποστολών ή έμμισθων προξενικών αρχών, καθώς και με υπαλλήλους διεθνών οργανισμών, που έχουν την Έδρα τους ή Γραφείο στην Ελλάδα, εφόσον έχουν ανακοινωθεί καταλλήλως από το Κράτος αποστολής ή τον διεθνή οργανισμό). Με το άρθρο 56 ρυθμίζεται η αστική και δημοτική κατάσταση των προσώπων, που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης υπό το καθεστώς του ν. 4356/2015 και ο τρόπος αποτύπωσης αυτής στα οικεία ληξιαρχικά και δημοτολογικά βιβλία, με απάλειψη από τον ν. 344/1976 περί ληξιαρχείων, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε, κάθε αναφοράς σε σύμφωνο συμβίωσης «μεταξύ ετερόφυλων προσώπων», καθώς και την προσθήκη άρθρου 1Α στο π.δ. 497/1991 (Α΄ 180), με το οποίο προβλέπεται το πρώτον η δημιουργία οικογενειακής μερίδας για τα πρόσωπα, ετερόφυλα ή ομόφυλα, που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης. Με την παρ. 5 του άρθρου αυτού του ν. 4356/2015 παρέχεται, επίσης, νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης για τη ρύθμιση κάθε λεπτομέρειας «που αφορά την αποτύπωση της ληξιαρχικής και δημοτολογικής κατάστασης των προσώπων που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και των τέκνων αυτών σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου».

 8. Επειδή, κατ’ επίκληση της τελευταίας αυτής διάταξης του άρθρου 56 παρ. 5 του ν. 4356/2015 εκδόθηκε η ΤΑΔΚ39/22-1-2016 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, με την παρ. 1 της οποίας τροποποιείται η προαναφερθείσα Φ.131360/12476/ 8- 5-2013 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών ως προς το Παράρτημα Ι αυτής και ειδικότερα ως προς τον τύπο της ληξιαρχικής πράξης του συμφώνου συμβίωσης και των αποσπασμάτων της, με την αντικατάσταση των όρων «άνδρας» και «γυναίκα» με τους όρους «α΄ μέρος» και «β΄ μέρος», ώστε να είναι πλέον δυνατή η καταχώριση συμφώνων συμβίωσης τόσο ετεροφύλων όσο και ομοφύλων. Ορίζεται επίσης στην εν λόγω απόφαση ότι οι ληξιαρχικές πράξεις, που καταρτίζονται με βάση τον ν. 4356/2015, καταχωρίζονται στο πληροφοριακό σύστημα του άρθρου 8Α του ν. 4144/2013 (παρ. 2), ότι τα συμβαλλόμενα μέρη καταχωρίζονται στη ληξιαρχική πράξη με τη σειρά που αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο έχει συναφθεί το σύμφωνο συμβίωσης (παρ. 3), ότι στο Παράρτημα Ι επισυνάπτονται υποδείγματα της ληξιαρχικής πράξης συμφώνου συμβίωσης και των αποσπασμάτων της, όπως θα παράγονται από το πληροφοριακό σύστημα (παρ. 4), καθώς και ότι αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων συμφώνων συμβίωσης, που είχαν καταχωρισθεί στο πληροφοριακό σύστημα πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω απόφασης, θα ακολουθούν εφεξής το υπόδειγμα του Παραρτήματος Ι αυτής (παρ. 5). Κατά της κανονιστικής αυτής απόφασης, με την οποία ρυθμίζονται, κατά τα ανωτέρω, ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία των ληξιαρχείων και την άσκηση ορισμένων εκ των ανατεθειμένων στους ληξιάρχους αρμοδιοτήτων, στρέφεται η υπό κρίση αίτηση, με την οποία προβάλλονται προεχόντως λόγοι περί αντισυνταγματικότητας (λόγω παραβίασης των άρθρων 5 παρ. 1 και 21 παρ. 1, 2 και 5 του Συντάγματος) των αναφερομένων στο σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων ρυθμίσεων του ν. 4356/2015, στις οποίες ερείδεται η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση και για την υλοποίηση των οποίων είναι αναγκαία η εφαρμογή της (πρβλ. ΣΕ 3299/2014, σκ. 6, 2565/2015, σκ. 5 κ.ά.).

 9. Επειδή, η πρώτη, τρίτη και πέμπτη αιτούσες Ιερές Μητροπόλεις ………, ……… και ……… & ………, καθώς και οι επικεφαλής αυτών Μητροπολίτες [δεύτερος, τέταρτος και έκτος των αιτούντων] και λοιποί κληρικοί [έβδομος (Αρχιμανδρίτης), όγδοος, ένατος, δέκατος (Πρωτοπρεσβύτεροι) και εικοστός (Ιερέας)] επικαλούνται, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος αυτών προς άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, τον αναγνωριζόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 3 παρ. 1) και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977, Α΄ 146) θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας, που επιτελείται μέσω των Ιερών Μητροπόλεων και των προϊσταμένων αυτών Αρχιερέων, των υπαγομένων σε αυτές Ενοριών και του Κλήρου και συνίσταται αφενός στη θρησκευτική διαποίμανση και πνευματική καθοδήγηση των Χριστιανών Ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών, αφετέρου στη μέριμνα (α) για τη διαφύλαξη αναλλοίωτων των δογμάτων της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης και των κανόνων της ορθόδοξης παράδοσης, που αποτελούν, κατά τα υποστηριζόμενα στο δικόγραφο, το βασικό στοιχείο διαμόρφωσης των διαχρονικών προτύπων ηθικής της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και (β) για την εξύψωση των παραδοσιακών θεσμών του γάμου και της οικογένειας, που, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ως άνω Καταστατικού Χάρτη, αποτελεί ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος και συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας. Προβάλλουν δε ότι βλάπτονται ηθικώς από τις διατάξεις του ν. 4356/2015, με τις οποίες θεσπίζεται το πρώτον η δυνατότητα των ομοφύλων ζευγαριών να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και αναγνωρίζεται η ένωση αυτών ως μορφή οικογένειας, με έννομες συνέπειες τόσο ως προς τις σχέσεις μεταξύ των μερών, όσο και ως προς τις σχέσεις ενός εκάστου με τους συγγενείς τού άλλου μέρους, κατά παραπομπή σε διατάξεις του ΑΚ περί γάμου, διότι (1) με τις ρυθμίσεις αυτές πλήττονται οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας και οι κρατούσες στη Χώρα ηθικές αντιλήψεις (χρηστά ήθη), για την προστασία, διαφύλαξη και εξύψωση των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος και οι φορείς της έχουν αποστολή να μεριμνούν, αλλά και διότι (2) η πρόβλεψη υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος των μερών στο υπόδειγμα της ληξιαρχικής πράξης του συμφώνου συμβίωσης (που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα της προσβαλλόμενης απόφασης), καθ’ ο μέρος αφορά σε συνάπτοντα σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλα ζευγάρια, προσβάλλει καθεαυτή τις ορθόδοξες χριστιανικές αξίες και τα χρηστά ήθη, δύναται δε να δημιουργήσει σε μέλη του ποιμνίου της Εκκλησίας την εσφαλμένη εντύπωση ότι το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων διαθέτει θρησκευτικό ή πνευματικό υπόβαθρο και την έγκριση ή ανοχή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εξάλλου, οι λοιποί αιτούντες-φυσικά πρόσωπα [υπ’ αριθμ. 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 34, 35] επικαλούνται τις ιδιότητες αυτών ως Χριστιανών Ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών, εγγάμων /και γονέων, ως εκ των οποίων έχουν, κατά τα υπ’ αυτών προβαλλόμενα, έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, με σκοπό (α) τη διατήρηση της έννοιας της οικογένειας, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής στην ελληνική έννομη τάξη σύμφωνα με τη χριστιανική ορθόδοξη παράδοση και τις κρατούσες στην ελληνική κοινωνία ηθικές αντιλήψεις, ως αφορώσα, δηλαδή, αποκλειστικά σε ένωση προσώπων διαφορετικού φύλου και στις απορρέουσες από αυτήν σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, αγχιστείας ή υιοθεσίας, καθώς και (β) την αποτροπή δημιουργίας στα παιδιά τους, ανήλικα ή ενήλικα, και σε άλλους συγγενείς τους (αδελφούς, ανιψιούς κ.λπ.) της εσφαλμένης εντύπωσης ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη εγκρίνει ή ανέχεται τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις (λόγω της ως άνω υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος των μερών στο υπόδειγμα της ληξιαρχικής πράξης του συμφώνου συμβίωσης), ενώ η τελευταία [υπ’ αριθμ. 36] αιτούσα, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «……………» επικαλείται, προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος, το γεγονός ότι σκοπό έχει, κατά το καταστατικό της, μεταξύ άλλων, (α) τη διαλεκτική αντιπαράθεση προς θέσεις, ιδέες και πρακτικές, οι οποίες εναντιώνονται στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και στις με βάση αυτήν διαμορφωθείσες και διαχρονικώς κρατούσες ηθικές αντιλήψεις – χρηστά ήθη (όπως το δια του ν. 4356/2015 ρυθμιζόμενο σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων) και (β) την προάσπιση δι’ όλων των νομίμων μέσων των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των Ελλήνων Ορθοδόξων πολιτών, καθώς και ότι, στα πλαίσια της ανωτέρω δράσης της, είχε επιδιώξει, αλλά δεν της επετράπη, να ασκήσει παρέμβαση ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. στην δίκη επί της προσφυγής Βαλλιανάτου κ.ά. κατά Ελλάδας.

