Συνταξιοδοτικό δικαίωμα – Αντισυνταγματικότητα στέρησης συνταξιοδοτικού δικαιώματος εργαζομένου Δ.Ε.Η. σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του -. Η θεσπισθείσα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 στέρηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του για ορισμένα αδικήματα αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σχετικά με την προστασία του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και την αρχή της αναλογικότητας (Διατυπώθηκε ειδικότερη γνώμη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή κατ` άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος η επέμβαση του νομοθέτη στην ασφαλιστική σχέση Ταμείου με τους ασφαλισμένους του και η ρύθμισή της με δυσμενέστερους κανόνες ως προς ορισμένους ασφαλισμένους για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που ανάγονται στην προστασία της περιουσίας του Ταμείου από ποινικώς κολάσιμες πράξεις, οι οποίες συνεπάγονται μείωση αυτής, όπως οι προβλεπόμενες στην επίμαχη διάταξη, επί τη βάσει τιθέμενων στο νόμο συγκεκριμένων κριτηρίων τα οποία στοιχούν, ιδίως, προς τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης.
Η ανωτέρω επέμβαση, η οποία είναι δυνατόν να συνίσταται σε μείωση ή στέρηση των ασφαλιστικών παροχών, δεν συνιστά μη δικαιολογημένη δυσμενή διάκριση για τον θιγόμενο. Η δυνατότητα, όμως, του νομοθέτη να επεμβαίνει στην ασφαλιστική σχέση οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι παρόλον ότι τελεί σε συνάφεια προς τον ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφού αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας της Δ.Ε.Η., προβλέπει τη με αυτόματο τρόπο πλήρη στέρηση της συνταξιοδοτικής παροχής για αόριστο χρονικό διάστημα, μέτρο το οποίο λόγω της έκτασης και της διάρκειας των συνεπειών του υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο εν όψει του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, καταλήγει δε να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση).
Αριθμός 996/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Μαΐου 2021, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Μ. Καραμανώφ, Μ. Πικραμένος, Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Ηλ. Μάζος, Ι. Σύμπλης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Β. Ανδρουλάκης, Ε. Σκούρα, Κ. Μαρίνου, Σύμβουλοι, Χρ. Παπανικολάου, Κ. Κατρά, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Σύμπλης και Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, καθώς και η Πάρεδρος Γ. Φλίγγου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 14 Μαΐου 2009 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγίου Κωνσταντίνου 8), ο οποίος παρέστη με την Στελιανή Κουστουμπάρδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά του ., κατοίκου Αγρινίου (.), ο οποίος δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 2364/2020 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Φορέας επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 178/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Κ. Κονιδιτσιώτου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 178/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) κατά της 6247/2008 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. και ασφαλισμένου στον οικείο φορέα, ακυρώθηκε η ./7.6.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να κριθεί εκ νέου το αίτημά του να λάβει κύρια σύνταξη, επικουρικό μέρισμα και εφ’ άπαξ βοήθημα. Με την ως άνω απόφαση του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. απορρίφθηκε ένσταση του ανωτέρω κατά της ./18.11.2004 απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης, Συντάξεων και Πρόνοιας του Οργανισμού αυτού, με την οποία, λόγω της καταδίκης του για υπεξαίρεση σε βάρος της Δ.Ε.Η., είχε απορριφθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966, αίτησή του για χορήγηση των ως άνω παροχών κοινωνικής ασφάλισης.
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της 2364/2020 απόφασης της επταμελούς συνθέσεως του Α’ Τμήματος. Με την απόφαση αυτή – αφού ελήφθη υπόψη ότι με τον ν. 3655/2008 (Α’ 58, άρθρα 3 παρ. 1, 2 και 6, 70 παρ. 1-3 περ. Α και 83 παρ. 1 και 2) ο κλάδος κύριας σύνταξης του Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η. είχε ενταχθεί στον κλάδο κύριας σύνταξης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., ενώ οι κλάδοι επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος του ως άνω Οργανισμού είχαν ενταχθεί στους οικείους κλάδους του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., οι ασφαλιστικοί δε αυτοί φορείς (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) είχαν καταστεί, αντιστοίχως, από 1.10.2008 οιονεί καθολικοί διάδοχοι των οικείων κλάδων – απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος της που αφορά τη χορήγηση επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος. Κατά το δε μέρος της, που αφορά τη χορήγηση κύριας σύνταξης γήρατος, για το οποίο κρίθηκε ότι νομιμοποιείται το Ίδρυμα για την άσκησή της, η υπόθεση παραπέμφθηκε με την ως άνω απόφαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, για την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966, με την οποία προβλέπεται η στέρηση των οικείων παροχών κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση ποινικής καταδίκης εργαζόμενου της Δ.Ε.Η.
