Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Απαιτείται η πράξη ή η παράλειψη να είναι παράνομη. Πότε μπορεί να προκύψει ευθύνη αποζημίωσης από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση ή από την παράλειψη νομοθέτησης. Από τη μη θέσπιση διατάξεων, βάσει των οποίων θα συνταξιοδοτείτο πρόσωπο, το οποίο απλώς συμβίωνε (ελεύθερη ένωση) με ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του ΤΣΜΕΔΕ, που απεβίωσε, χωρίς να έχει συνάψει γάμο με αυτόν, δεν αντίκειται στα άρθρα 21 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία του ΣτΕ. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 (επικυρώνει την αριθμ. 332/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ. 1200/2019 ΣτΕ.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Οκτωβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλοι, Σ. Κωνσταντίνου, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2012 αίτηση:
της … του …, κατοίκου Κέρκυρας (…), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Δρούγκα (Α.Μ. 16770), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Μαρία Δεληγιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 332/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κ. Κονιδιτσιώτου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3539271 και 1298173/2012 ειδικά έντυπα παραβόλου) ζητείται η αναίρεση της 332/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1386/2010 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αγωγή της ανωτέρω, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει το ποσό των 74.171,98 ευρώ ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη κατά τους ισχυρισμούς της παράλειψη θέσπισης νομοθετικών διατάξεων, που θα της παρείχαν δικαίωμα σύνταξης λόγω θανάτου, με την ιδιότητά της ως προσώπου που συμβίωνε σε ελεύθερη ένωση με ασφαλισμένο στο Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.).
2. Επειδή, με την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το ισχύον από 1.1.2011 άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), το οποίο, περαιτέρω, συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), που ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίστηκαν τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ως άνω νόμου 3900/2010 αντικαταστάθηκε η παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 ως εξής: «4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της…». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφότερων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Ειδικότερα, αν πρόκειται για διαφορά που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο ή για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ ή για διαφορά που ανακύπτει κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας και αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παρ. 3, ενώ αν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή η τυχόν προβολή ισχυρισμών με το ως άνω περιεχόμενο (Σ.τ.Ε. 3102, 4429/2015, 416/2016). Εξάλλου, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς προβαλλόμενους με το εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους λόγους αναιρέσεως τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 4163/2012 επταμ., 131, 4429/2015, 416/2016).
3. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζει ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξεως ή παραλείψεως των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης, είτε με νόμο είτε με κανονιστική διοικητική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα αυτής ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (Σ.τ.Ε. 1038/2006 επταμ., 3089/2009 επταμ., 3359/2013, 3663/2014 επταμ., 1283/2016 κ.ά.).
4. Επειδή, στο άρθρο 3 του από 20.11/4.12.1940 β.δ. “Περί εκτελέσεως του Α.Ν. 2326/1940 Περί Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων” (Α΄ 415), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 23 του ν. 915/1979 (Α΄ 103) και όπως η παρ. 6 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε, περαιτέρω, από το π.δ. 716/1981 (Α΄ 176), ορίζεται ότι: “1. ... 3. Συντάξεως λόγω θανάτου ησφαλισμένου, έχοντος συμπληρώσει πενταετή χρόνον πραγματικής ασφαλίσεως ή συνταξιούχου δικαιούνται: α. Η χήρα σύζυγος. β. ... 4. ... 6. Δικαίωμα συντάξεως δεν υφίσταται δια τον επιζώντα σύζυγον εάν δεν παρέλθη εξάμηνον από της τελέσεως του γάμου μέχρι του θανάτου του εν ενεργεία ησφαλισμένου, ένα δε έτος προκειμένου περί συνταξιούχου, εκτός εάν: α. Ο θάνατος επήλθεν εκ βιαίου συμβάντος ή κατά την άσκησιν του επαγγέλματος. β. Υφισταμένου του γάμου εγεννήθη ή δια του γάμου ενομιμοποιήθη τέκνον. γ. Η σύζυγος κατά την χρονολογίαν του θανάτου ευρίσκεται εις κατάστασιν εγκυμοσύνης και εκ ταύτης γεννηθή ζων τέκνον”.
