Μονομελές Εφετείο Αθηνών 429/2020

Αγωγή εργαζόμενων ιατρών στο ΙΚΑ βάσει ειδικών συμβάσεων, σύμφωνα με το Ν.Δ. 1204/1972. Αίτημα καταβολής νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης από τον ΕΟΠΥΥ λόγω λύσης των συμβάσεών τους. Επικουρική βάση καταβολής αγωγικών κονδυλίων βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού επί τυχόν ακυρότητας των άνω συμβάσεων. Παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ από μη μόνιμους ιατρούς που συνεργάζονται με το ΙΚΑ βάσει συμβάσεων αορίστου ή ορισμένου χρόνου ή ειδικών συμβάσεων του Ν.Δ. 1204/1972. Οι ανωτέρω μπορούν παράλληλα να ασκούν και ελεύθερο επάγγελμα. Οι σχετικές συμβάσεις δεν διέπονται από τις διατάξεις περί εργατικής νομοθεσίας όπως περί καταγγελίας και υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης απόλυσης από τον εργοδότη, αλλά καταγγέλλονται ελεύθερα από τα μέρη με την τήρηση δεδομένης προθεσμίας. Η μισθολογική εξομοίωση των άνω ιατρών με τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ, με το ν. 2150/1993 δεν μετέβαλε το ως άνω ιδιότυπο καθεστώς συνεργασίας τους με τον ανωτέρω φορέα. Υπαγωγή των κέντρων υγείας του ΙΚΑ και του ιατρικού και μη προσωπικού αυτών όπως οι απασχολούμενοι βάσει ειδικής σύμβασης του Ν.Δ. 1204/1972 ιατροί στον ΕΟΠΥΥ και ειδικότερα στις συσταθείσες Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥ.ΠΕ.), με το ν. 4238/2014.

Περιέλευση των εν λόγω ιατρών σε καθεστώς διαθεσιμότητας και αναδρομική τοποθέτησή τους σε νέες οργανικές θέσεις στις άνω ΔΥΠΕ αιτήσει αυτών που θα πρέπει να συνοδεύεται με αποδεικτικό διακοπής του ελεύθερου επαγγέλματός τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση η σύμβασή τους λύεται. Η σχετική ρύθμιση επιτάσσεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης. Επί αποδοχής αυτής το εφετείο οφείλει να επανεξετάσει αυτεπαγγέλτως και τις επικουρικές βάσεις της αγωγής που δεν κρίθηκαν πρωτοδίκως χωρίς να δεσμεύεται από την υποχρέωση μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος άνευ έφεσης ή αντέφεσης του εφεσίβλητου. Όροι ευθύνης αποζημίωσης του Δημοσίου και των ΟΤΑ για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους κατ’ άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Σφάλμα του εφετείου που έκρινε πως οι εφεσίβλητοι απασχολούνταν στο ΙΚΑ με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που καταγγέλθηκε και δικαιούνταν αποζημίωση.

ΑΠΟΦΑΣΗ: 429/2020

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ 3°

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Φράγκου, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ) με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ)», με ΑΦΜ …….-Δ.Ο.Υ  ….., που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Λεωφόρος Κηφισίας αρ. 39) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Σκεύη (ΑΜΔΣΑ …..).

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ 1) ………, κατοίκου ……. Λάρισας (οδός ….. αρ. …..), 2) ………, κατοίκου …….. Λάρισας (οδός ….. αρ. ….), 3) ……., κατοίκου ……. Λάρισας (οδός …… αρ. ……), 4) ……., κατοίκου ……. Λάρισας (οδός …… αρ. ….) και 5) ……., κατοίκου Βόλου (οδός ……… αρ. ……), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο Ελένη Νταφούλη (ΑΜΔΣΑ …..).

 

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά 1) του πρώτου εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος ν.π.δ.δ με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ)», 2) του ν.π.δ.δ με την επωνυμία «5ης Υγειονομική Περιφέρεια ……» και 3) του Ελληνικού Δημοσίου, την από 18 Σεπτεμβρίου 2014 αγωγή τους, που κατατέθηκε με αριθμό δικογράφου …/19.9.2014, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.

 

Το δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την 355/2016 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν και την απέρριψε ως προς τους λοιπούς εναγομένους.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε το πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 18 Νοεμβρίου 2016 έφεση προς το Δικαστήριο αυτό, που κατατέθηκε με αριθμό δικογράφου …/18.11.2016.

 