3. Επειδή, νομίμως παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ως αναιρεσείων ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως μετονομάστηκε (άρθρο 51Α του ν. 4387/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020, Α’ 43) ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, καθολικός διάδοχος από 1.1.2017 του αναιρεσείοντος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρα 51, 53 και 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016, Α’ 85).
4. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1), στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει . να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας…». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 5 κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η έναντι καταβολής εισφοράς προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών, και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως εκδηλώνεται -όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας- η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (Σ.τ.Ε. 2287-90/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει όμως ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, ο συντακτικός νομοθέτης ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της παρεχόμενης ασφαλιστικής προστασίας με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ο κοινός νομοθέτης δε κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων. Η εξουσία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (Σ.τ.Ε. 1880, 1882/2019 Ολομ., 2197-2200/2010 Ολομ. κ.ά.). Σε κάθε δε περίπτωση ο νομοθέτης δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, τη χορήγηση, δηλαδή, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στον ασφαλισμένο παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες από αυτόν εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισής του και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου, οι παροχές δε αυτές τελούν πάντοτε υπό την εγγύηση του Κράτους (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ.).
5. Επειδή, στο ν. 4491/1966 «Περί Ασφαλίσεως του Προσωπικού της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού» (Α’ 1) ορίζονται τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 ότι «1. Η Δημόσια Επιχείρησις Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνικήν ασφάλισιν του προσωπικού της, διεπομένην υπό των διατάξεων του παρόντος. 2. … » και στο άρθρο 3 με τίτλο «Περιεχόμενον ασφαλίσεως» ότι «Η δια του παρόντος θεσπιζομένη ασφάλισις περιλαμβάνει τους ακολούθους Κλάδους: α) Τον Κλάδον Συντάξεως β) Τον Κλάδον Υγείας γ) Τον Κλάδον Πρόνοιας-Αντιλήψεως». Στο άρθρο 8 του Κεφαλαίου Β’ («Κλάδος Συντάξεως») του νόμου, με τίτλο του άρθρου «Σύνταξις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου», ορίζεται ότι «1. Ο ησφαλισμένος παρά τη ΔΕΗ δικαιούται εξ αυτής συντάξεως: α) Μετά 25 ετών ασφάλισιν εφ’ όσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του. β) Μετά 20 ετών ασφάλισιν εφόσον έχει συμπληρώσει το 60ον έτος της ηλικίας του. γ) …». Στην παρ. 4 του άρθρου 13 με τίτλο «Απώλεια δικαιώματος εις σύνταξιν», όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι «Το δικαίωμα εις σύνταξιν απόλλυται εάν ο δικαιούχος καταδικασθή εις εγκληματικήν ποινήν επί κλοπή, υπεξαιρέσει, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, εφ’ όσον τα αδικήματα ταύτα στρέφονται κατά της ΔΕΗ ή του Ελληνικού Δημοσίου. Παρεχομένης χάριτος μετ’ άρσεως συνεπειών ή επερχομένης αποκαταστάσεως το δικαίωμα εις σύνταξιν ανακτάται από της πρώτης του επομένου μηνός εκείνου καθ’ όν ήρθησαν αι συνέπειαι ή εγένετο η αποκατάστασις. Εφ’ όσον υπάρχουν πρόσωπα, άτινα εν περιπτώσει θανάτου του δικαιούχου θα ελάμβανον σύνταξιν, ταύτα δικαιούνται κατά το χρονικόν διάστημα, καθ’ ο δεν δύναται να ασκηθή υπ’ αυτού το εις σύνταξιν δικαίωμα, να τύχουν συντάξεως, ως εάν ο καταδικασθείς είχεν αποβιώσει». Στο άρθρο 14 του Κεφαλαίου Γ’ («Κλάδος Υγείας») του ίδιου νόμου, με τίτλο «Δικαιούχοι Υγειονομικής Περιθάλψεως», ορίζεται