 10. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως υπέρτατη αξία, χάριν της οποίας υφίσταται και οργανώνεται η έννομη τάξη, τα δε επί μέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα θεσπίζονται για τη διασφάλιση της επί ίσοις όροις ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας εκάστου και την απόλαυση των εννόμων αγαθών που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών (ΣΕ 867/1988 Ολομ., 100/2017 Ολομ.). Η συνταγματική προστασία της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας και των επί μέρους ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν κωλύει τον νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να θεσπίζουν, κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο, περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι εν λόγω περιορισμοί τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης δραστηριότητας, είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν και δεν παραβιάζουν την κατοχυρούμενη από το ως άνω άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Με τη διάταξη, ειδικότερα, του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται κυρίως, ως ατομικό δικαίωμα, η οικονομική ελευθερία (ΣΕ 1706/2002 7μ., 1882/2003 7μ. κ.ά.) και η εν γένει προστασία της οικονομικής δραστηριότητας (ελευθερίας των συμβάσεων, επιχειρηματικής ελευθερίας και ελευθερίας της εργασίας και επιλογής επαγγέλματος), καθώς και άλλων πτυχών και εκδηλώσεων της προσωπικότητας, που δεν κατοχυρώνονται ρητά από επί μέρους διατάξεις περί συνταγματικών δικαιωμάτων (όπως η τιμή, η αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην εικόνα κ.ά.), ορίζεται δε ότι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας περιορίζεται από την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος και των νόμων, του σεβασμού των δικαιωμάτων των τρίτων και της μη προσβολής των χρηστών ηθών, τα οποία εκφράζουν τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις περί κοινωνικής ηθικής εντός του νομικού μας πολιτισμού (ΣΕ 1319/2004). Η έννοια των χρηστών ηθών αποτελεί αόριστη νομική έννοια, την οποία καλείται να συγκεκριμενοποιήσει ο δικαστής κατά ατομική περίπτωση, με κριτήριο το περί δικαίου αίσθημα του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 864/2014, 167/2015, 25, 38, 191, 462, 650/2016), αλλά και να συνεκτιμήσει ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση ρυθμίσεων, που άπτονται ζητημάτων κοινωνικής ηθικής (πρβλ. ΣΕ 2422/1985).

 11. Επειδή, από τον συνδυασμό των ως άνω άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 με το άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται η κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή (ΣΕ 3545/2002 7μ., 554/2003 7μ., 1680/2007, 888/2008 7μ., 1735/2012) και ο σεξουαλικός προσανατολισμός εκάστου, ο οποίος, ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, πρέπει, σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, να είναι απολύτως σεβαστός (πρβλ. ΣΕ 3490/2006 7μ., 4596/2014) και να μην αποτελεί αιτία διακρίσεων από πλευράς της κρατικής εξουσίας. Δεν είναι, εξάλλου, επιτρεπτή, κατά τη νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση των όρων ασκήσεως δικαιωμάτων, αναγομένων στον πυρήνα της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, η θέσπιση, γενικώς ή για ορισμένες κατηγορίες πολιτών, περιορισμών ή προϋποθέσεων, που κατ’ ουσίαν αποδυναμώνουν τα εν λόγω δικαιώματα ή συνεπάγονται μείωση της προσωπικότητας του υποκειμένου τους (πρβλ. ανωτ. ΣΕ 867/1988 Ολομ.).

 12. Επειδή, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος, με τις οποίες ο γάμος και η οικογένεια έχουν αναχθεί σε συνταγματικώς προστατευόμενους θεσμούς (ΣΕ 550/1999 Ολομ., 3178/2010), έχουν προεχόντως κατευθυντήριο χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι απευθύνουν στον νομοθέτη έντονη υπόδειξη προς λήψη θετικών μέτρων για την προστασία του γάμου και της οικογένειας (ΣΕ 2738/2010, 3998/2012), καθώς και της μητρότητας, της παιδικής ηλικίας και των πολυτέκνων. Η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο πάντοτε περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη και, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, μέσα στα όρια που διαγράφουν οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις και αρχές (ΣΕ 4237/2005 7μ., 4091/2012 7μ., 3413/2013 7μ., 988/2014 Ολομ. κ.ά.). Δεν είναι, πάντως, συνταγματικά ανεκτή η λήψη οιουδήποτε νομοθετικού μέτρου εναντίον των εν λόγω θεσμών, υπό την έννοια είτε της κατάργησης του θεσμού του γάμου, είτε της εισαγωγής ρυθμίσεων, που καθιστούν δυσμενέστερη τη θέση των εγγάμων ή/και γονέων λόγω των συγκεκριμένων αυτών ιδιοτήτων (βλ. ΣΕ 1154/1983 Ολομ., 4912/1987 Ολομ., 110/1989). Ο νομοθέτης δεν κωλύεται, όμως, από την ως άνω συνταγματική διάταξη, να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας (βλ. ΑΠ 9/2016) ή να αναγνωρίζει, στα πλαίσια των επίσης συνταγματικώς κατοχυρουμένων αρχών της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ισότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλες, εναλλακτικές προς τον γάμο, μορφές συμβίωσης και την δι’ αυτών ίδρυση οικογενειακών δεσμών (πρβλ. απόφαση της 17-7-2002 του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου [BVerfG, Urteil des Ersten Senats, BvF 1/01]), δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία της οικογένειας δεν αφορά αποκλειστικά στην δια του γάμου ιδρυόμενη, εν πάση δε περιπτώσει ο θεσμός της οικογένειας «από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου» (ΑΠ 1735/2006, 775/2011), υποκείμενος σε εξέλιξη και αναπροσδιορισμούς. Το οικογενειακό δίκαιο έχει, πράγματι, υποστεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες τροποποιήσεις και αναμορφώσεις, που αντανακλούν τις μεταβολές των κοινωνικών αντιλήψεων, όπως η θέσπιση, με τον ν. 1250/1982, του πολιτικού γάμου, η μεταρρύθμιση του ν. 1329/1983 (θέσπιση ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συζύγων, κατάργηση της προίκας, αντικατάσταση της πατρικής εξουσίας από τη γονική μέριμνα, ενίσχυση της θέσης των παιδιών που γεννώνται εκτός γάμου, θέσπιση του συναινετικού διαζυγίου κ.λπ.), η πρόβλεψη και ρύθμιση, με τον ν. 3089/2002, της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς και η θέσπιση και ρύθμιση, αρχικώς με τον ν. 3719/2008, του συμφώνου συμβίωσης ετεροφύλων, στη συνέχεια δε, με τον ν. 4356/2015, του συμφώνου συμβίωσης ανεξαρτήτως φύλου των μερών.

