Ευθύνη μεταφορέα για θάνατο επιβάτη πλοίου – Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης – Αρχή αναλογικότητας – Επανέγερση αγωγής – Παραγραφή -.
Αιφνίδιος και αδόκητος θάνατος επιβάτη σε πλοίο λόγω εκδήλωσης πυρκαγιάς. Ελλείψεις πλοίου. Βαριά αμέλεια υπεύθυνων. Εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από της τελεσιδικίας της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή αυτού, η παραγραφή λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
(ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»)
Αριθμός 1257/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Κατσιάνη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ασημίνα Υφαντή – Εισηγήτρια, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Κορνηλία Πανούτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 20 Μαρτίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) . , 2) . , 3) . , 4) . , 5 . , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/7/2018 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 163/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 510/2021 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/11/2021 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμό 510/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη το ποσό των 100.000 ευρώ στην πρώτη, των 40.000 ευρώ στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτο και των 100.000 ευρώ στον καθένα από τους τέταρτη και πέμπτο των αναιρεσιβλήτων, νομιμοτόκως. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθ. 3 ΚΠολΔ).
Στις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 7, 14 και 16 παρ.1, 2 και 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών για τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, που υπογράφηκε στις 13.12.1974, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19-11-1976 και το Πρωτόκολλο της 1-1 1-2002 και κυρώθηκε με τους Ν 1922/1991 και 4195/2013 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζονται τα ακόλουθα: Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, λόγω ναυτικού συμβάντος, ο μεταφορέας θα ευθύνεται στο μέτρο που η εν λόγω ζημία σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: (α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή (β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας ευθύνεται περαιτέρω, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα …. 3. …… Ο δόλος ή η αμέλεια του μεταφορέα θα τεκμαίρονται για τη ζημία που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν….. 5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: (α) ο όρος «ναυτικό συμβάν» σημαίνει το ναυάγιο, την ανατροπή, τη σύγκρουση ή την προσάραξη του πλοίου, την έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο, ή το ελάττωμα του πλοίου, (β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή την αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, (γ) ο όρος «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβολιά, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή τον έλεγχο βλάβης μετά από πλημμύρα, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και (δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. 6. Η ευθύνη του μεταφορέα, βάσει του παρόντος άρθρου, σχετίζεται μόνο με ζημία, η οποία προκύπτει από συμβάντα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν, το οποίο προκάλεσε τη ζημία, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας, φέρει ο ενάγων (άρθρο 3). Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας θα παραμένει παρά ταύτα υπεύθυνος για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης. Επί πλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα θα υπόκειται και θα μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης για το μέρος της μεταφοράς που διενεργήθηκε από αυτόν. Σχετικά με τη μεταφορά που διενεργήθηκε από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ο τελευταίος θα είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και παραλείψεις του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας των (άρθρο 4). Η ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη, βάσει του άρθρου 3, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει τις 400.000 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη, για κάθε επιμέρους περίπτωση. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης, επιδικάζονται αποζημιώσεις με τη μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των εν λόγω καταβολών δεν θα υπερβαίνει το ανωτέρω όριο (άρθρο 7). Καμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών, δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση (άρθρο 14). 1. Οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών. 2. Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως: (α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο επιβάτης, (β) σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί, και σε περίπτωση σωματικής βλάβης που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα υπερβαίνει τα τρία χρόνια από την ημερομηνία της αποβίβασης, (γ) σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας σε αποσκευές, από την ημερομηνία αποβίβασης ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, οποιαδήποτε από τις δύο είναι μεταγενέστερη. 3. Το δίκαιο του Δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης θα διέπει τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται η άσκηση αγωγής, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μετά τη λήξη οποιασδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές περιόδους: (α) περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να λάβει χώρα, ανάλογα με το ποια είναι μεταγενέστερη ή, εάν προηγείται χρονικά, β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε, ευλόγως, να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν (άρθρο 16). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι κάθε αξίωση του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς κατά του μεταφορέα προς αποκατάσταση της ζημίας του (περιουσιακής ή μη περιουσιακής), συνεπεία της σωματικής βλάβης που υπέστη, εφόσον το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και οφειλόταν σε υπαιτιότητα του μεταφορέα, των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του, ασκείται αποκλειστικά με τον τρόπο που προβλέπεται στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση και παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάστηκε ο επιβάτης, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία. Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, δεν στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα σε εκείνες των παρ.1 και 3 του άρθρου 16 της ως άνω Συμβάσεως, από τις οποίες η πρώτη ορίζει γενικώς και χωρίς διάκριση ότι “οποιαδήποτε αγωγή αποζημιώσεως, που προέρχεται από … σωματικές βλάβες σε επιβάτη … θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών”, ενώ η δεύτερη ρητώς προβλέπει ότι μόνο τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής ρυθμίζονται από το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο. Άλλωστε, υπό την ανωτέρω αντίθετη εκδοχή, θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο η Σύμβαση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων, καθιέρωσε την πιο πάνω σύντομη παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1002/2002).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 261 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί αποσβεστικής προθεσμίας (ΑΚ 279), η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής, ήτοι με την επίδοση αυτής κατά τα άρθρα 215 παρ.1 και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Εξ άλλου κατά το άρθρο 263 ΑΚ κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχο του κατά του ιδίου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 768/2016, ΑΠ 215/2011, ΑΠ 190/2008). Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από της τελεσιδικίας της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή αυτού, η παραγραφή λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής (ΑΠ 198/2021, ΑΠ 113/2019, ΑΠ 577/2016).
Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013). Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 24/2015). Εξάλλου, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 2267/2013). Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας ή αντίφασης των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λπ.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του, καθώς και η σύνδεση του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι
παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ357/2018, ΑΠ 1445/2017, ΑΠ 2267/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών της 13-12-1974, απορρίπτοντας την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση της συμπληρώσεως της διετούς παραγραφής, άλλως της συμπληρώσεως της τριετούς. αποσβεστικής προθεσμίας της ένδικης αξιώσεως των αναιρεσιβλήτων. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο, ως προς το ενδιαφέρον τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: <<Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εναγομένη επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβαλλόμενο ισχυρισμό της περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, κατ’ άρθρο 16 παρ.1 της εφαρμοζόμενης Διεθνούς Συμβάσεως, λόγω συμπλήρωσης διετίας από την αναμενόμενη αποβίβαση του συγγενούς των εναγόντων στις 28-12-2014, πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής που της επιδόθηκε την 1-8-2018 και σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η παραγραφή διακόπηκε με την από 13-12-2016 προγενέστερη αγωγή των αντιδίκων της, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ισχυρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποκύψει στην τριετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 16 παρ.3 β’ της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι οι ενάγοντες είχαν εγείρει σε βάρος των εναγομένων για το ίδιο βιοτικό συμβάν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την από 13-12-2016 προγενέστερη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμ. 1292/2018 απόφαση που την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων στις 14-5-2018, δεν ασκήθηκε έφεση και κατέστη τελεσίδικη στις 14-7-2018, με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών που είχαν οι ενάγοντες για την κατάθεση έφεσης, καθόσον ο τρίτος εξ αυτών διαμένει στο εξωτερικό. Εν συνεχεία οι ενάγοντες επανήγειραν την αγωγή, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα, στρέφοντάς την μόνο κατά των δύο πρώτων εναγομένων, εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της παραπάνω απορριπτικής απόφασης, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 31-7-2018 και επιδόθηκε στη δεύτερη εναγομένη την επόμενη ημέρα. Επομένως, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων έχει διακοπεί με την προηγούμενη από 13-12-2016 αγωγή, κατά το άρθρο 263 εδ. β’ ΑΚ, η οποία είχε ασκηθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία που έπρεπε να αποβιβασθεί ο αποθανών επιβάτης από το πλοίο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ.1,2 εδ. β’ της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, μη συντρεχούσης εν προκειμένω εφαρμογής της επόμενης διάταξης του στοιχ. β’ της ίδιας παραγράφου για μη υπέρβαση των τριών ετών από την ημερομηνία αποβίβασης, που αφορά την περίπτωση θανάτου μετά την αποβίβαση, ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης, που συνέβη κατά τη μεταφορά, που δεν σχετίζεται με την ένδικη υπόθεση, ως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη προς επίρρωση του ισχυρισμού της, καθώς επίσης δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 στοιχ. β’ περί μη επιτρεπτού άσκησης αγωγής μετά τη λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία που ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώσει της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, καθόσον προεχόντως δεν περιλαμβάνει την περίπτωση θανάτου, που κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων υπάγεται στην πενταετία της διάταξης υπό στοιχ. α’ της παραγράφου 3, άλλωστε οι καταληκτικές αυτές προθεσμίες αφορούν την άσκηση το πρώτον αγωγής, που αποτελεί διακοπτικό της παραγραφής γεγονός και όχι την επανέγερσή της σε περίπτωση αοριστίας, απορριπτόμενων των αντίθετων υποστηριζόμενων από την εναγομένη ως αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγομένης περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, απορριπτόμενου του πρώτου λόγου της έφεσης ως ουσιαστικά αβασίμου>>. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ανελέκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, οι ένδικες αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων προέρχονται από τον θάνατο του συγγενούς τους, επιβάτη του πλοίου, που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και παραγράφονται μετά από την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί (28-12-2014). Με την άσκηση της από 13-12-2016 αγωγής των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας (εντός της ως άνω διετίας) διεκόπη η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων τους από τον θάνατο του συγγενούς τους, μετά δε την τελεσίδικη απόρριψη αυτής λόγω της αοριστίας της η διακοπείσα παραγραφή θεωρείται σαν να μην διακόπηκε. Η ένδικη από 31-7-2018 αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα με την ως άνω προγενέστερη αγωγή των αναιρεσιβλήτων ασκήθηκε εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη της τελευταίας, οπότε η παραγραφή των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων θεωρείται ότι έχει διακοπεί από την προγενέστερη από 13-12-2016 αγωγή τους. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του στοιχ. β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβιβάσεως, διότι αυτή προϋποθέτει σωματική βλάβη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση του, ενώ στην ένδικη υπόθεση πρόκειται για θάνατο του επιβάτη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και η διετία υπολογίζεται από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί. Επίσης δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω ούτε η διάταξη του ως άνω άρθρου 16 παρ. 3 στοιχ. β’, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν επιτρέπεται μετά τη λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, διότι δεν αφορά στην περίπτωση θανάτου του επιβάτη. Άλλωστε οι ως άνω οριζόμενες προθεσμίες αφορούν στην άσκηση αγωγής το πρώτον, η οποία διακόπτει την παραγραφή και όχι στην επανέγερση της αγωγής σε περίπτωση απορρίψεως της λόγω αοριστίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωση τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή ένστασης. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί Λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1728/2014). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 1715/2022, ΑΠ 1291/2022, ΑΠ 51 1/2022, ΑΠ 42/2020, ΑΠ 18/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, αφού δεν εκτίθεται σ’ αυτή με ποιο τρόπο η υπερφόρτωση του πλοίου, οι περικοπές προσωπικού, η παράλειψη γυμνασίων στο προσωπικό προκάλεσαν το ένδικο συμβάν, σε ποιο γκαράζ του πλοίου εμφανίσθηκε η πυρκαγιά, ποια μέτρα όφειλαν να λάβουν αλλά δεν έλαβαν οι προστηθέντες και οι βοηθοί εκπληρώσεως των εναγομένων. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι επικαλέσθηκαν ότι από τις διατιθέμενες πόρτες πυρασφάλειας του πλοίου, η μία εξ αυτών δεν έκλεινε σωστά, κατά τη διάρκεια ελέγχου υδατοστεγανότητας στους χώρους του γκαράζ παρατηρήθηκε μικρή διαρροή από τη ράμπα που οδηγεί από το κύριο κατάστρωμα οχημάτων στο από κάτω κατάστρωμα, το επί του πλοίου πλάνο έρευνας διάσωσης δεν είχε εγκριθεί από το ΕΚΣΕΔ του Πειραιά, στο μηχανοστάσιο διαπιστώθηκε έλλειψη επαναφορτιζόμενων φώτων εκ του συνόλου του συμπληρωματικού εφεδρικού φωτισμού στις εξόδους διαφυγής από το μηχανοστάσιο, έλλειψη πλάνων σήμανσης των κύριων και δευτερευουσών διαδρομών, κρίθηκε αναγκαία η συμπλήρωση της σήμανσης που οδηγεί στους σταθμούς συγκεντρώσεως του πλοίου, κατά τον απόπλου το γκαράζ δεν παρέμεινε κλειστό κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας, στο γκαράζ του πλοίου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας, παρέμεναν φορτηγά με αναμμένη μηχανή για να θέτουν σε κίνηση τους κινητήρες τους, προκειμένου να λειτουργούν τα ψυκτικά μηχανήματα τους, με την ανοχή του πλοιάρχου και κάθε άλλου υπεύθυνου, είτε λόγω πλημμελούς ελέγχου και διαχειρίσεως εκ μέρους των υπευθύνων του πλοίου, οι υπεύθυνοι του πλοίου έθεσαν εκτός λειτουργίας το σύστημα πυρανιχνεύσεως και αυτόματης πυροσβέσεως, με αποτέλεσμα να μην λειτουργήσει κατά το χρόνο εκδηλώσεως της πυρκαγιάς, το πλήρωμα του πλοίου ήταν ανεπαρκές και ανεκπαίδευτο για να σβήσει τη φωτιά και να οργανώσει τη διάσωση των επιβατών, ο πλοίαρχος συναίνεσε στην υπερφόρτωση του πλοίου, επέτρεψε να παραμείνει ανοικτό το γκαράζ κατά τον απόπλου και την κυκλοφορία επιβατών σε αυτό, επέτρεψε σε οχήματα να θέτουν σε λειτουργία τις μηχανές τους, άλλως γνώριζε ότι υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο λόγω της ελλείψεως των ρευματοληπτών και απενεργοποίησε το σύστημα πυρανιχνεύσεως και πυροσβέσεως, δεν έθεσε σε λειτουργία τον συναγερμό εγκαταλείψεως του πλοίου, δεν οργάνωσε έγκαιρα την εγκατάλειψη του πλοίου με συγκέντρωση των επιβατών στους σταθμούς της διαίρεσης και καθαίρεση των σωσιβίων λέμβων. Ότι η φωτιά, η οποία ξεκίνησε από το γκαράζ του πλοίου και επεκτάθηκε σε όλα τα καταστρώματα, οφείλεται αφενός στις ως άνω ελλείψεις του πλοίου, οι οποίες ήταν γνωστές στις εναγόμενες εταιρείες, αφετέρου στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων των εναγομένων και των βοηθών εκπληρώσεως αυτών και δη του πλοιάρχου, των λοιπών αξιωματούχων και του πληρώματος, οι οποίοι ηθελημένα, άλλως από βαρύτατη αμέλεια δημιούργησαν τις ως άνω κατάλληλες συνθήκες για την πρόκληση της φωτιάς. Ότι αποτέλεσμα των ως άνω πράξεων και παραλείψεων του πληρώματος του πλοίου ήταν η απώλεια της ζωής του συγγενούς τους . , με περαιτέρω επακόλουθο την πρόκληση σ’ αυτούς ψυχικής οδύνης. Ζήτησαν δε, κατόπιν περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν το ποσό του 1.000.000 ευρώ στον καθένα από τους πρώτη, τέταρτη και πέμπτο και το ποσό των 800.000 ευρώ στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτο εξ αυτών. Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η αγωγή κρίνεται ορισμένη, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αρκούν για να θεμελιώσουν τις σχετικές αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων από την προκληθεί σ’ αυτούς ψυχική οδύνη συνεπεία του θανάτου του συγγενούς τους που επέβαινε στο πλοίο, βάσει συμβάσεως διεθνούς μεταφοράς, εξαιτίας ναυτικού συμβάντος και δη πυρκαγιάς στο πλοίο, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, που οφείλεται στις αναφερόμενες στην αγωγή υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων και των προστηθέντων προσώπων και βοηθών εκπληρώσεως για την εκτέλεση της μεταφοράς, πλοιάρχου και μελών του πληρώματος. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν προέβη σε παρά το νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου και ορθά δεν κήρυξε απαράδεκτο. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ο ως άνω δεύτερος αναιρετικός λόγος από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3, 4, 14, 17 της Διεθνούς Συμβάσεως Μόντρεαλ 1999 και του ταυταρίθμου άρθρου της Διεθνούς Συμβάσεως Βαρσοβίας, τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 14 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, δεχόμενο ότι για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης στους αναιρεσίβλητους δεν απαιτείται υποκειμενική αδικοπρακτική ευθύνη αυτής (αναιρεσείουσας) ή των προστηθέντων της, αλλά αντικειμενική ευθύνη ή νόθος αντικειμενική, σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών. Ο αναιρετικός αυτός λόγος κατά το μέρος που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση των διεθνών συμβάσεων του Μόντρεαλ και της Βαρσοβίας, που αφορούν στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο τις εφάρμοσε, ενώ αυτές δεν είναι εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση και ορθά δεν εφαρμόστηκαν. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο ως προς τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο δέχθηκε τα ακόλουθα: <<Η αναφορά στην αγωγή των αναγκαίων περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη υπαιτιότητα της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως είναι επαρκής για τη στοιχειοθέτηση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης της, τεκμαιρομένης της υπαιτιότητας της με αντιστροφή του βάρους απόδειξης της, λαμβανομένου υπόψη, αφενός ότι η επικαλούμενη ζημία των εναγόντων από την απώλεια της ζωής του οικείου προσώπου τους, επιβάτη, υπερβαίνει το όριο της αντικειμενικής ευθύνης του μεταφορέα, συμβατικού ή πραγματικού, των 250.000 μονάδων υπολογισμού και αφετέρου δεν απαιτείται η θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του συμβατικού ή και του πραγματικού μεταφορέα για την αιτούμενη αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον η ευθύνη τους, που θεμελιώνεται αποκλειστικά στις διατάξεις της εφαρμοστέας Διεθνούς Συμβάσεως, εκτείνεται σε κάθε ζημία που απορρέει από την απώλεια της ζωής του συγγενούς τους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, περιλαμβανομένης και της μη περιουσιακής ζημίας τους, χωρίς να απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, ως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Ειδικότερα ο προβαλλόμενος ισχυρισμός της ότι η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών δεν παρέχει νόμιμο έρεισμα για διεκδίκηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις αυτής όπου ρητά αναφέρεται ότι η εν λόγω Σύμβαση εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή μεταφορά και καθορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε ζημία που επήλθε, άρα σαφώς περιλαμβάνει όλες τις αξιώσεις αποζημίωσης του επιβάτη ή των οικείων του, ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης ή θανάτου και επεκτείνεται και σε μη περιουσιακή, ηθική-ψυχική βλάβη, είτε νόμιμος λόγος ευθύνης του μεταφορέα είναι η σύμβαση, είτε είναι αδικοπραξία, χωρίς να προβλέπεται κάποιος διαχωρισμός ή περιορισμός των αξιώσεων για εκάστη νομική βάση, αλλά να καθορίζεται ένα ομοιόμορφο και ενοποιημένο σύστημα για κάθε αγωγή αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως, είτε αφορά σε ενδοσυμβατική είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα>>. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών και των άρθρων 914, 932 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου επιβάτη λόγω ναυτικού ατυχήματος είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη, αν δε η ζημία υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματος του και επομένως για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Από το άρθρο 14 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, που ορίζει ρητά ότι καμία αγωγή αποζημιώσεως για το θάνατο επιβάτη δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση, συνάγεται ότι δεν απαιτείται η θεμελίωση της ευθύνης της αναιρεσείουσας στην αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ) για την αιτούμενη αποζημίωση, καθόσον η ευθύνη της θεμελιώνεται αποκλειστικά στις διατάξεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως και περιλαμβάνει τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου του επιβάτη που προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν, δηλαδή και την αξίωση των συγγενών του επιβάτη για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Με τον ως άνω τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε την αδικοπρακτική ευθύνη της αναιρεσείουσας με μόνη την ιδιότητα της ως συμβατικής μεταφορέως, χωρίς να επικαλείται πταίσμα αυτής. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει η απόφαση, ο πραγματικός ισχυρισμός (ένσταση) της αναιρεσείουσας και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του, καθώς και η σύνδεση του με το διατακτικό, ούτε εκτίθενται οι παραδοχές του δικαστηρίου υπό τις οποίες συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση.