ότι «1. Υγειονομική Περίθαλψις παρέχεται εις τον ησφαλισμένον και τον συνταξιούχον… 2. Η υγειονομική περίθαλψις παρέχεται εφ’ όσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν του εξαμήνου, αφ’ ης ο ασθενής απώλεσε την ιδιότητα του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου…». Στο δε Κεφάλαιο Δ’ («Κλάδος Πρόνοιας-Αντιλήψεως») και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 25 του ανωτέρω νόμου με τίτλο «Εφ’ άπαξ βοήθημα», όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 263/1990 (Α’ 1), ορίζεται ότι «1. Στους ασφαλισμένους οι οποίοι εξέρχονται από την υπηρεσία της ΔΕΗ, τους δικαιουμένους σύνταξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 4491/1966, . ως και τους μη δικαιουμένους σύνταξης, εφόσον οι τελευταίοι συμπλήρωσαν 15ετή τουλάχιστον ασφάλιση, από την οποία τουλάχιστον 10ετή πραγματική υπηρεσία στη ΔΕΗ, καταβάλλεται εφάπαξ βοήθημα.». Σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, η διάταξη του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 ρυθμίζει «κατά τα γενικώς κρατούντα», μεταξύ άλλων, το ζήτημα της απώλειας του δικαιώματος σε σύνταξη. Κατά το χρόνο δε θεσπίσεως της εν λόγω ρύθμισης του ν. 4491/1966 συναφείς διατάξεις περί απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση ποινικής καταδίκης για ορισμένα αδικήματα προβλέπονταν, κατά βάση, στον α.ν. 1854/1951 (Α’ 182) «περί απονομής πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων» (άρθρο 62 παρ. 1 β’) και το ν. 1974/1952 (Α’ 3) «περί απονομής συντάξεων εις τους υπαλλήλους των Δήμων και Κοινοτήτων» (άρθρο 27). Εξάλλου, στο άρθρο 56 του ν. 2084/1992 (Α’ 165, το οποίο κατά το άρθρο 58 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σε οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης) ορίζεται ότι «1. Στον ασφαλισμένο σε κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας απονέμεται εφάπαξ βοήθημα, εφόσον έτυχε κύριας σύνταξης λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας από οποιονδήποτε φορέα και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις του οικείου ταμείου… 2. Στους μη δικαιούμενους εφάπαξ βοηθήματος επιστρέφονται οι εισφορές.». Τέλος, στο άρθρο 4 του π.δ. 245/1975 (Α’ 69) «Περί συγκροτήσεως και λειτουργίας της Επικουρικής Ασφαλίσεως του Προσωπικού της ΔΕΗ», με τίτλο του άρθρου «Επικουρικόν μέρισμα», ορίζεται ότι «1. Οι παρά της ΔΕΗ επικουρικώς ησφαλισμένοι δικαιούνται τακτικού μηνιαίου μερίσματος, εφ’ όσον τύχουν οριστικής συνταξιοδοτήσεως εξ αυτής… Αι διατάξεις των άρθρων 13 και 29 του Νόμου 4491/1966, καθ’ ο μέρος αφορούν αύται εις την σύνταξιν, εφαρμόζονται και επί του επικουρικού μερίσματος». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση ποινικής καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. «εις εγκληματικήν ποινήν» (δηλαδή σε ποινή κάθειρξης, κατά την ορολογία του εφαρμοστέου εν προκειμένω Ποινικού Κώδικα, π.δ. 283/1985, άρθρο 52, Α’ 106, ήτοι ποινή στερητική της ελευθερίας από 5 έτη και άνω, πρβ. Σ.τ.Ε. 1047/1974) για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, η πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ως επακόλουθο δε αυτής η πλήρης και οριστική απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, η στέρηση του δικαιώματος σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφ’ άπαξ βοήθημα (με επιστροφή στην τελευταία αυτή περίπτωση των καταβληθεισών εισφορών). Σκοπός της εν λόγω διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, όπως συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση, είναι, σε αντιστοιχία με ανάλογες ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά το χρόνο θέσπισής της για τους δημοσίους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους καθώς και για τους δημοτικούς και κοινοτικούς υπαλλήλους, η αποτροπή των εργαζομένων στη δημόσια αυτή επιχείρηση από τη διάπραξη των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, όταν στρέφονται είτε σε βάρος της, εν όψει της κοινωφελούς αποστολής της -δευτερευόντως δε της λειτουργίας της Δ.