 13. Επειδή, εξάλλου, καθ’ ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 8 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει μέχρι στιγμής διαμορφωθεί και εξελίσσεται συνεχώς η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) σχετικά με την έννοια και το περιεχόμενο των οικογενειακών σχέσεων και της οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα των προσώπων στον σεβασμό αυτής, την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και την προοδευτική διεύρυνση της αναγνώρισης και προστασίας εναλλακτικών, σε σχέση με τον γάμο, σχέσεων συμβίωσης ετεροφύλων και ομοφύλων. Το Ε.Δ.Δ.Α. έχει, κατ’ αρχάς, δηλώσει επανειλημμένα ότι το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν διακρίνει μεταξύ «νόμιμης» και «φυσικής» οικογένειας και ότι η έννοια της προστατευόμενης, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οικογενειακής ζωής δεν περιορίζεται στις οικογένειες που βασίζονται στον γάμο, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες, de facto σχέσεις συμβίωσης και φροντίδας, οι οποίες δημιουργούν επίσης, κατά την κρίση του, οικογενειακούς δεσμούς. Την ύπαρξη οικογένειας ή οικογενειακών σχέσεων εξετάζει το Δικαστήριο κατά περίπτωση, ως πραγματικό ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη σειρά παραγόντων, όπως η συμβίωση και η αμοιβαία υποστήριξη, συναισθηματική ή /και υλική, των μερών, η διάρκεια και η σταθερότητα της σχέσης και η με οποιονδήποτε τρόπο έκφραση της δέσμευσης των μερών (όπως με την απόκτηση, από κοινού ή με άλλον τρόπο, παιδιών και την ανάληψη της κοινής ευθύνης της ανατροφής τους), η αναγνώριση ή/και η φροντίδα ανηλίκου από τον βιολογικό του γονέα, καθώς επίσης οι σχέσεις μακράς και συνεπούς φροντίδας ή/και οι στενοί προσωπικοί δεσμοί μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή στα πλαίσια υιοθεσίας ή αναδοχής (βλ. αποφάσεις Μarckx κατά Βελγίου της 13-6-1979, Χ. κατά Ελβετίας της 14-12-1979, Jolie & Lebrun κατά Βελγίου της 14-5- 1986, Johnston κ.ά. κατά Ιρλανδίας της 18-12-1986, Olsson κατά Σουηδίας της 24-3-1988, Kroon κατά Ολλανδίας της 27-10-1994, Boughameni κατά Γαλλίας της 24-4-1996, X., Y. & Z. Κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22-4-1997, Boyle κατά Η.Β. της 8-1-2008 κ.ά.). Εξάλλου, το Δικαστήριο θεωρεί τον σεξουαλικό προσανατολισμό ως ένα από τα πλέον σύμφυτα με την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του ατόμου στοιχεία (βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22-10-1981, σκέψη 52) και, ως εκ τούτου, προστατευόμενο από το άρθρο 8 περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α. περί απαγόρευσης των πάσης φύσεως διακρίσεων, απορρίπτει δε παγίως, ως αντίθετη προς τη Σύμβαση, οποιαδήποτε αρνητική διακριτική μεταχείριση οφειλόμενη αποκλειστικά στον σεξουαλικό προσανατολισμό (βλ. ενδεικτ. αποφάσεις Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας της 21-12-1999, Ε.Β. κατά Γαλλίας της 22-1-2008). Ήδη από την δεκαετία του 1980 το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινικοποίηση των ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ συναινούντων ενηλίκων συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (βλ. αποφάσεις Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22-10- 1981, Norris κατά Ιρλανδίας της 26-10-1988, Μοδινός κατά Κύπρου της 22-4-1993). Κρίθηκε επίσης ότι η συναισθηματική και σεξουαλική σχέση δύο προσώπων του ίδιου φύλου που συζούν προστατεύεται από τις διατάξεις της Σύμβασης, ως εντασσόμενη στην έννοια της ιδιωτικής ζωής, που προστατεύει το άρθρο 8, όχι μόνον υπό την αρνητική έννοια του απαραβίαστου και της προστασίας αυτής από αυθαίρετες επεμβάσεις, αλλά και της λήψης, εκ μέρους των συμβαλλομένων κρατών, θετικών μέτρων για την εξασφάλιση του σεβασμού αυτής (βλ. αποφάσεις Χ. & Υ. κατά Ολλανδίας της 26-3-1985, H?m?l?inen κατά Φινλανδίας της 16-7-2014, Oliari κατά Ιταλίας της 21- 7-2015 κ.ά.), στα πλαίσια μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου (βλ. απόφαση Gaskin κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 7-7-1989 κ.ά.), ότι διακρίσεις εις βάρος συμβιούντων ομοφύλων δεν είναι ανεκτές παρά μόνον εάν υπαγορεύονται «από λόγους ιδιαίτερα σοβαρούς» ή, κατ’ άλλη διατύπωση, «ιδιαίτερα στέρεους και πειστικούς», για την εξυπηρέτηση των οποίων είναι όχι μόνον πρόσφορες, αλλά και απολύτως αναγκαίες, τηρουμένης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και ότι το περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλομένων κρατών προκειμένου περί διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού είναι, εν πάση περιπτώσει, περιορισμένο (βλ. ιδίως αποφάσεις Karner κατά Αυστρίας της 24-7-2003 και Kozak κατά Πολωνίας της 2-6-2010, καθώς και μεταγενέστερες, όπως οι αποφάσεις Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας της 7-11-2013 και Τaddeucci και McCall κατά Ιταλίας της 30-6-2016). Με την απόφαση Schalk και Kopf κατά Αυστρίας της 2-11-2010 το Δικαστήριο έκρινε το πρώτον ότι οι σταθερές de facto σχέσεις συμβίωσης ομοφύλων εντάσσονται στην έννοια όχι μόνον της ιδιωτικής, αλλά και της οικογενειακής ζωής, που προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης, με τις σκέψεις ότι «τα ομόφυλα ζευγάρια είναι, όπως και τα ετερόφυλα, ικανά να δεσμευθούν στο πλαίσιο σταθερών σχέσεων» και, επομένως, «βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή ενός ετερόφυλου ζευγαριού ως προς την ανάγκη για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους», οι οποίες επαναλαμβάνονται παγίως στη νομολογία του. Το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε, με την εν λόγω απόφαση, θετική υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών, απορρέουσα από το άρθρο 12 της Σύμβασης ή από τα άρθρα 8 και 14 αυτής, προς θέσπιση γάμου υπέρ των ομοφύλων ζευγαριών, ούτε προς θέσπιση εναλλακτικών προς τον γάμο μορφών καταχωρισμένης συμβίωσης, θεωρώντας ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει κατ’ αρχήν στο περιθώριο εκτίμησης κάθε κράτους, έκρινε δε ότι εφόσον ο προσφάτως θεσπισθείς αυστριακός νόμος περί καταχώρισης συμφώνου συμβίωσης (Εingetragene Partnerschaft-Gesetz, με έναρξη ισχύος από 1-1-2010) παρείχε πλέον στα ομόφυλα ζευγάρια της χώρας τη δυνατότητα νομικής αναγνώρισης της σχέσης τους και προστασία ανάλογη, ως προς πολλά σημεία, με την παρεχόμενη με τις διατάξεις περί γάμου, δεν ετίθετο στη συγκεκριμένη περίπτωση ζήτημα παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης. Με την απόφαση Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας της 7-11-2013 το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι εάν, πάντως, ο εθνικός νομοθέτης θεσπίσει εναλλακτική προς τον γάμο μορφή καταχωρισμένης συμβίωσης, αναγνωριζόμενη και ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη, ο περιορισμός της ρύθμισης αυτής στα ετερόφυλα ζευγάρια (όπως με τον επίμαχο, εν προκειμένω, ν. 3719/2008), κατ’ αποκλεισμό των ομοφύλων, τα οποία δεν διαθέτουν καμμία άλλη δυνατότητα επίσημης αναγνώρισης και προστασίας της συντροφικής τους σχέσης, αντίκειται στα άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης. Αναφέρεται, ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση ότι: (α) η ως άνω διαφορετική μεταχείριση των ομοφύλων ζευγαριών δεν δικαιολογείται από τη δυνατότητα ρύθμισης των μεταξύ τους σχέσεων με τη σύναψη συμβάσεων του κοινού αστικού δικαίου, διότι « … η ίδια η αστική συμβίωση που προβλέπεται από το νόμο 3719/2008 ως μορφή κοινής συμβίωσης επίσημα αναγνωρισμένης πέραν αυτής του γάμου, έχει από μόνη της αξία για τους προσφεύγοντες, ανεξαρτήτως των νομικών συνεπειών, ευρέων ή περιορισμένων, που συνεπάγεται», (β) « … η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό εργαλείο που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της τρέχουσας κατάστασης … το Κράτος πρέπει να επιλέξει τα μέτρα που θα πάρει σύμφωνα με το άρθρο 8 για να προστατεύσει την οικογένεια και τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της κοινωνίας … και τις αλλαγές … όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται … τα ζητήματα των σχέσεων, και ιδίως την ιδέα ότι δεν υπάρχει μόνο μία δυνατή επιλογή ή οδός όσον αφορά τον τρόπο που μπορεί να διάγει κανείς την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του», (γ) «…αυτή την στιγμή διαγράφεται μια τάση όσον αφορά την θέσπιση μορφών νομικής αναγνώρισης των σχέσεων μεταξύ των ατόμων του ιδίου φύλου … εννέα Κράτη Μέλη έχουν θεσπίσει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου … δεκαεπτά Κράτη Μέλη επιτρέπουν μορφές αστικής συμβίωσης για τα άτομα του ιδίου φύλου … μεταξύ των δεκαεννέα Κρατών που επιτρέπουν τις μορφές καταχωρημένης συμβίωσης, η Λιθουανία και η Ελλάδα είναι οι μοναδικές χώρες που περιορίζουν την μορφή συμβίωσης αυτή μόνον στα ετερόφυλα ζευγάρια …», (δ) ο επίμαχος νόμος στόχευε κυρίως, αντίθετα προς όσα υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση, στη «νομική αναγνώριση μιας άλλης μορφής συμβίωσης πέραν του γάμου», δευτερευόντως δε στην ενίσχυση του νομικού καθεστώτος των παιδιών, που γεννώνται εκτός γάμου και στη διευκόλυνση της επιλογής των γονέων να αναλάβουν την ανατροφή των παιδιών τους χωρίς να είναι αναγκασμένοι, για τον λόγο αυτό και μόνο, να συνάψουν γάμο (επιλογή που, κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, εμμέσως ενισχύει τη θέση του γάμου ως θεσμού), δεν αποδείχθηκε δε από την Ελληνική Κυβέρνηση ότι για την εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών και την προστασία του γάμου και της παραδοσιακής οικογένειας, της οποίας έγινε, επίσης, επίκληση, ήταν απαραίτητος, στα πλαίσια της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ο αποκλεισμός των ομοφύλων ζευγαριών από την ανωτέρω βασική ρύθμιση του συμφώνου συμβίωσης. Γίνεται, επίσης, αναφορά, με την ίδια απόφαση, σε επανειλημμένες συστάσεις και ψηφίσματα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης (APCE) και της Επιτροπής Υπουργών των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Recommandations 924 (1981), 1470 και 1474 (2000) και R?solution 1728 (2010) της APCE, Recommandation CM/Rec (2010) 5 της Επιτροπής Υπουργών) σχετικά με την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και τη θέσπιση μορφών καταχωρισμένης συμβίωσης ομοφύλων. Εξάλλου, με την απόφαση Oliari κ.λπ. κατά Ιταλίας της 21-7-2015, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παντελής έλλειψη δυνατότητας αναγνώρισης και προστασίας από την ιταλική έννομη τάξη [μέχρι το έτος 2016] των σταθερών σχέσεων συμβίωσης ομοφύλων αντέκειτο στο άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και κάλεσε την ιταλική κυβέρνηση να λάβει τα κατάλληλα, γενικά ή /και ατομικά μέτρα, προκειμένου να εκπληρώσει τις πηγάζουσες από το ως άνω άρθρο 8 της Σύμβασης θετικές υποχρεώσεις της «προς εξασφάλιση του δικαιώματος των προσφευγόντων και άλλων, ευρισκομένων στην ίδια θέση, προσώπων στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής». Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, αξιοποιώντας και τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων [κατά τα οποία ποσοστό 74,8% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν θεωρούν την ομοφυλοφιλία απειλή για την οικογένεια και ποσοστό 62,8% ότι θεωρούν σωστή και δίκαιη την παραχώρηση σε συμβιούντα ομόφυλα ζευγάρια των δικαιωμάτων, που απονέμονται στους έγγαμους ετερόφυλους], (α) την αναντιστοιχία μεταξύ της κοινωνικής πραγματικότητας της χώρας, στην οποία η σχέση συμβίωσης των προσφευγόντων ομοφύλων θεωρείται πλέον αποδεκτή, και της παντελούς έλλειψης αναγνώρισης και προστασίας αυτής από την έννομη τάξη, (β) το γεγονός ότι η ανάγκη νομικής αναγνώρισης και προστασίας των σχέσεων συμβίωσης ομοφύλων είχε ήδη επισημανθεί και από τα Ανώτατα Δικαστήρια της Ιταλίας, καθώς και (γ) την σαφή τάση νομικής αναγνώρισης, υπό διάφορες μορφές, των σταθερών σχέσεων συμβίωσης ομοφύλων σε όλο και περισσότερα συμβαλλόμενα ευρωπαϊκά κράτη. Στην πρόσφατη απόφαση Οrlandi κ.λπ. κατά Ιταλίας της 14-12-2017, που αποτελεί συνέχεια της ανωτέρω, το Δικαστήριο παραθέτει επικαιροποιημένα συγκριτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία 27 από τα 47 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν ήδη θεσπίσει κάποια μορφή αναγνώρισης και προστασίας των ομοφύλων σχέσεων συμβίωσης, είτε πρόκειται για γάμο (15 κράτη), είτε για διάφορες μορφές αστικής συμβίωσης, με ρυθμίσεις ανάλογες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, προς εκείνες που διέπουν τον θεσμό του γάμου και τις σχέσεις και τα δικαιώματα των συζύγων, μεταξύ δε των 27 ως άνω κρατών περιλαμβάνονται τα 22 εκ των 28 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., δεν απαιτείται μεν το ιδρυόμενο με τις ως άνω μορφές αστικής συμβίωσης καθεστώς να παρέχει τα ίδια δικαιώματα με τα απονεμόμενα στα πλαίσια του θεσμού του γάμου, διατηρουμένου ενός περιθωρίου εκτίμησης του εθνικού νομοθέτη, πλην εξετάζεται ad hoc, σε κάθε περίπτωση αγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά πόσον η παρεχόμενη αναγνώριση και προστασία είναι ικανή να καλύψει βασικές ανάγκες των συμβιούντων μερών, θεμελιώδεις για τη λειτουργία μιας σταθερής συναισθηματικής σχέσης συμβίωσης (βλ. σχετ. αποφάσεις Schalk και Kopf κατά Αυστρίας, σκ. 109, Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας, σκ. 81, H?m?l?inen κατά Φινλανδίας, σκ. 83, Oliari κ.λπ. κατά Ιταλίας, σκ. 169, Chapin και Charpentier κατά Γαλλίας της 9-9-2016, σκ. 49- 51). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., η προστασία της ηθικής περιλαμβάνεται μεταξύ των νομίμων σκοπών, οι οποίοι δύνανται να δικαιολογήσουν, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμούς στην κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου κατοχύρωση του σεβασμού και της προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Norris κατά Ιρλανδίας και Μοδινός κατά Κύπρου), το δε περιθώριο εκτίμησης του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος καλείται συχνά να σταθμίσει αντίθετα συμφέροντα ή δικαιώματα, θεωρείται κατ’ αρχήν ευρύτερο στις περιπτώσεις που τίθενται ευαίσθητα ηθικά ή δεοντολογικά ζητήματα (βλ. σχετ. απόφαση Α, Β & C κατά Ιρλανδίας της 16-12- 2010), ιδίως εάν η συναίνεση μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών επί των εν λόγω ζητημάτων εμφανίζεται περιορισμένη. Πάντως, με τις πρόσφατες αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. Bayev κ.λπ. κατά Ρωσίας της 20-6-2017 και Sekmadienis Ltd κατά Λιθουανίας της 30-1-2018, η επιβολή περιορισμών στην άσκηση της προστατευόμενης από το άρθρο 10 της Σύμβασης ελευθερία της έκφρασης με το επιχείρημα της προσβολής των χρηστών ηθών και, ιδίως, των επικρατουσών στις εν λόγω χώρες αντιλήψεων σχετικά με τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, κρίθηκε αντίθετη προς τη Σύμβαση, με τις σκέψεις, μεταξύ άλλων, ότι (α) «υφίσταται μια σαφής ευρωπαϊκή συναίνεση σχετικά με την αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων να αυτοπροσδιορίζονται ανοικτά ως … ανήκοντα σε οποιαδήποτε … σεξουαλική μειονότητα και να προάγουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους», καθώς και μια «αυξανόμενη γενική τάση να ενταχθούν οι σχέσεις μεταξύ ομοφύλων ζευγαριών στην έννοια της οικογενειακής ζωής» και να τύχουν νομικής αναγνώρισης και προστασίας και (β) «το Δικαστήριο έχει παγίως αρνηθεί να εγκρίνει πολιτικές και αποφάσεις που ενσωμάτωναν … προκατάληψη εκ μέρους μιας ετερόφυλης πλειοψηφίας κατά μιας ομοφυλόφιλης μειονότητας … Είναι αληθές ότι το λαϊκό συναίσθημα μπορεί να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση του Δικαστηρίου … Εν τούτοις … θα ήταν ασύμβατο προς τις υποκείμενες αξίες της Σύμβασης, αν η άσκηση των δικαιωμάτων της Σύμβασης από μία μειοψηφική ομάδα είχε εξαρτηθεί από την αποδοχή της από την πλειοψηφία». Τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επίσης ασχοληθεί με το ζήτημα των αναγνωρισμένων ή μη σχέσεων συμβίωσης ομοφύλων μέσω της εφαρμογής, κυρίως, των ως άνω διατάξεων της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι (α) νομοθεσία κράτους-μέλους που επιφυλάσσει πλεονεκτήματα στον τομέα των αμοιβών ή των συνθηκών εργασίας αποκλειστικά σε εγγάμους εργαζομένους, ενώ η συγκεκριμένη έννομη τάξη προβλέπει μόνον γάμο μεταξύ ετεροφύλων, δημιουργεί άμεση δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού εις βάρος των ομοφυλοφίλων εργαζομένων, που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και διατελούν, συνεπώς, σε συγκρίσιμη, με τους εγγάμους συναδέλφους τους, κατάσταση (βλ. απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-267/12, Hay, της 12-12-2013, καθώς και προγενέστερες αποφάσεις του στις υποθέσεις C-267/06, Maruko, της 1-4-2008 και C-147/08, Romer, της 10-5-2011) και (β) ότι η επέκταση του δικαιώματος των εγγάμων υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χορήγηση επιδόματος στέγης στους υπαλλήλους αυτής, οι οποίοι έχουν καταχωρισθεί ως σύντροφοι σταθερής σχέσης συμβίωσης, συμπεριλαμβανομένων και των προσώπων του ιδίου φύλου, εκφράζει την απαίτηση προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των υπαλλήλων της Ένωσης και εντάσσεται στη μέριμνα για την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και για την ανάπτυξη μιας πολιτικής προσωπικού, που εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους, ανεξαρτήτως γενετήσιου προσανατολισμού ή οικογενειακής κατάστασης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ε.Ε. στην υπόθεση F-86/09, W., της 14-10-2010, καθώς και σχετική απόφαση στην υπόθεση F- 153/12, Forget, της 6-5-2014).