Δικάσιμος της συζήτησης της έφεσης ορίστηκε αρχικά η 16.10.2018 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων αναφέρθηκε στις προτάσεις τους που κατέθεσε στο ακροατήριο.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη από 18.11.2016 (Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου …/18.11.2016) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως πρώτου εναγομένου κατά της 355/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του δευτέρου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 του ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 496, 497, 498 παρ.1, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β`, 516, 517, 518 παρ. 1, 520, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 18.11.2016 εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στο εκκαλούν-πρώτο εναγόμενο, η οποία έλαβε χώρα στις 20.10.2016 (βλ. την …/ 20.10.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Παραδεκτά δε και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 του ιδίου νόμου) και, επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 18.9.2014 (Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου …/19.9.2014) αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της, ισχυρίστηκαν ότι είναι ιατροί με ειδικότητες καρδιολόγου η 1η, οδοντιάτρου η 2η, οφθαλμιάτρου ο 3ος, μικροβιολόγου η 4η και παθολόγου ο 5ος και ότι την 1.12.1995, 9.6.1987, 20.2.1996, 4.12.1995 και 12.6.1998, αντίστοιχα, κατήρτισαν ο καθένας τους με τη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας ΙΚΑ … «ειδικές συμβάσεις» αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ 1204/1972, στα πλαίσια των οποίων ανέλαβαν την υποχρέωση να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες στους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ επί είκοσι επτά (27) ώρες την εβδομάδα και αντί πάγιας κατ’ αποκοπή μηνιαίας αμοιβής, οι μεν 1η, 2η, 3ος και 4η στα ιδιωτικά ιατρεία που διατηρούσαν στην … και στα …, ο δε 5ος στο Υποκατάστημα του ΙΚΑ …, με δικαίωμα άπαντες να διατηρούν παράλληλα τα ιδιωτικά τους ιατρεία και να παρέχουν εκεί τις ιατρικές υπηρεσίες τους σε μη ασφαλισμένους στο ΙΚΑ ασθενείς. Ότι μετά την ενοποίηση, κατά τις επιταγές του Ν. 3918/2011, των περισσότερων ασφαλιστικών φορέων σε έναν ενιαίο φορέα και δη στο συσταθέν με τον ανωτέρω νόμο πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ν.π.δ.δ με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ)», ο Κλάδος Υγείας του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του ΙΚΑ και όλο τον εξοπλισμό του μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό στο εκκαλούν, στο οποίο, κατά τις προβλέψεις του ιδίου ως άνω νόμου (3918/2011), εντάχθηκε αυτοδικαίως και το σύνολο των ιατρών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την ίδια εργασιακή σχέση και στην ίδια οργανική θέση, βαθμό, κλάδο και ειδικότητα. Ότι, στα πλαίσια των επιταγών του προαναφερόμενου Ν. 3918/2011, στις 30.12.2011 και με τις εκτιθέμενες στο δικόγραφο διαπιστωτικές πράξεις του Διοικητή ΙΚΑ, μεταφέρθηκαν στο εκκαλούν ν.π.δ.δ και, από 25.7.2012, τοποθετήθηκαν στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας …, παρέχοντας πλέον τις υπηρεσίες τους στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, με συμβάσεις που, ήδη από το χρόνο παροχής των ιατρικών υπηρεσιών τους στο ΙΚΑ, συνιστούσαν συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, λόγω αφενός της γενόμενης μισθολογικής τους εξομοίωσης με τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ (Ν. 2150/1993) και αφετέρου της μεταγενέστερης νομοθετικής παρέμβασης με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Ν. 3232/2004, με την οποία ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972 που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου». Ότι, ακολούθησε ο Ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ και λοιπές διατάξεις», με τα άρθρα 16 παρ. 1 και 17 παρ. 1 του οποίου προβλέφθηκε ότι, από την ισχύ του (17.2.2014), το σύνολο του ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ τίθεται αυτοδικαίως σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί ένα μήνα, με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει, και εν συνεχεία μετατάσσεται/μεταφέρεται μετά από αίτησή του, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συνιστώνται για το σκοπό αυτό και ότι το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί παράλληλα ελευθέριο επάγγελμα και έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης οφείλει να προσκομίσει στην αντίστοιχη Δ.Υ.Πε. υποδοχής (και εν προκειμένω οι εφεσίβλητοι στη δεύτερη εναγόμενη 5η Υγειονομική Περιφέρεια …) βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύεται αυτοδικαίως. Ότι, στα πλαίσια των επιταγών του ως άνω νόμου (4238/2014), τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας από 18.2.2014, που διαπιστώθηκε με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο πράξεις του Προέδρου του Ε.Ο.Π.Υ.Υ και, επειδή δεν υπέβαλαν αιτήσεις ένταξης στο νέο φορέα που συστήθηκε, προτιμώντας να διατηρήσουν τα ιδιωτικά ιατρεία τους και να ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, οι συμβάσεις εργασίας τους με το εκκαλούν λύθηκαν αυτοδικαίως στις 20.3.2014, χωρίς, όμως, να τους καταβληθεί η οφειλόμενη με βάση τις αναφερόμενες στο δικόγραφο αποδοχές τους και τα έτη υπηρεσίας τους αποζημίωση απόλυσης, που τους οφείλεται σύμφωνα με το άρθρο 55 του π.δ 410/1988, το οποίο ρυθμίζει κατά τρόπο πλήρη τα περί της αποζημίωσης για την οποιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του προσωπικού του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α και των Ν.Π.Δ.Δ. Κατ’ ακολουθίαν του ιστορικού αυτού ζήτησαν, κατά τη δέουσα εκτίμηση των αιτημάτων και του συνόλου των περιεχομένων στο δικόγραφο της αγωγής ισχυρισμών τους, να υποχρεωθεί το εκκαλούν και οι λοιποί εναγόμενοι να τους καταβάλουν ως αποζημίωση απόλυσης, κυρίως με βάση το άρθρο 55 του π.δ 410/1988, άλλως και σε περίπτωση που κριθούν άκυρες οι συμβάσεις εργασίας τους κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τα ποσά των 23.107,37 ευρώ στην 1η, των 35.668,29 ευρώ στη 2η, των 21.701,88 ευρώ στον 3°, των 22.600,37 ευρώ στην 4η και των 19.760,00 ευρώ στον 5°, το δε αίτημα αυτό διατήρησε έκαστος των τεσσάρων πρώτων καταψηφιστικό μέχρι του ποσού των 20.000,00 ευρώ και το υπόλοιπο μετέτρεψαν σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού. Επικουρικά, σε σχέση με το ανωτέρω αίτημα, ζήτησαν, κατόπιν μετατροπής του σχετικού αιτήματος σε αναγνωριστικό κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, να αναγνωριστεί ότι το εκκαλούν και οι λοιποί εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να τους καταβάλουν ως εύλογη αποζημίωση τους μισθούς τριών (3) ετών και, ειδικότερα, τα ποσά των 63.989,64 ευρώ στην 1η, των 61.145,64 ευρώ στη 2η, των 65.105,64 ευρώ στον 3°, των 62.585,64 ευρώ στην 4η και των 71.136,00 ευρώ στον 5°. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δέχθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 648 επ. του ΑΚ, καθώς και στις διατάξεις του π.δ 178/2002, έκρινε εν συνεχεία, με τις ειδικότερες αναφερόμενες στο κείμενό της αιτιολογίες, ότι τα άρθρα 16 και 17 του Ν. 4238/2014, ενόψει της έλλειψης ικανής μεταβατικής προθεσμίας ως προς την επιβαλλόμενη από το νόμο επιλογή των εφεσιβλήτων μεταξύ είτε της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στις οργανικές θέσεις που συστήνονται στο νέο φορέα, είτε της άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος που πριν από τη θέση σε ισχύ του επίμαχου νόμου (4238/2014) ασκούσαν νομίμως, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την έλλειψη αυτή. Σε ακολουθία της κρίσης αυτής, δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς την κύρια βάση της και μόνο ως προς το εκκαλούν (πρώτο εναγόμενο), απορρίπτοντάς την ως προς τους λοιπούς εναγομένους και, με βάση τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που δέχθηκε ότι εφαρμόζονται στην ένδικη υπόθεση καθόσον έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονταν με το εκκαλούν με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρέωσε το τελευταίο να καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 20.000,00 ευρώ σε καθένα των 1ης, 2ης, 3ου και 4ης των εφεσιβλήτων και το ποσό των 19.760,00 ευρώ στον 5° εφεσίβλητο, αναγνωρίζοντας και την υποχρέωσή του να καταβάλει επιπλέον για την ίδια αιτία τα ποσά των 3.107,37 ευρώ στην 1η, των 15.668,29 ευρώ στη 2η, των 1.701,88 ευρώ στον 3° και των 2.600,37 στην 4η. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεση και για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφό της λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και ν’ απορριφθεί ως προς αυτό (εκκαλούν) η αγωγή στο σύνολό της.