Ε.Η., κατά τα οριζόμενα στο ίδιο νομοθέτημα, και ως ασφαλιστικού φορέα για το προσωπικό της- είτε σε βάρος του Δημοσίου. Τούτο δε, διότι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οι συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας, στρεφόμενες κατά της Δ.Ε.Η. ή του Δημοσίου από τους ανωτέρω εργαζόμενους της Δ.Ε.Η. θέτουν σε κίνδυνο την περιουσία και την εν γένει εύρυθμη λειτουργία αυτών. 6. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 προβλέφθηκαν δυσμενέστεροι όροι για τη χορήγηση παροχών κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση ποινικής καταδίκης για συγκεκριμένα αδικήματα εργαζομένου στη δημόσια επιχείρηση της Δ.Ε.Η. εν σχέσει προς τα γενικώς ισχύοντα για τους λοιπούς ασφαλισμένους, με σκοπό, κατά τα προεκτεθέντα, την αποτροπή τέλεσής τους σε βάρος της δημόσιας επιχείρησης ή του Δημοσίου, χάριν προστασίας της περιουσίας και της εν γένει εύρυθμης λειτουργίας αυτών. Κατά την έννοια, όμως, των συνταγματικών διατάξεων που παρατίθενται στη σκέψη 4, ιδίως δε του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ερμηνευομένου εν όψει και της αρχής της ισότητας, δεν δύναται, κατ’ αρχήν, η κατά τα ανωτέρω ποινική καταδίκη εργαζομένου της Δ.Ε.Η. να αποτελέσει πρόσφορο κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμενο να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών. Τούτο δε διότι η σχετική ρύθμιση δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης, η οποία έχει ως αποστολή κατά το Σύνταγμα την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Πέραν τούτου, σχετική νομοθετική πρόβλεψη, στέρησης ή περιορισμού των παροχών κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση κατά τα ανωτέρω ποινικής καταδίκης, δεν παρίσταται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, για την πραγμάτωση του οποίου κατάλληλα και επαρκή μέτρα προβλέπονται ήδη στη νομοθεσία (πέραν των κανόνων του ποινικού δικαίου, ιδίως, στο πειθαρχικό δίκαιο), με αποτέλεσμα να υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό (πρβ. και Ελ. Συν. 1503/2020 σκ. II Γ, 6456/2015 Ολομ. σκ. 5, βλ. και Ελ. Συν. 1200/2018 σκ. IV). Με τα δεδομένα αυτά, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδας και απόφαση της 20.6.2002 Αζίνας κατά Κύπρου, πρβ. Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. κ.ά.). Οι Αντιπρόεδροι Μ. Πικραμένος και Γ. Τσιμέκας και οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου και Ηλ. Μάζος διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη, στην οποία προσχώρησε και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου: Από τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία ανάγει, κατά τα ανωτέρω, τη μέριμνα για την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης σε σκοπό του Κράτους, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ανέθεσε την εξειδίκευση της ασφαλιστικής προστασίας που παρέχεται με τη διάταξη αυτή, ανάλογα με τις περιστάσεις, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του ανωτέρω σκοπού έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές ή υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις (ΣτΕ 2287-90/2015 Ολομ., 1010/2019 επτ., 960/2017 επτ.). Είναι, επομένως, δυνατή η επέμβαση του νομοθέτη στην ασφαλιστική σχέση Ταμείου με τους ασφαλισμένους του και η ρύθμισή της με δυσμενέστερους κανόνες ως προς ορισμένους ασφαλισμένους εν σχέσει προς τα ισχύοντα γενικώς για τους λοιπούς, για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην προστασία της περιουσίας του Ταμείου από ποινικώς κολάσιμες πράξεις οι οποίες συνεπάγονται μείωση αυτής, όπως οι προβλεπόμενες στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966 (κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κ.