 14. Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, με τον ν. 4356/2015 κατοχυρώνεται, σε συμφωνία προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. περί ισότητας και απαγόρευσης των διακρίσεων, ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κάθε πολίτη, το δικαίωμα ενηλίκων προσώπων, ετεροφύλων ή ομοφύλων, να αναλαμβάνουν, με τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου, που καταχωρίζεται στα προβλεπόμενα ληξιαρχικά βιβλία, αμοιβαία δέσμευση σε μόνιμη κατ’ αρχήν συμβίωση, η οποία αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη και ρυθμίζεται εν μέρει κατ’ ενάσκηση της συμβατικής ελευθερίας των συναινούντων μερών και εν μέρει βάσει κανόνων αναγκαστικού δικαίου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή διατάξεων νόμου περί γάμου, σχέσεων των συζύγων και πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους. Η θέσπιση και ρύθμιση κατά τα ανωτέρω της εναλλακτικής αυτής μορφής καταχωρισμένης συμβίωσης δεν θίγει τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό του γάμου, από τον οποίο διαφοροποιείται σημαντικά, δεδομένου ότι στοχεύει στην κάλυψη διαφορετικών κοινωνικών αναγκών και, συγκεκριμένα, στην αναγνώριση και προστασία de facto συντροφικών σχέσεων, που ενώ αποτελούν μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας, παραμένουν εκτός των πλαισίων της έννομης τάξης, είτε επειδή τα συμβιούντα μέρη δεν επιθυμούν, είτε επειδή δεν έχουν τη νομική δυνατότητα (ομόφυλα ζευγάρια) να υπαγάγουν τη σχέση τους στο σύστημα ρυθμίσεων και προστασίας του γάμου. Η θέσπιση, ειδικότερα, του συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων στο οποίο, αποκλειστικά, αναφέρεται η υπό κρίση αίτηση, προδήλως δεν ανταγωνίζεται τον θεσμό του γάμου, εφόσον απευθύνεται σε πρόσωπα ομόφυλου σεξουαλικού προσανατολισμού, στα οποία και παρέχει τη μόνη δυνατότητα επίσημης αναγνώρισης των υπ’ αυτών συναπτομένων σταθερών συναισθηματικών σχέσεων συμβίωσης. Η δε αναγνώριση οικογενειακών δεσμών μεταξύ των μερών του εν λόγω συμφώνου, με συνέπειες ως προς τις σχέσεις και τα δικαιώματα αυτών ανάλογες προς τα ισχύοντα επί συζύγων -όπως το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου-, η οποία αιτιολογείται από τη στενή οικειότητα και αμοιβαία υποχρέωση υποστήριξης και φροντίδας, που χαρακτηρίζουν και τις εν λόγω συντροφικές σχέσεις, δεν θίγει, με οποιονδήποτε τρόπο, την δια του γάμου ιδρυόμενη και συνταγματικώς προστατευόμενη οικογένεια (πρβλ. ανωτ. απόφαση της 17-7- 2002 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου [BVerfG, Urteil des Ersten Senats, BvF 1/01]). Το αυτό ισχύει και όσον αφορά στην αναγνώριση «εξ αγχιστείας» συγγένειας μεταξύ εκάστου μέρους του συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων και των εξ αίματος συγγενών του ετέρου (η οποία δεν έχει, μάλιστα, άλλη συνέπεια από την ίδρυση κωλύματος -διατηρουμένου και μετά τη λύση του συμφώνου, με το οποίο ιδρύθηκε- για τη σύναψη μελλοντικού γάμου ή συμφώνου συμβίωσης μεταξύ των εν λόγω κατ’ ευθεία γραμμή συγγενών εξ αγχιστείας). Δεν στοιχειοθετείται, συνεπώς, η προσβολή, με τις διατάξεις του ν. 4356/2015 περί συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων, του γάμου και της δι’ αυτού ιδρυόμενης οικογένειας, και, επομένως, ούτε και η βλάβη, την οποία οι Ιερές Μητροπόλεις, Μητροπολίτες και λοιποί κληρικοί επικαλούνται ως εκ της αποστολής της Εκκλησίας, στα πλαίσια του θεσμικού της ρόλου, να μεριμνά για την προστασία και εξύψωση των θεσμών αυτών.