5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 6 εδ. α΄ του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138) “Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας . . . έχουν δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια: α) η χήρα ή ο χήρος . . . β). . .” .Περαιτέρω, στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπου προβλέπονται ορισμένες αρνητικές προϋποθέσεις η συνδρομή των οποίων αποκλείει τη λήψη συντάξεως από τη χήρα (ή το χήρο), ορίζονται τα εξής: «Η χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως, Α΄. Εάν ο θάνατος του συζύγου (της συζύγου) επήλθε προ της παρόδου έξι μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός: α) Εάν ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικόν ή μη. β) Εάν, υφισταμένου του γάμου, εγεννήθη η δια του γάμου ενομιμοποιήθη τέκνον. γ) Εάν η χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις κατάστασιν εγκυμοσύνης και Β΄. Εάν ο θανών (η θανούσα) ελάμβανε κατά την τέλεσιν του γάμου σύνταξιν αναπηρίας ή γήρατος …, ο δε θάνατος επήλθε προ της παρόδου 24 μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός αν και εν τη περιπτώσει ταύτη συντρέχη λόγος τις εκ των ανωτέρω υπό στοιχ. α΄, β΄, και γ΄, αναφερομένων». Όπως έχει κριθεί, από τις ανωτέρω διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., με τις οποίες τίθενται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης γήρατος σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. δικαίωμα για σύνταξη έχει ο επιζών σύζυγος, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις. Από τα ανωτέρω και ιδίως από τους όρους που αναφέρονται στις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις (γάμος, σύζυγος, χήρος, χήρα) συνάγεται, περαιτέρω, ότι δεν προβλέπεται συνταξιοδότηση προσώπου, το οποίο απλώς συμβίωνε (ελεύθερη ένωση) με ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του Ι.Κ.Α. πριν από το θάνατο του τελευταίου, χωρίς να έχει συνάψει γάμο με αυτόν. Η απαραίτητη δε προϋπόθεση που θεσπίζεται για τη συνταξιοδότηση του επιζώντος, να είχε τελεσθεί γάμος μεταξύ αυτού και του θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α., δεν αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η οικογένεια και ο γάμος τελούν υπό την προστασία του Κράτους, αφού δεν συνάγεται ότι πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη ήταν να προστατεύσει πρόσωπα που, χωρίς να έχουν τελέσει γάμο, συμβιώνουν απλώς (Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ., Σ.τ.Ε. 3210/2007 επταμ., επρόκειτο για περιπτώσεις μακροχρόνιας συμβίωσης 39 και 23 ετών, αντιστοίχως). Η ως άνω προϋπόθεση δεν αντίκειται, επίσης, από την εξεταζόμενη στην προκειμένη περίπτωση άποψη, στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται ότι ο σεβασμός και η προστασία του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας (Σ.τ.Ε. 3016/2006 επταμ.), ούτε στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος, όπου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητά του (Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ., 3210/2007 επταμ.). Κρίθηκε, επίσης, ότι οι ανωτέρω διατάξεις του α.ν. 1846/1951 δεν αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος, κατά το μέρος που δεν προβλέπουν τη συνταξιοδότηση προσώπων που δεν είχαν τελέσει γάμο, αλλά απλώς συμβίωναν με τον ασφαλισμένο ή συνταξιούχο πριν από το θάνατο του· τούτο δε, γιατί τα ως άνω πρόσωπα δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τα πρόσωπα που είχαν τελέσει γάμο και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαιούνται τη σύνταξη του θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου (Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ.).
6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 14 της Συμβάσεως της Ρώμης «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) ορίζεται ότι: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 παρ. 1 της εν λόγω συμβάσεως ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του». Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο (Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ.), όπως έχει κριθεί (Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση F.Q.Zapata κατά Ισπανίας της 4ης Μαρτίου 1988), ενόψει του ανωτέρω άρθρου 14 μια διαφοροποίηση συνιστά διακριτική μεταχείριση, αν στερείται αντικειμενικής και εύλογης δικαιολογίας, δηλαδή αν δεν υπηρετεί ένα «θεμιτό σκοπό» ή αν δεν υπάρχει «(εύλογη) σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του σκοπού στον οποίο αυτή αποβλέπει» (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπόθεση «σχετική με ορισμένες εκφάνσεις του γλωσσικού καθεστώτος της εκπαίδευσης στο Βέλγιο» της 23 Ιουλίου 1968, σειρά Α Νο 6 σελ. 34, παρ. 10). Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι διαφορές μεταχείρισης, σχετικά με τις παροχές προς τους επιζώντες, μεταξύ των συζύγων και αυτών που συμβιώνουν χωρίς γάμο υπηρετούν ένα σκοπό θεμιτό και στηρίζονται σε μια δικαιολογία αντικειμενική και εύλογη, δηλαδή στην προστασία της παραδοσιακής οικογένειας (βλ. απόφαση Marckx κατά Βελγίου της 13ης Ιουνίου 1979 σελ. 18 παρ. 40). Κατόπιν αυτών, με την ως άνω απόφαση (Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ.) κρίθηκε ότι η συνταξιοδότηση σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, μόνο του επιζώντος συζύγου και όχι και αυτού που απλώς συμβίωνε με τον θανόντα, υπηρετεί σκοπό θεμιτό και στηρίζεται σε δικαιολογία αντικειμενική και εύλογη, δηλαδή στην προστασία της παραδοσιακής οικογένειας, ότι η διακριτική αυτή μεταχείριση δεν είναι δυσανάλογη και, σε κάθε περίπτωση, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Κράτους. Ήδη δε οι παρατεθείσες στη σκέψη 5 διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., με τις οποίες δεν προβλέπεται συνταξιοδότηση προσώπου, το οποίο απλώς συμβίωνε σε ελεύθερη ένωση με ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του Ι.Κ.Α. πριν από το θάνατο του τελευταίου, χωρίς να έχει συνάψει γάμο με αυτόν, κρίθηκε από το Ε.Δ.Δ.Α. ότι δεν αντίκεινται στα άρθρα 14 και 8 της Σύμβασης (απόφαση Κοροσίδου κατά Ελλάδας της 10.2.2011 σκ. 64, 70 και 71, υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί η ως άνω Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ.). Ειδικότερα, κρίθηκε από το Ε.Δ.Δ.Α. ότι η προστασία του θεσμού του γάμου αποτελεί, κατ` αρχήν, σοβαρό λόγο, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ζευγαριών που έχουν τελέσει γάμο και εκείνων που συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, καθώς και ότι τα Κράτη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια για να θέτουν σχετικές ρυθμίσεις, ιδίως, στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και της φορολογίας. Κρίθηκε, επίσης, ότι οι ανωτέρω διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., εν όψει της ιδιαιτερότητας του θεσμού του γάμου εν σχέσει προς την ελεύθερη ένωση, δικαιολογούνται, ακόμα και όταν πρόκειται για μακροχρόνια συμβίωση (με αναφορά και στις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Shackell κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 27.4.2000 και Ε.Δ.Δ.Α. Burden κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 29.4.2008. Κατά τα προεκτεθέντα, στην ένδικη υπόθεση η ελεύθερη συμβίωση είχε διαρκέσει 39 έτη). Σύμφωνα με την ίδια απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., κρίσιμο γνώρισμα του θεσμού του γάμου, που δικαιολογεί την διαφορετική μεταχείριση, συνιστά, ιδίως, η δημόσια ανάληψη δέσμευσης των μερών (με συμφωνία νομικά δεσμευτική), που συνεπάγεται την υπαγωγή σε ειδικό καθεστώς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κρίθηκε, τέλος, ότι η αιτούσα στην εν λόγω υπόθεση θα όφειλε να γνωρίζει ότι, εφόσον δεν είχε προβεί με το σύντροφό της σε σύναψη νομικά δεσμευτικής συμφωνίας, δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι δύναται να αξιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης και, επομένως, δεν διαθέτει σχετική νόμιμη προσδοκία (με παραπομπή στην απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. Serife Yigit κατά Τουρκίας της 2.11.2010).
7. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα με την …/5.3.2004 αίτηση προς το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ζήτησε να της χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του αποβιώσαντος (στις 23.3.2003) συντρόφου της, …, ασφαλισμένου εν ζωή στο εν λόγω Ταμείο. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, με την …/18.5.2004 πράξη της Διευθύντριας του Τμήματος Εκκαθάρισης Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ταμείου δεν προβλέπεται η χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου σε σύντροφο ασφαλισμένου του Ταμείου, αλλά μόνον: α) κατ’ άρθρο 23 παρ. 3 του ν. 915/1979 στη σύζυγο ασφαλισμένου έχοντος συμπληρώσει πενταετή χρόνο πραγματικής ασφάλισης ή συνταξιούχου και β) από 12.2.2004 κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3232/2004, στη διαζευγμένη, σε περίπτωση θανάτου του πρώην συζύγου της. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα υπέβαλε προς το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. την …/20.4.2005 αίτηση, με την οποία ζήτησε να της γνωστοποιηθεί το ακριβές ποσό σύνταξης και το εφάπαξ ποσό, που θα λάμβανε ο σύντροφός της από το Ταμείο κατά τη συνταξιοδότησή του. Με το από 24.5.2005 έγγραφο της Διευθύντριας του Ειδικού Λογαριασμού Πρόσθετων Παροχών του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. γνωστοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα ότι με βάση το χρόνο ασφάλισής του … θα ελάμβανε αυτός κατά τη συνταξιοδότησή του το ποσό των 779,19 ευρώ μηνιαίως ως σύνταξη και το ποσό των 10.674,80 ευρώ ως εφάπαξ βοήθημα, ενώ η χήρα σύζυγος θα ελάμβανε, αντίστοιχα, ποσό 584,39 ευρώ μηνιαίως ως σύνταξη και ποσό 8.006,10 ευρώ ως εφάπαξ βοήθημα. Κατόπιν των ανωτέρω η αναιρεσείουσα άσκησε αγωγή, με την οποία υποστήριξε ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εντάξει στην έννοια της οικογένειας την εξώγαμη συμβίωση, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αυτή βάσει της κείμενης κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας σύνταξη λόγω θανάτου με την ιδιότητά της ως προσώπου που συμβίωνε επί ικανό χρονικό διάστημα (άνω των 20 ετών) με τον αποβιώσαντα …, ασφαλισμένο εν ζωή στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., και ότι η παράλειψη αυτή αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 21 παρ.1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν το σεβασμό της προσωπικότητας και την ισότητα όμοιων καταστάσεων, καθώς και στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, η έννοια της οικογένειας πρέπει να ερμηνεύεται κάθε φορά με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και αξίες και, συνεπώς, σύμφωνα με τα άρθρα 21 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος οικογένεια αποτελεί, πλέον, και η εκτός γάμου ελεύθερη ένωση, όταν αυτή έχει στοιχεία μονιμότητας. Τούτο, άλλωστε, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, επιβάλλεται και από την αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η ελεύθερη ένωση, με στοιχεία μονιμότητας, έχει τα ίδια ή ανάλογα βιοτικά χαρακτηριστικά με την έγγαμη συμβίωση. Εν όψει των ανωτέρω, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η ελεύθερη συμβίωσή της με τον … επί είκοσι (20) έτη εξομοιώνεται πλήρως, από κάθε άποψη, με έγγαμη συμβίωση και ότι από την εν παράλειψη θέσπισης νομοθετικών διατάξεων προκλήθηκε σε αυτήν ζημία, η οποία συνίσταται, ειδικότερα, στα εξής ποσά: α) ως επικουρική σύνταξη στο ποσό των 25.713,16 ευρώ, β) ως εφάπαξ βοήθημα στο ποσό των 8.006,10 ευρώ και γ) ως κύρια σύνταξη, κατά τους υπολογισμούς της, με βάση τη νομοθεσία του Ταμείου, στο ποσό των 40.452,72 ευρώ και συνολικώς 74.171,98 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έφεση της ανωτέρω απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 23 του ν. 915/1979 και 4 παρ. 1 του ν. 3232/2004, προκύπτει ότι, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., δικαίωμα για σύνταξη έχει ο επιζών σύζυγος ή πρώην σύζυγος (επί διαζυγίου), εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις. Η μη θέσπιση δε διατάξεων που να προβλέπουν τη συνταξιοδότηση λόγω θανάτου σε πρόσωπο που συμβίωνε, έστω και επί ικανό χρονικό διάστημα, με ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του εν λόγω Ταμείου, πριν από το θάνατο του τελευταίου, χωρίς να έχει συνάψει γάμο με αυτόν, δεν αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος, αφού δεν συνάγεται ότι πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη ήταν, σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, να προστατεύσει πρόσωπα που, χωρίς να έχουν τελέσει γάμο, συμβιώνουν απλώς (ελεύθερη ένωση). Επίσης, η μη θέσπιση τέτοιων διατάξεων, κατά το δικάσαν δικαστήριο, δεν αντίκειται ούτε στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος, ούτε στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, αφού τα πρόσωπα που συμβιώνουν ελεύθερα δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τα πρόσωπα που έχουν τελέσει γάμο (με παραπομπή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην Σ.τ.Ε. 3013/2006). Περαιτέρω, κρίθηκε από το διοικητικό εφετείο ότι η μη θέσπιση διατάξεων, βάσει των οποίων θα εχορηγείτο σύνταξη λόγω θανάτου σε πρόσωπο που συμβίωνε με ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του ως άνω Ταμείου χωρίς να έχει τελεσθεί μεταξύ τους γάμος, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 8 της Σύμβασης της Ρώμης. Και τούτο, γιατί οι διαφορές μεταχείρισης, σχετικά με τις παροχές προς τους επιζώντες, μεταξύ των συζύγων και αυτών που συμβιώνουν χωρίς γάμο, έχει κριθεί ότι υπηρετούν ένα σκοπό θεμιτό και στηρίζονται σε μια δικαιολογία αντικειμενική και εύλογη, δηλαδή στην προστασία της παραδοσιακής οικογένειας, η διακριτική δε αυτή μεταχείριση δεν είναι δυσανάλογη και, σε κάθε περίπτωση, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Κράτους (με παραπομπή του δικάσαντος εφετείου στις Σ.τ.Ε. 3013/2006, απόφαση Marckx κατά Βελγίου της 13ης Ιουνίου 1979). Εν όψει αυτών, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι, εφ’ όσον η μη θέσπιση διατάξεων, βάσει των οποίων θα εχορηγείτο στην αναιρεσείουσα σύνταξη λόγω θανάτου, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και τις διατάξεις του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.
8. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 14.11.2012, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010. Το ποσό της διαφοράς που άγεται κατ` αναίρεση, όπως προσδιορίζεται από το αίτημα της αγωγής ανέρχεται συνολικά σε 74.171,98 ευρώ και, επομένως, για την άρση του απαραδέκτου της κρινόμενης αιτήσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το εκτεθέν στη σκέψη 2 περιεχόμενο. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 8 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. Για την άρση δε του απαραδέκτου κατά τις διατάξεις του ν. 3900/2010 προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου σχετικά με το νομικό ζήτημα, εάν το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. θεμελιώνει ευθύνη του Κράτους λόγω παράλειψης της νομοθετικής εξουσίας να εκπληρώσει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. υποχρέωσή της να θεσπίσει διατάξεις που παρέχουν δικαίωμα σύνταξης λόγω θανάτου και σε πρόσωπα που συμβίωναν επί μακρόν με τον αποβιώσαντα ασφαλισμένο. Το τιθέμενο κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα συνίσταται στο εάν η μη πρόβλεψη από τη νομοθεσία του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. δικαιώματος συνταξιοδότησης προσώπου, το οποίο απλώς συμβίωνε με ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του Ταμείο πριν από το θάνατό του, χωρίς να έχει συνάψει γάμο, αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος καθώς και της Ε.Σ.Δ.Α. Το ζήτημα, όμως, αυτό ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με το ζήτημα που κρίθηκε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ανωτέρω στις σκέψεις 5 και 6, με τις Σ.τ.Ε. 3013/2006 επταμ. και 3210/2007 επταμ. αποφάσεις, με τις οποίες ερμηνεύθηκαν ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. (πρβ. Σ.τ.Ε. 1947/2018, Σ.τ.Ε. 427/2017). Επομένως, για το τιθέμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου, προς την οποία είναι σύμφωνη η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος ισχυρισμός προς άρση του απαραδέκτου της κρινόμενης αιτήσεως. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα με την αίτηση αναιρέσεως, ότι “λαμβανομένης υπ` όψιν της πρόσφατης νομοθετικής κατοχύρωσης των όρων της ελεύθερης συμβίωσης στο οικογενειακό δίκαιο, θα έπρεπε η ελεύθερη συμβίωση να θεωρηθεί μορφή οικογένειας” (κατά την έννοια του άρθρου 21 του Συντάγματος), εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι αφορούν την ισχύουσα κατά το χρόνο ασκήσεως της αναίρεσης (14.11.2012) ρύθμιση του ν. 3719/2008 (Α΄ 241) σχετικά με τους όρους σύναψης και τις έννομες σχέσεις των συμβληθέντων με σύμφωνο συμβίωσης, δεν ασκούν εν πάση περιπτώσει επιρροή εν προκειμένω. Τούτο δε, προεχόντως, διότι με τις διατάξεις του νόμου αυτού προβλέφθηκε, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση, μία “εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης”, υπό την προϋπόθεση, όμως, της σύναψης του σχετικού σύμφωνου συμβίωσης με την τήρηση του οικείου τύπου και των σχετικών διατυπώσεων δημοσιότητας. Η περίπτωση, όμως, αυτή δεν συντρέχει εν προκειμένου, καθόσον η αναιρεσείουσα συμβίωνε με τον ανωτέρω ασφαλισμένο σε ελεύθερη ένωση, μη ισχύοντος, άλλωστε, του θεσμού του σύμφωνου συμβίωσης του ν. 3719/2008 κατά το χρόνο της ανωτέρω συμβίωσης. Επομένως, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν προβάλλεται βάσιμος ισχυρισμός προς άρση του απαραδέκτου, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2018
Ο Πρόεδρος του Α’ Τμήματος Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος
Αν. Γκότσης Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 2019.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Σπ. Χρυσικοπούλου Β. Κατσιώνη