λπ.), επί τη βάσει τιθέμενων στο νόμο συγκεκριμένων κριτηρίων τα οποία στοιχούν, ιδίως, προς τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 14.6.2016 Φιλίππου κατά Κύπρου, σκ. 68, 70 και 71 και απόφαση της 18.10.2005 Banfield κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. σκ. 6). Η ανωτέρω επέμβαση, η οποία δυνατόν να συνίσταται σε μείωση ή στέρηση των ασφαλιστικών παροχών, δεν συνιστά μη δικαιολογημένη δυσμενή διάκριση για τον θιγόμενο ασφαλισμένο, αφού ο τελευταίος, σε αντίθεση με τους λοιπούς ασφαλισμένους, βαρύνεται με την τέλεση ποινικώς κολάσιμης πράξης που επιφέρει μείωση της περιουσίας του Ταμείου, στις περιπτώσεις, όμως, αυτές η δυνατότητα του νομοθέτη να επεμβαίνει στην ασφαλιστική σχέση οριοθετείται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να τελεί σε συνάφεια προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξή του. Με τα δεδομένα αυτά, κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 αντίκειται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας, διότι, παρόλον ότι τελεί σε συνάφεια προς τον επιδιωκόμενο κατά τα ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφού αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας της Δ.Ε.Η., προβλέπει την με αυτόματο τρόπο πλήρη στέρηση της συνταξιοδοτικής παροχής για αόριστο χρονικό διάστημα, μέτρο το οποίο λόγω της έκτασης και της διάρκειας των συνεπειών του υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο εν όψει του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, καταλήγει δε να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και να θέτει σε διακινδύνευση κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου το δικαίωμα του ασφαλισμένου να διαβιώνει με αξιοπρέπεια (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδας και απόφαση της 20.6.2002 Αζίνας κατά Κύπρου, πρβ. Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. κ.ά.).
7. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς λαμβάνονται υπ’ όψιν κατ’ αναίρεση, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε στη Δ.Ε.Η. και ασφαλίστηκε στον οικείο φορέα με συνολικό χρόνο ασφάλισης 21 έτη, 10 μήνες και 19 ημέρες. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω απασχολήθηκε στην ως άνω δημόσια επιχείρηση από 1.10.1969 έως 1.11.1991, οπότε του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης λόγω υπεξαίρεσης που διέπραξε σε βάρος της Δ.Ε.Η., για το αδίκημα δε αυτό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με την 1264/6.10.1999 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Εξάλλου, ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. 665 ημέρες εργασίας από το έτος 1966 έως το έτος 1969, 143 ημέρες εργασίας κατά το έτος 1992 και 1678 ημέρες εργασίας από το έτος 1996 έως το έτος 2003. Η Σ. /25.7.2003 αίτησή του προς το Τοπικό Υποκατάστημα Αγρινίου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., με την οποία ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω γήρατος, απορρίφθηκε με την ./11.3.2004 απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Συντάξεων, με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος δεν είχε συμπληρώσει το απαιτούμενο από τις διατάξεις όριο ηλικίας (65° έτος), διαβιβάσθηκε δε ο φάκελος του αναιρεσιβλήτου σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης στον Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. ως προηγούμενο ασφαλιστικό φορέα, προκειμένου να κριθεί το ως άνω αίτημα. Ακολούθως, ο αναιρεσίβλητος υπέβαλε στον Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. την ./7.4.2004 αίτηση για χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος, επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την ./18.11.2004 απόφαση του Διευθυντή Ασφαλίσεως-Συντάξεων και Πρόνοιας του Οργανισμού, με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος, αν και συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του νόμου για τη χορήγηση σύνταξης, απώλεσε το δικαίωμά του αυτό σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 λόγω της ποινικής καταδίκης του για υπεξαίρεση σε βάρος της Δ.Ε.Η. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την 1615/26.1.2005 ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την 376/22/7.6.2006 απόφαση του Δ.