 

  1. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ.1 και 9 του ν.δ 1204/1972 [όσο αυτό ίσχυε μέχρι την 1.6.2011, οπότε κατά τα άρθρα 17 και 26 του Ν. 3818/2011 συστάθηκε ν.π.δ.δ με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ)» ως ενιαίος φορέας κοινωνικής ασφάλισης και μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν σ’ αυτόν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό ο Κλάδος Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του ΙΚΑ με το σύνολο του εξοπλισμού του, καθώς και το ιατρικό, μεταξύ άλλων, προσωπικό που υπηρετούσε στους Κλάδους Υγείας του ΙΚΑ], συνάγεται ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ οι ασφαλισμένοι σ’ αυτό, πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρούς της ελεύθερης επιλογής του ασφαλισμένου, από κατάλογο που καταρτίζει το ίδρυμα, ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νόμιμα το επάγγελμά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Σαν τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεραπευτές ιατροί του ιδρύματος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του αυτού νομοθετικού διατάγματος. Στο άρθρο 5 του ίδιου διατάγματος, υπό τον τίτλο «Νομική Κατάστασις», ορίζεται ότι: «1. Η μετά του ΙΚΑ σχέσις θεραπόντων ιατρών μη συνιστώσα σχέσιν ή σύμβασιν εργασίας διέπεται αποκλειστικώς υπό των διατάξεων του παρόντος και των εις εκτέλεσιν τούτου εκδοθησομένων Κανονισμών. Οι θεράποντες ιατροί δεν κωλύονται υπό του παρόντος να παρέχουν ιατρικάς φροντίδας ελευθέρως και εις πρόσωπα μη δικαιούμενα παροχών ασθένειας εκ του ΙΚΑ 2. Οι θεράποντες ιατροί δεν αποτελούν προσωπικόν του ΙΚΑ ο δε χρόνος παροχής υπ’ αυτών ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού εν τω Ιδρύματι». Επομένως, η σχέση των θεραπόντων ιατρών με το ΙΚΑ, μη συνιστώσα σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, δεν κωλύονται δε οι ιατροί αυτοί να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το ΙΚΑ του οποίου δεν αποτελούν προσωπικό, ενώ, ο χρόνος παροχής απ’ αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο ίδρυμα. Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, υπό τον τίτλο «Ειδικαί συμβάσεις», ορίζεται ότι «Εφ’ όσον αι τοπικοί συνθήκαι ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατήν την εφαρμογήν των άρθρων 2, 8 και 9 του παρόντος επιτρέπεται η σύναψις ειδικών συμβάσεων μετά θεραπόντων ιατρών ή ιατρών ειδικοτήτων δι’ αόριστον χρόνον επ’ αμοιβή του ιατρού οριζομένη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων είτε άλλως πως άνευ περιορισμού τινός εκ των περί αμοιβής των ιατρών διατάξεων. Αι εν τω προηγουμένω εδαφίω συμβάσεις δύναται να καταγγέλωνται εκατέρωθεν οποτεδήποτε τηρουμένης μηνιαίας προθεσμίας προειδοποιήσεως. Αι διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί των περί ων το παρόν άρθρον ιατρών». Περαιτέρω, το άρθρο 18 του Ν. 2150/1993, που έχει τον ειδικότερο τίτλο «ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων γιατρών ΙΚΑ με σύμβαση κλπ» ορίζει: Στην παράγραφο 1 ότι «Οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αόριστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξή τους», στην παράγραφο 2 ότι «Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις – μετακινήσεις – αποσπάσεις – μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου», στην παράγραφο 3 ότι «Στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση ιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου β) οι με ειδική σύμβαση ιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτηση τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α’ και β’ εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν.δ 1204/1972», ενώ, τέλος, στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι «Για τους προσλαμβανόμενους στο εξής στο ΙΚΑ ιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ’ εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ 1204/1972». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι ιατροί που συνδέονται με το ΙΚΑ βάσει σύμβασης διεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, συνδέονται με αυτό με ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, η δε γενομένη με το άρθρο 18 του Ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωσή τους με τους ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ (ΑΕΔ 5/2000, ΟλΑΠ 22/2007, ΑΠ 290/2019, ΑΠ 329/2018, ΑΠ 121/2016, ΑΠ 284/2015, ΑΠ 7/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), οπότε δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ούτε αυτές του Ν. 2112/1920, ούτε του π.δ 410/1988, που ρυθμίζουν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και θεμελιώνουν την υποχρέωση του εργοδότη, σε περίπτωση καταγγελίας, καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, ή σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, θεμελιώνουν υπέρ του εργαζόμενου, αξίωση αποδοχών υπερημερίας. Έτσι, οι συμβάσεις των ιατρών που προσλήφθηκαν με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972 εξακολουθούν να είναι ειδικές συμβάσεις εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 και όχι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ΑΠ 290/2019, ΑΠ 329/2018, ΑΠ 7/2014 ό.π). Επομένως, έχει εφαρμογή στις συμβάσεις αυτές η διάταξη που εξακολουθεί να ισχύει, επειδή δεν καταργήθηκε, και μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993, του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, κατά την οποία οι εν λόγω συμβάσεις καταγγέλλονται οποτεδήποτε μετά από προειδοποίηση ενός μηνός. Εξάλλου, μετά την προαναφερθείσα 5/2000 απόφαση του ΑΕΔ ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε ο Ν. 3232/12.2.2004, ο οποίος με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο γ` όρισε ότι «Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ΝΑ 1204/1972 (ΦΕΚ 123Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου». Όμως, η διάταξη αυτή, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972 που φέρεται ότι ερμηνεύεται, είναι σαφής, όσον αφορά τη φύση της σχέσης που συνδέει με ειδικές συμβάσεις τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων με το ΙΚΑ, αφού προβλέπει ρητά ότι οι ειδικές αυτές συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά πρόκειται για ψευδοερμηνευτική διάταξη, η οποία για την αιτία αυτή δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει στη μεν παράγραφο 1 αυτού, ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία, στη δε παράγραφο 2, ότι νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του. Εξάλλου, με το άρθρο μόνο του π.δ 410/1988 κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο οι ισχύουσες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που αφορούν το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. Με το άρθρο 55 αυτού ορίσθηκε η αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του προσωπικού που καταλαμβάνει και με το άρθρο 89 ορίζεται ότι για θέματα που δεν ρυθμίζονται από το υπόψη προεδρικό διάταγμα εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Οι παρατιθέμενες, όμως, αυτές διατάξεις του π.δ 410/1988, δεν έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως προς τους ιατρούς που συνδέονται με το ΙΚΑ με ειδική σύμβαση που έχει καταρτισθεί με βάση το άρθρο 10 του ν.δ 1204/1972, για τους οποίους (ιατρούς) εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος, κατά τις οποίες οι εν λόγω ειδικές συμβάσεις μπορούν να καταγγέλλονται εκατέρωθεν οποτεδήποτε μετά από μηνιαία προειδοποίηση κατά τα προαναφερόμενα (ΑΠ 290/2019, ΕφΘεσ 1175/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