 15. Επειδή, από τα αναλυτικά στοιχεία τεσσάρων δημοσκοπήσεων ετών 2015-2016, που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο με το υπ’ αριθμ. ……………/14-2-2017 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, προκύπτει ότι (α) σε τρεις πανελλαδικές έρευνες, που διενεργήθηκαν (1) από την εταιρεία «………» για την εφημερίδα «…………», (2) από τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για τον τηλεοπτικό σταθμό «………» και (3) από την εταιρεία «………» με πρωτοβουλία της ίδιας, οι συμμετασχόντες τάχθηκαν υπέρ της θέσπισης συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων σε ποσοστά 50%, 55,5% και 70%, (β) σε έρευνα σχετικού περιεχομένου, που διενεργήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την ……………. για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων φορέων, 62% των ερωτηθέντων Ελλήνων πολιτών εκφράσθηκαν υπέρ της εξασφάλισης σε ομοφυλόφιλους και αμφιφυλόφιλους των αυτών δικαιωμάτων με τα αναγνωριζόμενα στους ετεροφυλόφιλους πολίτες, ενώ ούτε από την προηγηθείσα της ψήφισης του ν. 4356/2015 δημόσια διαδικτυακή διαβούλευση προκύπτει, όπως αορίστως υποστηρίζεται με την υπό κρίση αίτηση, αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμμετασχόντων στις περί συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου [ενδεικτικώς αναφέρεται ότι επί των διακοσίων πρώτων, επί συνόλου 2.500 περίπου, σχολίων, τα αρνητικά δεν υπερβαίνουν το 39,5%], τούτο δε ανεξαρτήτως του αν παρέχονται από την εν λόγω καταγραφή σχολίων (χωρίς τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, βάσει των οποίων διεξάγονται οι στατιστικές έρευνες και δημοσκοπήσεις) ασφαλείς ενδείξεις ως προς τις απόψεις του μέσου Έλληνα πολίτη. Κατά τη συζήτηση, εξάλλου, επί του νομοσχεδίου ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, η πλειοψηφία όσων έλαβαν μέρος (μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Δ.Σ.Α., ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, ο Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η εκπρόσωπος του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας κ.ά.) τοποθετήθηκαν κατ’ αρχήν υπέρ της θέσπισης συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων. Ουδόλως, επιβεβαιώνεται, κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού αντιτίθεται στην αναγνώριση των σχέσεων συμβίωσης ομοφύλων και ότι, ως εκ τούτου, οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4356/2015 [ο οποίος, σημειωτέον, ψηφίσθηκε με ηυξημένη διακομματική πλειοψηφία 193 θετικών ψήφων επί 249 ψηφισάντων, εκ των 300, βουλευτών] προσβάλλουν τα κρατούντα στην ελληνική κοινωνία χρηστά ήθη. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν θα ήταν, και υπό την αντίθετη εκδοχή, επιτρεπτό η άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων της μειοψηφικής αυτής ομάδας να εξαρτάται από την αποδοχή της πλειοψηφίας (πρβλ. ανωτ. αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. Bayev κ.ά. κατά Ρωσίας της 20-6-2017 και Sekmadienis Ltd. κατά Λιθουανίας της 30-1-2018, καθώς και την προγενέστερη αυτών Alexe?ev κατά Ρωσίας της 21-10-2010), να περιορίζεται δε, κατ’ επίκληση των θεωρουμένων ως κρατουσών αντιλήψεων περί κοινωνικής ηθικής, η πρωτοβουλία του νομοθέτη (ο οποίος έχει, άλλωστε, και παιδαγωγικό ρόλο υπέρ της άμβλυνσης των κοινωνικών προκαταλήψεων) προς εξασφάλιση της επί ίσοις όροις απόλαυσης δικαιωμάτων, που ανάγονται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και, κατ’ εξοχήν, στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.