Σ. του Οργανισμού με την ίδια αιτιολογία. Κατά της τελευταίας απόφασης ο ασφαλισμένος άσκησε προσφυγή, ισχυριζόμενος ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 είναι αντίθετη με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθώς η στέρηση των επίμαχων συνταξιοδοτικών παροχών συνιστά δυσανάλογα επαχθές μέτρο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από το νόμο σκοπό, περιάγει δε τον ίδιο σε κατάσταση ένδειας, θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του και τον οδηγεί σε κοινωνική περιθωριοποίηση, αφού δεν διαθέτει άλλους οικονομικούς πόρους. Προέβαλε, συναφώς, ότι η επίμαχη ρύθμιση πάσχει και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν συναρτάται με την ίδια την ασφαλιστική σχέση, αλλά συνδέεται με το διαφορετικό ζήτημα της διάπραξης ποινικώς κολάσιμων πράξεων. Υποστήριξε, επίσης, ότι η διάταξη αυτή προσκρούει και στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., προέβαλε δε με το υπόμνημά του ότι με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρίσιμη διάταξη παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματός του για κοινωνική ασφάλιση. Ο καθ’ ου στρεφόταν η προσφυγή Οργανισμός (Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο υπηρετεί η επίμαχη διάταξη, με την οποία λαμβάνονται μέτρα «τόσο κατασταλτικά όσο και προληπτικά», αφορά την προστασία της Δ.Ε.Η. ως εργοδότη και ως ασφαλιστικού φορέα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη είναι αντίθετη στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε την./7.6.2006 απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. και ανέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να κρίνει εκ νέου το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για τη χορήγηση κύριας σύνταξης γήρατος, επικουρικού μερίσματος καθώς και εφ’ άπαξ βοηθήματος. Με την έφεσή του το ήδη αναιρεσείον Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (στο οποίο, κατά τα ήδη εκτεθέντα, είχε εν τω μεταξύ ενταχθεί με τον ν. 3655/2008 ο κλάδος κύριας σύνταξης του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον της παροχής από τα κρατικά όργανα υπηρεσιών προς τους πολίτες, δικαιολογείται από την ειδική κυριαρχική σχέση του υπαλλήλου δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας, είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, στοχεύει στο να αποθαρρύνονται οι υπάλληλοι του Δημοσίου από τη διάπραξη συναφών εγκλημάτων, παράλληλα δε συνάπτεται με το συνταξιοδοτικό καθεστώς του υπαλλήλου, υπό την έννοια ότι, αν δεν εφαρμοζόταν το μέτρο αυτό, θα ματαιωνόταν η πειθαρχική ποινή της απόλυσης και ο υπάλληλος θα λάμβανε σύνταξη, αντί του μισθού του. Προέβαλε, επίσης, ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εμποδίζει την εργασία του ασφαλισμένου σε επιχείρηση εκτός του δημοσίου τομέα και ότι, εν όψει των συνθηκών της κρινόμενης υπόθεσης (ηλικία, κατάσταση της υγείας του, ημέρες ασφάλισης του στο Ι.Κ.Α.), που του επιτρέπουν να εργαστεί μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του και να λάβει τότε σύνταξη από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με προσμέτρηση του χρόνου ασφάλισής του στη Δ.Ε.Η. σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, δεν τίθεται σε κίνδυνο η διαβίωσή του, ενώ τα αποτελέσματά της δεν είναι δυσανάλογα με το ύψος του ποσού που υπεξαίρεσε (9.603.437 δρχ.). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση του Ιδρύματος κατά της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, με την οποία εισάγεται εξαίρεση από τον γενικό συνταξιοδοτικό κανόνα ότι όλοι οι υπάλληλοι δικαιούνται σύνταξη, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, αφενός διότι η εξαίρεση αυτή βασίζεται σε κριτήριο που δεν έχει άμεση σχέση με το αντικείμενο της ρύθμισης, την απονομή, δηλαδή, των συνταξιοδοτικών παροχών, που χορηγούνται μετά τη λήξη της υπαλληλικής σχέσης και εξαρτώνται από τη συμπλήρωση ορισμένων αντικειμενικών προϋποθέσεων, όπως είναι ο συντάξιμος χρόνος και η συμπλήρωση ορίου ηλικίας, διότι, όπως κρίθηκε, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, ώστε