  1. Με το Ν. 4238/2014 (ΦΕΚ Α` 38/17.2.2014), με τον τίτλο «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ και λοιπές διατάξεις», επιχειρείται από τον εθνικό νομοθέτη θεμελιώδης μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, με τον τίτλο «ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ», ως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 26 του Ν. 4486/2017, προβλέπεται ότι «1. Το κράτος μεριμνά και εγγυάται την παροχή υπηρεσιών υγείας, μέσω της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ) στο σύνολο των πολιτών, οι οποίες είναι αναγκαίες και ικανές να διασφαλίσουν την υγεία τους και να προωθήσουν την κοινωνική ευημερία. 2. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ) συνιστάται Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥ.Πε) της Χώρας. 3. Οι υπηρεσίες Π.Φ.Υ παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική, ασφαλιστική του κατάσταση και τον τόπο κατοικίας του, μέσα από ένα καθολικό, ενιαίο και αποκεντρωμένο Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ) που οργανώνεται και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. 4. Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (Π.Φ.Υ): α) Αποτελεί πύλη εισόδου των πολιτών στο σύστημα υγείας, β) Παρέχει στον πολίτη ολοκληρωμένες υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, πρόληψης, διάγνωσης, θεραπείας, προαγωγής και φροντίδας υγείας, γ) Εξασφαλίζει και συντονίζει τη συνέχεια της φροντίδας κατευθύνοντας τον πολίτη προς τα άλλα επίπεδα του συστήματος υγείας, δ) Σέβεται την αυτονομία και την αξιοπρέπειά τους, στο πλαίσιο των κανόνων βιοηθικής και ιατρικής δεοντολογίας. 5. Οι υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας περιλαμβάνουν: α) Όλες τις σχετικές υπηρεσίες υγείας για την παροχή των οποίων δεν απαιτείται εισαγωγή του πολίτη σε νοσηλευτικό ίδρυμα, β) Την εκτίμηση των αναγκών υγείας των πολιτών, το σχεδίασμά και την υλοποίηση μέτρων και προγραμμάτων για την πρόληψη νοσημάτων, την καθολική εφαρμογή εθνικού προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου για επιλεγμένα νοσήματα και την προαγωγή υγείας, γ) Την παροχή πρώτων βοηθειών, δ) Την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας ψυχικής υγείας, ε) Την παραπομπή, παρακολούθηση και κατά περίπτωση συνδιαχείριση περιστατικών στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια φροντίδα, στ) Την τακτική παρακολούθηση και τη διαχείριση ασθενών με χρόνια νοσήματα, ζ) Τις υπηρεσίες μετανοσοκομειακής και κατ’ οίκον φροντίδας υγείας, καθώς και τις υπηρεσίες αποκατάστασης, η) Τον οικογενειακό προγραμματισμό και τις υπηρεσίες μητέρας – παιδιού, θ) Την παροχή ανακουφιστικής και παρηγορητικής φροντίδας, ι) Τη διασύνδεση με υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, ια) Την πρωτοβάθμια οδοντιατρική και ορθοδοντική φροντίδα, με έμφαση στην πρόληψη και ιβ) Την υλοποίηση προγραμμάτων εμβολιασμού». Με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του Π.Ε.Δ.Υ» ορίστηκε στην παράγραφο 1, ως ίσχυε πριν την κατάργησή της με το άρθρο 26 του Ν. 4486/2017, ότι «Τα Κέντρα Υγείας και οι λοιπές Μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας των Δ.Υ.Πε. αποτελούν τις δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ.», στην παράγραφο 2 ότι «Τα Κέντρα Υγείας της Χώρας με τις αποκεντρωμένες μονάδες τους (Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία, Περιφερειακά Ιατρεία, Ειδικά Περιφερειακά Ιατρεία) μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των οικείων Δ.Υ.Πε. και αποτελούν εφεξής αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες τους. Επίσης, μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των οικείων Δ.Υ.Πε. και αποτελούν εφεξής αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες τους τα Ειδικά Κέντρα Υγείας και τα Ειδικά Περιφερειακά Ιατρεία τα οποία έχουν συσταθεί ως αποκεντρωμένες μονάδες των Νοσοκομείων του ΕΣΥ. Ομοίως μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των οικείων Δ.Υ.Πε. και αποτελούν εφεξής αποκεντρωμένες μονάδες τους: α) τα Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία και τα Περιφερειακά Ιατρεία, τα οποία έχουν συσταθεί ως αποκεντρωμένες μονάδες Νοσοκομείων του ΕΣΥ και β) οι αποκεντρωμένες μονάδες (Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία, Περιφερειακά Ιατρεία, Ειδικά Περιφερειακά Ιατρεία) οι οποίες έχουν συσταθεί ως αποκεντρωμένες μονάδες των Γενικών Νοσοκομείων – Κέντρων Υγείας και στην παράγραφο 3 ότι «Οι Μονάδες παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε. ως αποκεντρωμένες μονάδες τους, εξαιρουμένων των Φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τα οποία παραμένουν και λειτουργούν στον Οργανισμό. Επίσης, με το άρθρο 16 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Διαθεσιμότητα Υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ» (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ – ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ/ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ Ε.Ο.Π.Υ.Υ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΣΩΠΙΚΟΥ), ορίστηκε ότι «1. Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτηση τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές από τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και για το χρονικό διάστημα που αυτή διαρκεί προσδιορίζονται στο 75% των αποδοχών αυτού. 2. Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 1, τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας δεκαπέντε (15) ημερών όσοι εκ των ανωτέρω περιγραφομένων υπαλλήλων εμπίπτουν στις ακόλουθες κοινωνικές κατηγορίες: α) Υπάλληλος που τελεί σε αναπηρία, σε ποσοστό 67% και άνω. β) Πολύτεκνος, κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του ν. 1910/1944 (Α` 229), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3454/2006 (Α` 75), εφόσον τα τέκνα αυτού συνοικούν με αυτόν και ανήκουν στην κατηγορία των εξαρτώμενων μελών, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., όπως αυτός ισχύει σήμερα, γ) Υπάλληλος του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τέκνο τελεί σε αναπηρία, σε ποσοστό 67% και άνω και ανήκει στην κατηγορία των εξαρτώμενων μελών, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., όπως αυτός ισχύει σήμερα και του οποίου το ετήσιο συνολικό εισόδημα του εξαρτώμενου δεν ξεπερνά τις 12.000 ευρώ, δ) Υπάλληλος, ο οποίος δυνάμει νόμου ή δικαστικής αποφάσεως, ασκεί, κατ’ αποκλειστικότητα, τη γονική μέριμνα τέκνου, συνοικεί με αυτό και αυτό ανήκει στην κατηγορία των εξαρτώμενων μελών, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., όπως αυτός ισχύει σήμερα, εφόσον το συνολικό ετήσιο εισόδημα του εξαρτώμενου τέκνου δεν ξεπερνά τις 12.000 ευρώ, ε) Υπάλληλος, ο οποίος έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, δυνάμει δικαστικής απόφασης, συνοικεί με τον συμπαραστατούμενο και το συνολικό ετήσιο εισόδημα του συμπαραστατούμενου δεν ξεπερνά τις 12.000 ευρώ, στ) Υπάλληλος, του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος τίθεται, δυνάμει του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Με κοινή αίτηση των συζύγων προς την υπηρεσία προέλευσης τους δηλώνεται η προτίμηση υπαγωγής στις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου υπέρ του ενός εκ των δύο συζύγων, ζ) Υπάλληλος, του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος τελεί ήδη σε καθεστώς διαθεσιμότητας ή έχει απολυθεί, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 90 του ν. 4172/2013. Το γεγονός αυτό, κοινοποιείται προς την υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου που πρόκειται να τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με ευθύνη του και προκειμένου αυτός να υπαχθεί στις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου, η) Οι υπηρετούντες σε υπηρεσίες, οι οποίες εδρεύουν σε περιοχές εντός των ορίων του Νομού Κεφαλληνίας, οι οποίες έχουν κηρυχθεί σεισμόπληκτες. 3. Οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του Φορέα προέλευσης». Τέλος, με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι «1. Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/ μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/ οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. 2. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. 3. Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/ μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. 4. Οι πράξεις μετάταξης/μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής». Από τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4238/2014 προκύπτει ότι οι ιατροί των πρώην Κλάδων Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μεταξύ των οποίων και αυτοί που συνδέονταν με το τελευταίο με ειδικές συμβάσεις του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972 (όπως αναλυτικά εκτέθηκε στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη), που μεταφέρθηκαν αυτοδικαίως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 του Ν. 3918/2011, στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, τίθενται αυτοδικαίως σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχουν και μεταφέρονται πλέον, άμεσα και αυτοδίκαια, εφόσον το επιθυμούν και προβούν, επιπλέον, σε διακοπή της άσκησης της ιατρικής ως ελευθέριου επαγγέλματος, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήνονται για το σκοπό αυτό στις δημόσιες δομές παροχής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ) του Π.Ε.Δ.Υ και συγκεκριμένα στις Δ.Υ.Πε. Τούτο έλαβε χώρα προς το σκοπό διαμόρφωσης, κατ’ επιλογή του νομοθέτη, χάριν του δημοσίου συμφέροντος και στα πλαίσια υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για τη δημόσια υγεία (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος), ενιαίου συστήματος ορθολογικής, αποτελεσματικής και διαρκούς παροχής Π.Φ.Υ, με τη σύσταση εντός του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ) ενός καθολικού, ενιαίου και αποκεντρωμένου Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ), που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.) της Χώρας, οπότε, κατά λογική ακολουθία, θα έπρεπε πλέον όλοι οι απασχολούμενοι ιατροί να τελούν υπό ακριβώς όμοιο, νομικό και πραγματικό καθεστώς των ιατρικών τους υπηρεσιών, αφού όλοι θα απασχολούνταν σε οργανικές θέσεις, οι οποίες, μάλιστα, αν δεν υπήρχαν θα συστήνονταν προς το σκοπό αυτό. Ο ανωτέρω σκοπός, αποβλέποντας στην καλλίτερη και αποδοτικότερη διαμόρφωση και οργάνωση ενός ενιαίου συστήματος παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και στον εξορθολογισμό του δικτύου πρωτοβάθμιας περίθαλψης και της αντίστοιχης δημοσιονομικής δαπάνης, αποτελεί άνευ ετέρου σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Για την επίτευξή του, συνεπώς, είναι αναγκαία αφενός η στελέχωση των δημόσιων δομών παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ με ιατρικό προσωπικό, ενιαία αντιμετωπιζόμενο και απασχολούμενο υπό το ίδιο νομικό και πραγματικό καθεστώς, αφετέρου δε η εξάλειψη οποιοσδήποτε ανισότητας μεταξύ των μελών του ιατρικού προσωπικού. Έτσι, για το λόγο αυτό και ενόψει ότι όλοι πλέον οι ιατροί θα απασχολούνταν σε οργανικές θέσεις εργασίας, οι αυτοδικαίως και άμεσα μεταφερόμενοι από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, προερχόμενοι από τους καταργηθέντες Κλάδους Υγείας του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, θα έπρεπε κατά το Ν. 4238/2014, λόγω και της πρόβλεψης περί κατάληψης οργανικών θέσεων εργασίας, κατόπιν αίτησής τους, να επιλέξουν είτε την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στο δημόσιο τομέα υγείας υπό καθεστώς όμοιο με αυτό των άλλων υπηρετούντων ιατρών, είτε την άσκηση της ιατρικής ως ελευθέριου επαγγέλματος, που νομίμως ασκούσαν πριν από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, με τη θέσπιση, δηλαδή, ασυμβίβαστου μεταξύ άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος και αποκλειστικής απασχόλησης στις δημόσιες δομές υγείας. Περαιτέρω, οι υπόψη ρυθμίσεις για τη μεταφορά/μετάταξη σε οργανικές θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήνονται για το σκοπό αυτό στις δημόσιες δομές Π.Φ.Υ του Π.Ε.Δ.Υ και των απασχολούμενων αρχικά στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ακολούθως στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ ιατρών με συμβάσεις του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, μετά την υποβολή αίτησης εντός της σύντομης προθεσμίας των επτά (7) εργάσιμων ημερών από την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης για τη θέση τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και η ανάληψη υπηρεσίας με απαιτούμενη πλέον διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος που νομίμως μπορούσαν πριν να ασκούν, ναι μεν επέφεραν ανατροπή της προηγηθείσας κατάστασης, πλην όμως, παρίστανται πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη δημοσίου συμφέροντος σκοπού που προαναφέρθηκε και υπαγορεύθηκαν από τη μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, αλλά και από επιτακτικούς δημοσιονομικούς λόγους, αφού με τα σύγχρονα δεδομένα δεν δικαιολογείται η διατήρηση διαφορετικών εργασιακών καθεστώτων στο χώρο της δημόσιας υγείας. Συνεπώς, στα πλαίσια του επιτρεπόμενου δικαστικού ελέγχου της τήρησης των αρχών της προσφορότητας και αναλογικότητας, οι διαρθρωτικές αυτές μεταρρυθμίσεις, δεν είναι προδήλως απρόσφορες και δεν υπερβαίνουν προδήλως το απαραίτητο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Ούτε προσβάλλουν την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία των ιατρών που απασχολούνταν υπό διττό καθεστώς, καθόσον αυτοί είχαν το δικαίωμα επιλογής είτε της συνέχισης του ελευθέριου επαγγέλματος τους και μάλιστα με αύξηση των ωρών απασχόλησής τους και συνακόλουθα αύξηση και των εισοδημάτων τους, είτε της παροχής των ιατρικών τους υπηρεσιών στον τομέα της δημόσιας υγείας με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση σε οργανικές θέσεις εργασίας, μόνον δε η τυχόν μείωση των συνολικών μηνιαίων εισοδημάτων που μέχρι τις επίμαχες ρυθμίσεις αθροιστικώς εσόδευαν από το ελευθέριο επάγγελμα και από την εργασία τους υπό ειδικό καθεστώς, δεν συνιστά παραβίαση των προστατευόμενων από το άρθρο 5 του Συντάγματος ελευθεριών, ενώ, είναι και σύμφωνη, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, επέμβαση σε περιουσιακά αγαθά, που προβλέπεται από το νόμο και δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν προστατεύει την προσδοκία διατήρησης συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης, την οποία ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να μεταβάλει για το μέλλον, ούτε επιβάλλει τη διατήρηση για πάντα του ειδικού καθεστώτος υπό το οποίο πρόσφεραν οι ιατροί τις υπηρεσίες τους στο ΙΚΑ βάσει συμβάσεων του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, ενόψει και της κατά το Σύνταγμα ευρύτατης εξουσίας του νομοθέτη, όσον αφορά την οργάνωση της δημόσιας υγείας που επίσης προστατεύεται συνταγματικά (άρθρο 21 του Συντάγματος), υπό τον όρο ότι τα θεσπιζόμενα μέτρα δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, ομοίως δε η μακρόχρονη διατήρηση ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του, αφού διαφορετικά η δράση του νομοθέτη θα οδηγείτο σε παράλυση (πρβλ. ΕφΘεσ 1175/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