 16. Επειδή, εξάλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, τα χρηστά ήθη εκφράζουν τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις περί κοινωνικής ηθικής εντός του νομικού μας πολιτισμού, οι οποίες προδήλως υπόκεινται σε εξέλιξη, συνδεόμενη με τις συνεχείς μεταβολές των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και την, ιδιαιτέρως ευχερή, στη σύγχρονη εποχή, επικοινωνία μεταξύ λαών και πολιτισμών και διάδοση ιδεών και συνηθειών. Συνεπώς, παρά τη δεδομένη διαχρονική συμβολή των δογματικών κανόνων και παραδόσεων της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας, την οποία δηλώνει ως θρήσκευμα η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών και αναγνωρίζει το Σύνταγμα στο άρθρο 3 παρ. 1 ως «επικρατούσα» (πρβλ. ΣΕ 668/2018 Ολομ.), στη διαμόρφωση των ηθικών αντιλήψεων του ελληνικού λαού, πάντως τα εκάστοτε κρατούντα στη Χώρα χρηστά ήθη, ως εκ του μεταβλητού χαρακτήρα τους, δεν είναι δυνατό να ταυτίζονται με τους ως άνω θρησκευτικούς κανόνες, που η Εκκλησία τηρεί «απαρασαλεύτως» κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 παρ. 1 του Καταστατικού Χάρτη. Είναι, επομένως, διάφορο του ανωτέρω ζητήματος το θέμα της αντίθεσης των ρυθμίσεων του ν. 4356/2015 περί συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων προς τους δογματικούς κανόνες και παραδόσεις της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, η οποία απορρίπτει τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, διότι η τήρηση των απαγορεύσεων, που απορρέουν από τους ως άνω κανόνες και παραδόσεις, αφορά στη θρησκευτική πίστη και συνείδηση των ενεργών μελών της Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, που επιλέγουν ελευθέρως την πλήρη συμμόρφωσή τους προς την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (πρβλ. ΣΕ 4596/2014), και στη σχέση αυτών με την Εκκλησία, η οποία έχει επανειλημμένως τοποθετηθεί κατά οιουδήποτε σχήματος συμβίωσης και οικογενειακής ζωής εκτός του τελουμένου κατά το ορθόδοξο τυπικό θρησκευτικού γάμου (βλ. από 17-3-2008, 17-10-2013, 19-6-2015 και 9- 12-2015 αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου), και όχι στην αναγνώριση και ρύθμιση, από την έννομη τάξη, ιδιωτικών σχέσεων των πολιτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, εξάλλου, και όσοι πρεσβεύουν άλλο θρήσκευμα ή δόγμα ή κανένα θρήσκευμα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται και οι δηλώσεις του Πρώτου Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου επί του νομοσχεδίου ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης: « … η Εκκλησία … έχει τη δική της διδασκαλία από τη θεολογία της, η οποία αντιμετωπίζει τον γάμο ως μυστήριο μέγα … έχει … τη δική της άποψη, την έχει διατυπώσει ως Διαρκής Ιερά Σύνοδος … Η Εκκλησία της Ελλάδος … έρχεται να καταθέσει τις απόψεις της, όχι να αρνηθεί το δικαίωμα στο κράτος να ρυθμίσει την σχέση του με τους πολίτες και τη σχέση των πολιτών μεταξύ τους, αλλά … να τονίσει ότι θεωρεί κάποια πράγματα δεδομένα ως οικογένεια, αυτά … προστατεύει, γύρω από αυτά κινείται και ο,τιδήποτε άλλο είναι πέρα από τη δική της διδασκαλία. Δεν μπορεί να αποτελέσει και δικό της αντικείμενο αρμοδιότητας …». Οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4356/2015, με τις οποίες, κατά τα ανωτέρω, ρυθμίζεται η άσκηση δικαιωμάτων αναγομένων, προεχόντως, στην ιδιωτική ζωή μιας κατηγορίας πολιτών, δεν προσβάλλουν την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία και την κατά το Σύνταγμα θέση αυτής ως επικρατούσης, ούτε τον θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία κλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της προ της ψήφισης του νόμου, δύναται δε ελευθέρως να μεριμνά για την πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου της και τη διάδοση, με κάθε μέσο, της διδασκαλίας και των απόψεών της (όπως και κάθε πιστός, κληρικός ή λαϊκός, ή ένωση Ορθοδόξων Χριστιανών). Ούτε θίγονται, εξάλλου, με οποιονδήποτε τρόπο οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλήνων πολιτών, εγγάμων /και γονέων ή μη, από τη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων, τούτο δε αδιαφόρως του εάν τούτο αντιτίθεται προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και την εν γένει αντίληψη αυτών περί οικογένειας, δεδομένου ότι ο σεβασμός και η ανοχή προς διαφορετικές ιδέες και πεποιθήσεις αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της συμβίωσης στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Δεν στοιχειοθετείται, επομένως, η συνδρομή της βλάβης, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες (Ιερές Μητροπόλεις, Μητροπολίτες και λοιποί κληρικοί, ιδιώτες Χριστιανοί Ορθόδοξοι και «……….») λόγω προσβολής, με τις ρυθμίσεις του ν. 4356/2015 περί συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων, των χρηστών ηθών, της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, της Εκκλησίας της Ελλάδας ή των δικαιωμάτων των πιστών της.

