Εισφορά καθηγητών ΑΕΙ υπέρ ΕΛΚΕ: συνταγματικώς θεμιτό αντιστάθμισμα λόγω άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας (δεν αποτελεί φόρο ούτε κρατική ενίσχυση). Συνταγματική και σύμφωνη με ΕΣΔΑ η 10ετής παραγραφή οφειλών.
Η εισφορά μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ υπέρ ΕΛΚΕ δεν έχει τον χαρακτήρα φόρου ούτε και ανταποδοτικού τέλους, αλλά αποτελεί εύλογο και συνταγματικώς ανεκτό αντιστάθμισμα, σε αντάλλαγμα της παραχώρησης του νομοθέτη προς τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ να ασκούν εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα, επ’ ωφελεία τόσο των ιδίων όσο και των ΑΕΙ.
(από την ιστοσελίδα του Δικαστηρίου)
ΣτΕ Γ´ επτ. 2350-2363/2023
Πρόεδρος: Γεώργιος Τσιμέκας, Πρόεδρος Γ΄ Τμήματος
Εισηγητές: Σπυριδούλα Καρύδα, Ελένη Κουλεντιανού, Πάρεδροι
Με επταμελείς αποφάσεις του Γ΄ Τμήματος κρίθηκε ότι :
1. Η εισφορά μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ υπέρ των οικείων ΕΛΚΕ δεν έχει τον χαρακτήρα φόρου ούτε και ανταποδοτικού τέλους, αλλά αποτελεί εύλογο και συνταγματικώς ανεκτό αντιστάθμισμα, σε αντάλλαγμα της παραχώρησης του νομοθέτη προς τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ να ασκούν εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα, επ’ ωφελεία τόσο των ιδίων όσο και των ΑΕΙ (μειοψηφία). Απορριπτέοι ως ερειδόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση οι λόγοι ακυρώσεως που εκκινούν από την αντίληψη ότι πρόκειται περί φόρου.
2. Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 περ. γ) του ν. 4009/2011, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 113 παρ. 2 του ν. 4821/2021, σύμφωνα με την οποία αναζητούνται τελικώς τα ποσά που ήδη οφείλονται και προέρχονται από εισοδήματα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά τα έτη 2010-2017, έχει τεθεί σε συμφωνία με τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, καθώς το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο εντός του οποίου η Διοίκηση δύναται να επιδιώξει, με την έκδοση πράξης επιβολής εισφοράς, την είσπραξη των οφειλών παλαιοτέρων ετών υπέρ των Ε.Λ.Κ.Ε. για τις οποίες ίσχυε εικοσαετής παραγραφή. Εξάλλου, ούτε η διάρκεια του χρόνου παραγραφής των σχετικών αξιώσεων, η οποία ορίζεται με την διάταξη του άρθρου 113 παρ. 1 του ν. 4821/2021 παγίως ως δεκαετής και εκκινεί από το τέλος του οικονομικού έτους γένεσης της οφειλής, παραβιάζει τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές. Τούτο δε διότι, η προθεσμία αυτή παραγραφής των αξιώσεων για καταβολή της ως άνω εισφοράς είναι εύλογη, λαμβανομένου υπόψη ότι βάση υπολογισμού της εισφοράς είναι το ετήσιο καθαρό εισόδημα των βαρυνόμενων προσώπων, ότι το εισόδημα αυτό δηλώνεται από τον φορολογούμενο το επόμενο έτος της κτήσης αυτού και ότι, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις η δεκαετία ορίζεται ως χρόνος παραγραφής του δικαιώματος της φορολογικής αρχής να εκδώσει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
3. Η επιβολή της εισφοράς 7% επί του καθαρού εισοδήματος των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ είναι σύμφωνη με το άρθρο 17 του Συντ. και το άρθρο 1 παρ.1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, αφενός λόγω του ύψους της και αφετέρου λόγω της αναλογικής επιβολής της επί του ετήσιου εισοδήματος των υποχρέων από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
4. Συνταγματικώς ανεκτή (άρθρο 4 Συντ.) η διαφοροποίηση, ως προς το έτος έναρξης της υποχρέωσης απόδοσης εισφοράς, μεταξύ των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω εταιρειών και των μελών ΔΕΠ που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα (ελευθέριο επάγγελμα).
5. Η επιβολή της εισφοράς υπέρ ΕΛΚΕ δεν αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 16 του Συντ. καθώς δεν περιορίζει την επαγγελματική ελευθερία ή την επιστημονική έρευνα των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ.
6. Σύμφωνη με το άρθρο 9 Α του Συντ. και τον ΓΚΠΔ η προβλεπόμενη στον νόμο επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (διαβίβαση φορολογικών και λοιπών στοιχείων των υπόχρεων από τον ΕΛΚΕ στην ΑΔΑΕ και αντιστρόφως). Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία χορηγούνται από την ΑΑΔΕ στους ΕΛΚΕ και αντιστρόφως είναι επαρκώς προσδιορισμένα και περιορισμένα, η δε διαδικασία καταστρώνεται κατά τρόπο τέτοιο ώστε να τηρούνται οι αρχές του άρθρου 5 ΓΚΠΔ, και ιδίως οι αρχές της νομιμότητας – αντικειμενικότητας και διαφάνειας, η αρχή του περιορισμού του σκοπού, η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, η αρχή της ακρίβειας και η αρχή της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας.
7. Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης και, ειδικότερα, η απαγόρευση του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ αφορούν τις δραστηριότητες των «επιχειρήσεων». Τα ΑΕΙ δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16 Συντ.) και τις διατάξεις του διέπουν την λειτουργία τους (βλ. άρθρο 1 και 4 ν. 4485/2017) αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης». Οι διατάξεις του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα ΑΕΙ, αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός.
8. Κατά την έννοια του άρθρου 23 παρ. 3 του ν. 4009/2011, στην επίδικη εισφορά υπάγονται και οι υπηρετούντες, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού, λέκτορες των ΑΕΙ.
9. Νόμιμη η υπαγωγή σε εισφορά υπέρ ΕΛΚΕ των μερισμάτων από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω εταιρείας, διότι η έννοια της «επιχειρηματικής δραστηριότητας» κατά την ανωτέρω διάταξη είναι αυτόνομη σε σχέση με την έννοια των εισοδημάτων από κεφάλαιο κατά τη φορολογική νομοθεσία.
10. Δεν επιρρίπτεται στον υπόχρεο καθηγητή το βάρος απόδειξης για τον καθορισμό της οικονομικής βάσης υπολογισμού της οφειλής υπέρ ΕΛΚΕ.
11. Οι πράξεις προσδιορισμού οφειλής υπέρ ΕΛΚΕ αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, από την προσβολή των οποίων γεννάται διαφορά περί την υπηρεσιακή κατάσταση των καθηγητών ΑΕΙ, υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου (ΣτΕ 2358/2023).