να αποτελεί το κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά τελεί σε άμεση σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση του εν ενεργεία υπαλλήλου και μπορεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις να οδηγήσει σε απόλυσή του. Πέραν τούτου, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ίδια η κύρωση ως δυσμενές μέτρο εμφανίζει τέτοια ένταση και διάρκεια, δεδομένου ότι ακολουθεί τον απολυθέντα υπάλληλο μέχρι το πέρας του βίου του, που θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωσή του με στέρηση των στοιχειωδών μέσων για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του και μάλιστα σε μία ηλικία, που η δυνατότητα αναπλήρωσης της ως άνω παροχής καθίσταται, αν όχι αδύνατη, εξόχως δυσχερής με άμεσο αποτέλεσμα την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τα ανωτέρω μειονεκτήματα που συνεπάγεται το προαναφερόμενο μέτρο, κατά τα κριθέντα από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι δυσανάλογα εν σχέσει προς το δημόσιο σκοπό που επιδιώκεται, δηλαδή, την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, εν όψει του ότι ο σκοπός αυτός υπερακοντίζεται καταδήλως, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό, αλλά λιγότερο επαχθές. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η επίμαχη διάταξη έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και είναι ανίσχυρη, παραθέτοντας ως σχετική νομολογία, στην οποία στήριξε την κρίση του, την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 6.5.2002 Αζίνας κατά Κύπρου. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το δικάσαν εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμά του σε κύρια σύνταξη γήρατος, επικουρικό μέρισμα καθώς και εφ’ άπαξ βοήθημα λόγω της ποινικής του καταδίκης και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι έσφαλε το δικάσαν εφετείο, καθ’ όσον η επίμαχη ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος -που συνίστανται στην αποτροπή από την τέλεση αξιόποινων πράξεων, την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και τη μη ματαίωση του αποτελέσματος της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης με την αντικατάσταση του μισθού που στερείται ο απολυθείς από συνταξιοδοτική παροχή- καθώς και ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει, όμως, των όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά στη σκέψη 6, η κρίση του δικάσαντος εφετείου, σύμφωνα με την οποία αντίκειται στο Σύνταγμα η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, είναι νόμιμη, ανεξάρτητα από τις επιμέρους αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει δε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Τούτο δε, ανεξαρτήτως ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και, συνεπώς, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω η προβλεπόμενη για την εφαρμογή της ως άνω (κριθείσας ως αντισυνταγματικής) διάταξης προϋπόθεση της καταδίκης σε ποινή στερητική της ελευθερίας πέντε ετών και άνω.
9. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση, η οποία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 2, έχει ήδη απορριφθεί, με την 2364/2020 εν μέρει οριστική απόφαση του Α’ Τμήματος του Δικαστηρίου, κατά το μέρος της που αφορά τη χορήγηση επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος στον αναιρεσίβλητο, πρέπει να απορριφθεί και κατά το μέρος της που αφορά τη χορήγηση κύριας σύνταξης σ’ αυτόν.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό, την αίτηση και κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση κύριας σύνταξης στον αναιρεσίβλητο, μετά την απόρριψη αυτής κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση σ’ αυτόν επικουρικού μερίσματος και εφ’ άπαξ βοηθήματος με την 2364/2020 εν μέρει οριστική απόφαση του Α’ Τμήματος του Δικαστηρίου.
Η διάσκεψη έγινε στις 17 Ιουνίου 2021
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 2022.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Δ. Σκαλτσούνης Ελ. Γκίκα