Με την αγωγή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε ανωτέρω, οι εφεσίβλητοι, επικαλέστηκαν ότι ήταν ιατροί των ενταχθέντων από 1.6.2011, με το Ν. 3918/2011, στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ μονάδων υγείας του ΙΚΑ, με το οποίο είχαν συνάψει ειδικές συμβάσεις του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, έχοντας παράλληλα το νόμιμο δικαίωμα (άρθρο 5 του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος) να ασκούν και ελευθέριο ιατρικό επάγγελμα (βλ. τα ήδη αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που παρατίθεται στη θέση I της παρούσας) και ότι, ακολούθως, με το Ν. 4238/2014 (και ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 που παρατέθηκαν στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας απόφασης), αποφασίστηκε η θέση τους σε διαθεσιμότητα με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατείχαν και η μεταφορά τους προς τις Δ.Υ.Πε., ως δημόσιες δομές παροχής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ, σε οργανικές θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήνονται για το σκοπό αυτό, κατόπιν σχετικής αίτησής τους περί αποδοχής της θέσης, ενώ, παράλληλα καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο της άσκησης ελευθέριου ιατρικού επαγγέλματος και της αποκλειστικής απασχόλησης στις ως άνω θέσεις, με αποτέλεσμα να τεθούν αρχικά σε καθεστώς διαθεσιμότητας για ένα μήνα και εντέλει να απολυθούν στις 20.3.2014 επειδή δεν υπέβαλαν την εκ του νόμου απαιτούμενη αίτηση περί αποδοχής της θέσης στο νέο φορέα, προτιμώντας να ασκούν ελευθέριο ιατρικό επάγγελμα. Σε ακολουθία αυτών και ισχυριζόμενοι ότι απασχολήθηκαν στο εκκαλούν ν.π.δ.δ με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθόσον, αφενός με το Ν. 2150/1993, εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ (Ν. 2150/1993), αφετέρου δε, με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Ν. 3232/2004, ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972 που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου», ζήτησαν να τους καταβληθεί από το εκκαλούν (και τους λοιπούς εναγομένους) η αποζημίωση απόλυσης με βάση τις διατάξεις του π.δ 410/1988 και συγκεκριμένα το άρθρο 55 αυτού. Ωστόσο, κατά τα ίδια τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, η σχέση που συνέδεε καθένα εφεσίβλητο με το ΙΚΑ πριν την αυτοδίκαιη μεταφορά και ένταξή τους στο εκκαλούν ν.π.δ.δ με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ)», κατ’ επιταγή του Ν. 3918/2011, αλλά και μετά την, κατά τα ως άνω ένταξή τους, αφού, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, το σύνολο των ιατρών και του προσωπικού των φορέων που συγχωνεύτηκαν υπό τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ συνεχίζουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με την ίδια εργασιακή σχέση, με την ίδια οργανική θέση, τον ίδιο βαθμό, τον ίδιο κλάδο και την ίδια ειδικότητα (άρθρο 26 παρ. 1), οι δε διατάξεις που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη, τις αποδοχές, το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς του προσωπικού που μεταφέρεται εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ένταξή του στον Ε.Ο.Π.ΥΥ (άρθρο 26 παρ. 5), αποτελούσε ειδική σύμβαση, που καταρτίστηκε στα πλαίσια του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, με συνέπεια να μην έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ούτε αυτές του Ν. 2112/1920, ούτε του π.δ 410/1988, και όχι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως αβάσιμα επικαλούνται οι εφεσίβλητοι. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα, υπό στοιχείο I, νομική σκέψη, οι ιατροί που συνδέονταν με το ΙΚΑ βάσει σύμβασης διεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972, όπως εν προκειμένω οι εφεσίβλητοι, συνδέονταν με αυτό με ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω νομοθετικού διατάγματος. Η γενομένη με το άρθρο 18 του Ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση των ιατρών που συνδέονται με το ΙΚΑ με συμβάσεις του άρθρου 10 με τους ιατρούς του ΙΚΑ που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το ΙΚΑ, ούτε μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, ως ψευδοερμηνευτική διάταξη, η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο γ’ Ν. 3232/12.2.2004. Συνεπώς, στις επίδικες ειδικές συμβάσεις που διέπονται από το άρθρο 10 του ν.δ 1204/1972 δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ούτε αυτές του Ν. 2112/1920, ούτε του π.δ 410/1988, που ρυθμίζουν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και θεμελιώνουν την υποχρέωση του εργοδότη, σε περίπτωση καταγγελίας, καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, ή σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, θεμελιώνουν υπέρ του εργαζόμενου, αξίωση αποδοχών υπερημερίας. Επομένως, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η αγωγή είναι μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της και ως εκ του λόγου αυτού απορριπτέα, με την επισημείωση, περαιτέρω, ότι ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων περί ανεφάρμοστου, ως άκυρου και αντίθετου στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, του όρου που περιελήφθη στις ειδικές συμβάσεις τους περί παραίτησής τους από την αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης, δεν μεταβάλλει την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην ένδικη αξίωση, αφού οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνται την αποζημίωση εκ του νόμου λόγω της φύσης της έννομης σχέσης που τους συνέδεε με το εκκαλούν και όχι λόγω της επικαλούμενης παραίτησής τους από αυτήν με συμβατικό όρο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή νόμιμη ως προς την κύρια βάση της και εν συνεχεία βάσιμη κατ’ ουσίαν, δεχόμενο ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονταν με το εκκαλούν με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και ότι λόγω της απόλυσής τους δικαιούνται αποζημίωση με βάση τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υποχρεώνοντας το εκκαλούν και αναγνωρίζοντας ότι είναι υποχρεωμένο να τους καταβάλει για την αιτία αυτή αποζημίωση απόλυσης, αφού προηγουμένως έκρινε και ότι «η έλλειψη κάθε μεταβατικής διάταξης ως προς τη θέσπιση ασυμβίβαστου άσκησης ελεύθερου ιατρικού επαγγέλματος και αποκλειστικής απασχόλησης στο δημόσιο σύστημα υγείας αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη αλλά και στο δικαίωμα για προστασία της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας και της προστασίας της περιουσίας», πλην όμως εκ περισσού, αφού η κρίση αυτή ουδόλως συνδέεται με το αίτημα της αγωγής για αποζημίωση απόλυσης που οι εφεσίβλητοι θεμελίωναν στο π.δ 410/1988 επικαλούμενοι ότι συνδέονταν με το εκκαλούν ν.π.δ.δ με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προσέτι δε και εσφαλμένα σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Συνακόλουθα, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά και κατ’ αποδοχή του τρίτου λόγου της ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το εκκαλούν, αναγκαστικά και ως προς τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης, αφού μετά την εξαφάνιση, είτε ολικά είτε μερικά, της εκκαλουμένης και την κρίση του Εφετείου οριστικά επί της υπόθεσης, εξαφανίζεται και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της πρωτόδικης απόφασης, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων (ΑΠ 192/2008, ΕφΘεσ 1175/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί η αγωγή και ν’ απορριφθεί αυτή ως προς το πρώτο εναγόμενο, ως μη νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της. Ακολούθως, πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την μη εξετασθείσα πρωτοδίκως επικουρική βάση της σε σχέση με το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την κατά τα ως άνω εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την κύρια βάση, υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως. Και τούτο διότι από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου έφεσης ως βάσιμου, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και, αν η ουσία της υπόθεσης ερευνήθηκε στον πρώτο βαθμό, κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα και επομένως, αν κρίνεται αγωγή το αίτημα της οποίας στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή έχει και επικουρικό αίτημα, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις και αιτήματα, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Έτσι, αν έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την πρώτη σωρευόμενη βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς τις λοιπές σωρευόμενες βάσεις ή σωρευόμενα αιτήματα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την πρώτη βάση της ή το πρώτο αίτημα, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα των λοιπών σωρευόμενων βάσεων και αιτημάτων. Η έρευνα των μη εξετασθέντων πρωτοδίκως σωρευόμενων βάσεων ή αιτημάτων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, γιατί τούτο υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Με την έρευνα των βάσεων και αιτημάτων της αγωγής που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της μη υπέρβασης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε Εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ερευνά την μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση ή αίτημα της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δυσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (βλ. ΑΠ 1140/2000 ΕλλΔνη 2001.1280, ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔνη 2000.737, ΑΠ 1360/1997, ΕλλΔνη 1998.1542, ΕφΠατρ 116/2018, ΕφΘεσ 502/2018 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 946 επ., Νίκα, Ένδικα μέσα, έκδ. 2007, σελ. 205, παρ. 24). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες επικουρικά, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής σε περίπτωση που κριθούν άκυρες οι επικαλούμενες συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ζήτησαν να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να τους καταβάλει (με τους λοιπούς εναγομένους), ως αποζημίωση απόλυσης, τα ίδια ποσά που ζήτησαν με την κύρια βάση της αγωγής, ισχυριζόμενοι ότι κατά τα ποσά αυτά το πρώτο εναγόμενο κατέστη πλουσιότερο σε βάρος τους χωρίς νόμιμη αιτία, με αντίστοιχη ωφέλειά του, αφού θα τα κατέβαλε σε οποιονδήποτε είχε απασχολήσει υπό τις αυτές συνθήκες στη θέση τους. Ωστόσο και η επικουρική αυτή βάση της αγωγής κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι, κατά τα ίδια τα εκτεθέντα στο δικόγραφο, πρόκειται για ειδικές συμβάσεις εργασίας που καταρτίστηκαν βάσει του άρθρου 10 του ν.δ 1204/1972 και όχι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (βλ. όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη) και, συνεπώς, ακόμη και σε περίπτωση ακυρότητάς τους, δεν θα συνιστούσαν απλή σχέση εργασίας ώστε να οφείλεται αποζημίωση απόλυσης.