 17. Επειδή, με την προσβαλλόμενη ΤΑΔΚ39/22-1-2016 υπουργική απόφαση προβλέπεται, στο Παράρτημα Ι, η υποχρεωτική αναγραφή, τόσο στη ληξιαρχική πράξη του συμφώνου συμβίωσης, όσο και στο ένα από τα δύο αποσπάσματα αυτής (όπως θα παράγονται από το πληροφοριακό σύστημα) του θρησκεύματος των συμβαλλομένων μερών του συμφώνου, σε συμφωνία προς το άρθρο 31Α του ν. 344/1976, όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 4111/2013 και ορίζει ότι η ληξιαρχική πράξη για το σύμφωνο συμβίωσης περιέχει (μεταξύ άλλων) «το θρήσκευμα … των συμβαλλομένων», αναγραφή, η οποία απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 εδάφ. ε΄ και 31 εδάφ. α΄ του ίδιου νόμου, όπως ισχύουν, και για τις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης (ως προς τους γονείς του τέκνου) και γάμου, όχι μόνον θρησκευτικού, αλλά και πολιτικού. Η κατά τα ανωτέρω πρόβλεψη υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος των μερών στη ληξιαρχική πράξη του συμφώνου συμβίωσης δεν προσβάλλει, κατά το μέρος που αφορά και ομόφυλα μέρη συμφώνου, την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, ούτε δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτρέπει ή ανέχεται την ομοφυλοφιλία και τις ομόφυλες σχέσεις συμβίωσης, όπως υποστηρίζουν οι αιτούντες, δεδομένου ότι η πρόβλεψη αυτή αφορά στην αναγραφή οποιουδήποτε θρησκεύματος δηλώνουν ότι πρεσβεύουν τα μέρη κάθε καταχωριζομένου συμφώνου, τα οποία δύνανται επίσης να δηλώσουν ότι είναι άθρησκοι ή άθεοι. Το ενδεχόμενο, εξάλλου, ομόφυλα μέρη συμφώνου συμβίωσης να δηλώσουν ότι πρεσβεύουν το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα αφορά προεχόντως στη θρησκευτική τους συνείδηση και τη σχέση τους με την Εκκλησία, η οποία έχει, κατά τα ανωτέρω, τοποθετηθεί επανειλημμένως και με σαφήνεια κατά της ομοφυλοφιλίας, καθώς και κατά οιουδήποτε σχήματος συμβίωσης και οικογενειακής ζωής εκτός του τελουμένου κατά το ορθόδοξο τυπικό θρησκευτικού γάμου, δύναται δε πάντοτε να καθιστά γνωστή τη διδασκαλία και τις απόψεις της, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης του ποιμνίου της ως προς υποτιθέμενη έγκριση ή ανοχή της απέναντι στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις και την επισημοποίηση αυτών, όπως υποστηρίζεται με την υπό κρίση αίτηση. Συνεπώς, ανεξαρτήτως άλλων ζητημάτων (απτομένων, ενδεχομένως, της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας και των προσωπικών δεδομένων των καλουμένων να δηλώσουν το θρήσκευμά τους ενόψει της ληξιαρχικής καταχώρισης του μεταξύ αυτών συναφθέντος συμφώνου συμβίωσης ή πολιτικού γάμου ή της γέννησης του παιδιού τους), οι αιτούντες, υπό τις ιδιότητες και για τους λόγους που επικαλούνται, δεν βλάπτονται από την πρόβλεψη αναγραφής του θρησκεύματος των μερών στα περιλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση υποδείγματα.