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεση του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμα του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 80/2018). Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά τον υπολογισμό των επιδικασθεισών στους αναιρεσίβλητους χρηματικών ικανοποιήσεων λόγω ψυχικής οδύνης, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 932 ΑΚ. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο, τα ακόλουθα : << Από τα ανωτέρω μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο αδόκητος και αιφνίδιος θάνατος του . προκάλεσε στην πρώτη ενάγουσα-μητέρα του, στα αδέλφια του, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων και στα τέκνα του, τέταρτη και πέμπτο τούτων, οι οποίοι διατηρούσαν με αυτόν ισχυρό οικογενειακό και ψυχολογικό δεσμό και έτρεφαν ιδιαίτερα αισθήματα αμοιβαίας αγάπης, βαθύτατη θλίψη και οδύνη και συνεπώς για την απάμβλυνση τούτων, την ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση τους δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει των ως άνω συνθηκών που προκλήθηκε ο θάνατος του οικείου τους προσώπου, της εκτιθέμενης συμπεριφοράς της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως και της πραγματικής μεταφορέως, δια των οργάνων και προστηθέντων τους, της φύσεως και του βαθμού υπαιτιότητας των υπαιτίων προσώπων, της έλλειψης οποιασδήποτε συνυπαιτιότητας εκ μέρους του θανόντος επιβάτη στην πρόκληση του εν λόγω θανατηφόρου ατυχήματος, της ηλικίας του, της ηλικίας των εναγόντων και του βαθμού συγγενείας που συνέδεε κάθε ενάγοντα με τον θανόντα, καθώς και της μετέπειτα κατάστασής τους, εξαιτίας της απώλειάς του, λαμβανομένων υπόψη ότι ο θανών αποτελούσε το κύριο οικονομικό στήριγμα της μητέρας του, αλλά και των τέκνων του, που γεννήθηκαν ο μεν … η δε … και πάντα φρόντιζε να καλύπτει με τακτική επικοινωνία και φυσική παρουσία τις συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες τους από την απουσία του, λόγω διαζυγίου με την μητέρα τους, πρώτη του σύζυγο, όσο ήταν ανήλικα και διέμεναν με την μητέρα τους στο Μεσολόγγι, αλλά και αφότου ενηλικιώθηκαν, εξακολουθούσε να διατηρεί άρρηκτη σχέση μαζί τους και να τα στηρίζει ηθικά και οικονομικά και μάλιστα από ετών είχε μετακομίσει από την Αθήνα, που ζούσε και εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού εντός και εκτός Ελλάδος, στην Ζάκυνθο, όπου συνέχισε την ίδια εργασία, προκειμένου να ενδυναμώσει τους οικογενειακούς δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας του-ενάγοντες, που κατοικούσαν εκεί, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, η χρηματική ικανοποίηση τους πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 100.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα- μητέρα του, στο ποσό των 40.000 ευρώ για καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων-αδελφούς του και στο ποσό των 100.000 ευρώ για καθένα από τα τέκνα του, τέταρτη και πέμπτο αυτών, που κρίνονται εύλογα στη συγκεκριμένη περίπτωση και ανάλογα της υπέρτατης ζημίας που υπέστησαν από την απώλεια της ζωής του στενού συγγενούς τους, υπό τις προαναφερόμενες αδόκητες ναυτικές συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη ότι τα επιδικαζόμενα ποσά, συνολικού ύψους 380.000 ευρώ υπολείπονται σημαντικά του προβλεπόμενου κατά νόμο ανώτατου ορίου ευθύνης της εναγομένης στην περίπτωση αυτή ανερχομένου σε 400.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, με βάση την αξία του ευρώ σε σχέση με αυτά, σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης, εφόσον δεν υφίσταται συμφωνηθείσα από τους διαδίκους σχετική ημερομηνία, μη συντρεχούσης υπέρβασης των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου που εξικνείται μέχρι του ανωτέρω προβλεπόμενου από το νόμο ποσού». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο με το να επιδικάσει στους αναιρεσίβλητους ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του συγγενούς τους τα ως άνω ποσά των 100.000 ευρώ στον καθένα από τη μητέρα και τα τέκνα του, καθώς των 40.000 ευρώ στον καθένα από τους αδελφούς του, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερούν, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και δεν είναι υπερβολικά. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αριθ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 106, 176, 183, 189 αριθ.1, 191 αριθ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-1 1-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμό 510/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Αυγούστου 2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