 

Μετά ταύτα, κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ και για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει και το μη εξετασθέν πρωτοδίκως επικουρικό, σε σχέση με το κύριο αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, να καταβάλει στους ενάγοντες αποζημίωση, συνιστάμενη στους απολεσθέντες για τον καθένα μισθούς τριών (3) ετών, το οποίο σαφώς διατυπώνεται, έστω και εάν δεν περιέχεται στο αιτητικό της αγωγής, αφού το αίτημα δεν είναι απαραίτητο να υποβάλλεται με πανηγυρικό τρόπο και αρκεί να περιέχεται οπουδήποτε στο δικόγραφο (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 216, αρ. 9, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 216, αρ. 7 και 22). Προς θεμελίωση του εν λόγω αιτήματος οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ως πραγματικά περιστατικά ότι, χάριν της αναδιάταξης της δημόσιας υγείας και της δημιουργίας του νέου θεσμού του Π.Ε.Δ.Υ, η επαγγελματική τους κατηγορία, σε αντίθεση με τους διοικητικούς υπαλλήλους και το νοσηλευτικό προσωπικό του ΙΚΑ, υπέστη μεγίστη βλάβη και φέρει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της αναδιάταξης του νέου θεσμού, αφού μόνο αυτοί κλήθηκαν να ανατρέψουν την υπηρεσιακή τους σταδιοδρομία, συνακόλουθα και την προσωπική και οικονομική τους ζωή, που διαμορφώθηκε με βάση ένα καθεστώς το οποίο τους επέτρεπε να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο, σε οποιαδήποτε δε επιλογή και εάν προέβαιναν θα οδηγούσε σε ματαίωση της σταδιοδρομίας τους, όπως την επέτρεψε και την καλλιέργησε ο νομοθέτης επί σαράντα έτη, ενώ, η έλλειψη πρόβλεψης μεταβατικής ρύθμισης και η ελάχιστη προθεσμία που τέθηκε για την επιλογή της αποδοχής καθιστούσε αδύνατη τη διακοπή λειτουργίας των ιατρείων τους και τη ρευστοποίηση του εξοπλισμού τους, με συνέπεια να παραβιάζεται και η συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων στα δημόσια βάρη. Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά η αγωγή, καθ’ ο μέρος αφορά το πρώτο εναγόμενο είναι αόριστη και εκ του λόγου αυτού απορριπτέα, καθόσον δεν γίνεται επίκληση των αναγκαίων στοιχείων για τη θεμελίωση της ευθύνης ν.π.δ.δ προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Ειδικότερα, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος», στο δε άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».