 18. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, δεν στοιχειοθετείται βλάβη των αιτούντων, υπό τις ιδιότητες και για τους λόγους που επικαλούνται, εκ της εφαρμογής της ΤΑΔΚ39/22-1-2016 προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και των εν γένει ρυθμίσεων του ν. 4356/2015 περί συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων (πρβλ. ΣΕ 469, 470/2018), οι οποίες ρυθμίσεις, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, σε ουδεμία συνταγματική διάταξη ή αρχή αντίκεινται, αντιθέτως προς τα υπό τούτων προβαλλόμενα. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος της Επικρατείας Γ. Ποταμιάς, ο οποίος υποστήριξε τα εξής: Οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι επικεφαλής αυτών Μητροπολίτες και οι λοιποί κληρικοί (αιτούντες υπ’ αριθμ. 1-10, 20), επικαλούμενοι τον κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 590/1977 θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας, που επιτελείται μέσω των Ιερών Μητροπόλεων και των προϊσταμένων αυτών Αρχιερέων, των υπαγομένων σε αυτές Ενοριών και του κλήρου, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, δοθέντος ότι, όπως προβάλλουν, θίγονται ηθικώς από την προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση, η οποία στηρίζεται σε ανίσχυρες, ως αντισυνταγματικές, ρυθμίσεις του ν. 4356/2015, με τις οποίες θεσπίζεται το πρώτον η δυνατότητα των ομοφύλων ζευγαριών να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και αναγνωρίζεται η ένωση αυτών ως μορφή οικογένειας, με έννομες συνέπειες τόσο ως προς τις σχέσεις μεταξύ των μερών, όσο και ως προς τις σχέσεις ενός εκάστου μέρους με τους συγγενείς του άλλου μέρους, κατά παραπομπή σε διατάξεις του ΑΚ περί γάμου, διότι, όπως ισχυρίζονται, με τις ρυθμίσεις αυτές πλήττονται οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας και οι κρατούσες στη χώρα ηθικές αντιλήψεις (χρηστά ήθη), για την προστασία, διαφύλαξη και εξύψωση των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος και οι φορείς της έχουν αποστολή να μεριμνούν (πρβλ. ΣΕ 660/2018 Ολομ.). Το αυτό ισχύει και για την 36η αιτούσα «………» (πρβλ. ΣΕ 3492/2015, 1114/2016), καθώς και για τους αιτούντες-φυσικά πρόσωπα (υπ’ αριθμ. 11-19, 21- 35), που επικαλούνται τις ιδιότητες των Χριστιανών Ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών, εγγάμων /και γονέων (πρβλ. ΣΕ 2280-2285/2001 Ολομ., 350/2011, 460/2013 Ολομ.). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε αόριστες νομικές έννοιες έχει, ούτε αποτελεί απλή προγραμματική αρχή, αλλά εμπεριέχει υποχρεωτικό κανόνα δικαίου, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με τους κανόνες ερμηνείας του Συντάγματος και δεσμεύει όλα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία). Για την ερμηνεία και εφαρμογή του συνταγματικού αυτού κανόνα δεν έχει θέση η «κοινή γνώμη» διά των δημοσκοπήσεων, διότι η «λαϊκή βούληση», ως θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, εκδηλώνεται μόνο μέσα από τις πάγιες διαδικασίες και τους θεσμούς που προβλέπει το Σύνταγμα. Η ενδεχόμενη αντίθετη κοινή γνώμη ή η εξέλιξη της κοινής γνώμης δεν δύναται να αναθεωρήσει το περιεχόμενο συνταγματικής διατάξεως. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος η οικογένεια αναφέρεται ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους, έτσι η οικογένεια αναφέρεται ως ενωτικό και χαρακτηριστικό στοιχείο του έθνους. Η δε έννοια του γάμου λαμβάνεται όπως αυτή είναι ανέκαθεν γνωστή στο αστικό δίκαιο, δηλαδή ως η κατά νόμο διαρκής ένωση ανδρός και γυναικός σε πλήρη κοινωνία βίου. Ως εν στενή εννοία δε οικογένεια νοείται η αποτελουμένη εκ του δεσμού γονέων και τέκνων κοινότης. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη περιλαμβάνει όχι μόνο αξιώσεις του κύκλου των προσώπων που προστατεύονται έναντι προσβολών από το κράτος αλλά και μία θεσμική εγγύηση, έναν κανόνα – βασική αρχή με δεσμευτικό αξιολογικό περιεχόμενο. Από το αξιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω συνταγματικού κανόνα απορρέει για τον τυπικό νομοθέτη αφ’ ενός μεν μία δέσμευση να λάβει όλα εκείνα τα νομοθετικά μέτρα, που θα προστατεύουν και θα συντηρούν τον γάμο και την οικογένεια, αφ’ ετέρου δε μία υποχρέωση του νομοθέτη να μη διαπλάσσει αυθαίρετα κατ’ απομίμηση του θεσμού του γάμου, έστω και με ένα διαφορετικό όνομα, μία αντίστοιχη διαρκή κοινότητα βίου για ομόφυλα ζευγάρια, όπου δεν υπάρχει το προσδιοριστικό στοιχείο της διαφοράς του φύλου για τις διαρκείς αυτές συμβιώσεις. Ο κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος εγγυημένος θεσμός του γάμου εμπεριέχει ένα ουσιώδες δομικό στοιχείο, που είναι η διαφορετικότητα του φύλου, υπό την έννοια ότι δεν απόκειται στην αυθαίρετη εξουσία του νομοθέτη, να διαπλάσσει ένα παραπλήσιο θεσμό του γάμου, έστω και με άλλο όνομα, με το όνομα «σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών» και να τον εντάξει, στην ουσία, στο νομοθετικό πλαίσιο, των προσωπικών, περιουσιακών και κληρονομικών σχέσεων του γάμου. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη δεν απαγορεύει την συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου, ως έκφανση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική ζωή. Η ειδική όμως προστατευτική λειτουργία της εν λόγω διατάξεως αξιώνει αποκλειστική προστασία του γάμου και της οικογένειας, διότι μόνο τότε η μορφή αυτή συμβιώσεως, ως διαρκής κοινότητα βίου ανδρός και γυναικός, οδηγεί στη συντήρηση και προαγωγή του έθνους και στην αέναη ύπαρξη και διατήρηση της κοινωνίας. Περαιτέρω δε, η κρίση του ΕΔΔΑ ότι με την μη επέκταση του συμφώνου συμβίωσης του ν. 3719/2008 και στα ομόφυλα ζευγάρια παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ έρχεται σε αντίθεση προς το περιεχόμενο του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος, στο οποίο θα έπρεπε οπωσδήποτε να προσφύγει το ΕΔΔΑ, ενόψει της επιφυλάξεως στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ. Η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος ως ειδική υπέρτερης τυπικής ισχύος κατισχύει των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ οι οποίες έχουν απλώς αυξημένη τυπική ισχύ, με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος. Ενόψει των ανωτέρω, δεν νοείται ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τις σχέσεις των συζύγων από τον γάμο (άρθρο 5) και στις προσωπικές και μη προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου συμβίωσης ομοφύλων ζευγαριών, ούτε είναι ισχυρή η παραπομπή με το άρθρο 8 του ν. 4356/2015 ως προς το κληρονομικό δικαίωμα και η ανάλογη εφαρμογή στο σύμφωνο συμβίωσης των διατάξεων του ΑΚ που αφορούν τους συζύγους. Το ανίσχυρο των παραπομπών αυτών προέρχεται από την προστατευτική λειτουργία του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος που επιφυλάσσεται αποκλειστικά για τον γάμο κατά τον ΑΚ, δηλαδή για την κατά νόμο διαρκή ένωση ανδρός και γυναικός σε πλήρη κοινωνία βίου. Επομένως, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, οι αμφισβητούμενες ρυθμίσεις του νόμου 4356/2015 είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξεως, η δε διαφορετική κρίση του ΕΔΔΑ δεν υποχρεώνει τον έλληνα νομοθέτη να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την εν λόγω απόφαση διότι εν προκειμένω υπερισχύει η δέσμευση που προκύπτει από το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος που υπερισχύει έναντι της συνθήκης της ΕΣΔΑ, ως ειδικός κανόνας υπέρτερης τυπικής ισχύος και αποτελεί καθήκον του εθνικού δικαστή να εφαρμόζει την δέσμευση που γεννάται από το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος.

 19. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση πρέπει, κατά τα ανωτέρω, να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτη, αλλά και ως αβάσιμη.

 Δ ι ά τ α ύ τ α

 Απορρίπτει την αίτηση.

 Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. …

ThanasisΣτΕ 2003-2018 Σύμφωνο συμβίωσης και τύπος της σχετικής ληξιαρχικής πράξης.