Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης ή άλλως Εξώδικη Επίλυση Διαφορών (Alternative Dispute Resolution) αν και με γοργά βήματα, αρχίζει πλέον να κάνει εμφανή την παρουσία του στο Ελληνικό νομικό παρασκήνιο.
Με πολύ απλά λόγια, η Διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία κατά την οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, επιχειρούν να καταλήξουν σε μια ικανοποιητική επίλυση της διαφοράς τους. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών, που στο θεσμό αυτό αποκαλούνται νομικοί παραστάτες, οι οποίοι παρίστανται υποχρεωτικά παρέχοντας νομικές συμβουλές στους εντολείς τους και κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας συντάσσουν την καταληκτική συμφωνία.
Η διάρκεια μιας Διαμεσολάβησης ποικίλει ανάλογα με τη πολυπλοκότητα και το είδος της διαφοράς, καθώς επίσης δύναται να επηρεαστεί από τη βούληση των εκάστοτε μερών.
Πριν την εκπνοή του έτους 2019, η ψήφιση του ν. 4640/2019 (ΦΕΚ 190/30-11-2019) επέφερε σημαντικές αλλαγές στο θεσμό της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, επιβλήθηκε με το νόμο η υποχρεωτικότητα ενός σταδίου αυτής της διαδικασίας, η λεγόμενη Υποχρεωτική Αρχική Συνάντηση (ΥΑΣ), σε συγκεκριμένες αστικές, εμπορικές και οικογενειακές υποθέσεις (εκτός από διαζύγια, ακύρωση γάμου, διαφορές που προκύπτουν από τη σχέση γονέων και τέκνων κ.α.) καθώς επίσης προβλέφθηκε η εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις της 2008/52/ΕΚ Οδηγίας για ζητήματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές διαφορές εθνικού και διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες.
Η υποχρεωτικότητα της διαδικασίας είναι διττή και συνάδει με το γεγονός ότι, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής, πρώτον για όλες τις διαφορές, ο δικηγόρος είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει τον εντολέα σχετικά με το θεσμό της Διαμεσολάβησης και δεύτερον, πριν την προσφυγή στο δικαστήριο, τα εμπλεκόμενα μέρη για συγκεκριμένες υποθέσεις, που απαριθμούνται στο σχετικό νόμο, είναι υποχρεωμένα, επί ποινή απαραδέκτου, να παρευρεθούν μαζί με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και έναν διαμεσολαβητή σε μια πρώτη συνεδρία διαμεσολάβησης και ‘να πειραματιστούν’ προκειμένου στη συνέχεια, όντας ελεύθεροι βουλήσεως να αποφασίσουν αν θα επιλύσουν την διαφορά τους εξώδικα ή μη.
Γιατί να επιλέξω, όμως, τη Διαμεσολάβηση; Η Διαμεσολάβηση είναι ένα εργαλείο με πληθώρα σημαντικών πλεονεκτημάτων. Πρωτίστως, η όλη διαδικασία πραγματοποιείται σε ένα πλαίσιο απόλυτης εμπιστευτικότητας, καθώς απαγορεύεται η δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν τις εμπλεκόμενες πλευρές. Έτσι, επιτυγχάνεται ένα ‘ασφαλές’ περιβάλλον και ένα ευνοϊκό κλίμα με απώτερο σκοπό τη διαφύλαξη των μερών από τα αρνητικά σχόλια. Σε κάθε περίπτωση, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς ότι αυτό είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμο σε εμπορικές και οικογενειακές υποθέσεις που υπάρχει πληθώρα ευαίσθητων πληροφοριών. Ένα δεύτερο πλεονέκτημα της διαδικασίας είναι η εξοικονόμηση χρόνου για την επίλυση της διαφοράς. Με άλλα λόγια, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς την κατασπατάληση του χρόνου σε πολύχρονες, πολύπλοκες και τυχόν μάταιες δικαστικές διαμάχες, μπορεί να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, με το θεσμό της Διαμεσολάβησης εξοικονομείται σημαντικό κόστος συγκριτικά με ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα που μπορεί να εξελιχθεί πολυδάπανος. Το κόστος αντίθετα της Διαμεσολάβησης είναι υπό έλεγχο, καθότι εξαρχής συμφωνείται με το διαμεσολαβητή και βαρύνει κατ’ ισομοιρία τα εμπλεκόμενα μέρη. Τέλος, το σημαντικότερο πλεονέκτημα του θεσμού πηγάζει από τον ίδιο το σκοπό του, αφού σκοπός της Διαμεσολάβησης είναι η αμοιβαία ικανοποίηση και εξυπηρέτηση των αναγκών και συμφερόντων των μερών και εν τέλει μια κοινά αποδεκτή λύση, η λεγόμενη win – win situation, σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο.
Μαγδαληνή Σκορδάκη – Μπονοροπούλου
Δικηγόρος
LLM Investment Law and International Trade
https://skordakilawyers.gr/el/