 

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενεργείας οργάνων του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, ζημία, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας, οι ως άνω δε προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (βλ. ΣτΕ 842/2019, ΣτΕ 2668/2015, ΣτΕ 2187/2015, ΣτΕ 1826/2014, ΣτΕ 1632/2014, ΣτΕ 809/2012, ΣτΕ 750/2011, ΣτΕ 1828/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι ενάγοντες ουδόλως αναφέρουν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του πρώτου εναγόμενου ν.π.δ.δ κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτό δημόσιας εξουσίας από τις οποίες προκλήθηκε η επικαλούμενη ζημία τους, ενώ, αν ήθελε εκτιμηθεί ότι ως παρανομία ισχυρίζονται την αντίθεση του Ν. 4238/2014 σε υπερκείμενους κανόνες δικαίου, αυτή θα αφορούσε μόνο το τρίτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο [ευθύνη του Δημοσίου μπορεί να προκύψει και όταν η νομοθέτηση είναι αντίθετη σε συνταγματικές και υπερσυνταγματικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 6/2001 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)], ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως και δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη (η εκκαλουμένη δεν προσβλήθηκε με έφεση ως προς την απορριπτική αυτή διάταξη από τους αντιστοίχως ηττηθέντες ενάγοντες), με την επισημείωση, πάντως και σε κάθε περίπτωση, ότι οι διατάξεις του Ν. 4238/2014 και δη των άρθρων 16 και 17, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας, δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ούτε βέβαια της ισότητας των Ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη και δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, κατά τα άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 18.11.2016 (Ειδικός Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου …/18.11.2016) έφεση κατά της 355/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση ως προς το εκκαλούν.

 

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 18.9.2014 (Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου  …/19.9.2014) αγωγή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στο σύνολό τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 21 Ιανουαρίου 2020, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι.

 

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ThanasisΜονομελές Εφετείο Αθηνών 429/2020