Ολομ.Ελ.Συν.244/2017
Πρόεδρος : Nικόλαος Αγγελάρας, Προέδρος
Εισηγητής : Kωνσταντίνος Εφεντάκης , Σύμβουλος
Δικηγόροι: Aθανάσιος Τεγόπουλος.
Κωνσταντίνος Κατσούλας. Νομικός Σύμβουλος του ΝΣΚ
Νικόλαος Καραγιώργης , Πάρεδρος ΝΣΚ
ΕΙΔΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
- Η θέσπιση αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 38 του ν.3863/2010 και 11 του ν.3865/2010 αφορά σε παρακράτηση που βαρύνει όλες εν γένει τις καταβαλλόμενες από το Δημόσιο συντάξεις. Η δικαστική ιδιότητα την οποία έφερε ο ενάγων, ενόσω ήταν στην ενέργεια , δεν ασκεί επιρροή , ώστε η υπόθεση να χρήζει παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 Σ( βλ. Ολ.Ελ. Συν.4327/2014).
- Η αγωγή αυτή, λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος και με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, παραδεκτώς εισήχθη ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με πράξη της Επιτροπής του άρθρου 108 Α του πδ/τος 1225/1981. (διαδικασία της πρότυπης δίκης), προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της συμβατότητας των άρθρων 38 του ν.3863/2010 και 11 του ν.3865/2010 σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ.1 και 4 παρ.1 και 5 , 22 παρ.5 και 25 παρ.1 του Σ. καθώς και με το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.
- Ως «σύνταξη» νοείται η περιοδική παροχή που καταβάλλεται σε δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο ή στρατιωτικό αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, στο πλαίσιο της ειδικής νομικής σχέσης αυτών με το Κράτος,, το κόστος της οποίας βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό ήτοι το Δημόσιο Ταμείο.
- Ο κύριος κορμός του συστήματος ασφάλισης της κατηγορίας αυτής των συνταξιούχων και όσων έλκουν , κατά νόμο, από αυτούς δικαίωμα σύνταξης , παρά τις όποιες δευτερεύουσες εξαιρέσεις και αποκλίσεις, προσιδιάζει στα συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης, τα οποία αφορούν σε ιδιαίτερες κατηγορίες εργαζομένων. Για την απονομή δε της σύνταξης αυτής και τον καθορισμό του ύψους της εφαρμόζονται κανόνες συνδεόμενοι με την ιδιότητα της σχέσης δημοσίου δικαίου που συνδέει το δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο με την Υπηρεσία. Τυχόν κατάργηση της «σύνταξης» αυτών, που έχει το χαρακτήρα αμοιβής και είναι ιστορικά συνυφασμένη με το ειδικό υπηρεσιακό και ασφαλιστικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών,υπαλλήλων και στρατιωτικών ή πλήρης εξομοίωσή της με παροχή κοινωνικής ασφάλισης , θα έθιγε το πυρήνα των σχετικών διατάξεων του Σ, στερώντας τους από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.
- Οι εισφορές- κρατήσεις επιβάλλονται ως όροι για την παροχή σύνταξης στην κατηγορία αυτή δικαιούχων, οι οποίες κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα στο πεδίο κοινωνικής ασφάλισης δεν συνιστούν δημόσια βάρη , υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ.5 του Σ αλλά επιβάλλονται ως προϋπόθεση για τη γένεση της συνταξιοδοτικής προσδοκίας και δη για την απονομή σύνταξης , μετά την έξοδο από την υπηρεσία, ενόψει της αρχής της ανταποδοτικότητας.Λειτουργούν δε ως μέσο χρηματοδότησης των συντάξεων της κατηγορίας αυτής , στο πλαίσιο της επαγγελματικής διαγενεακής αλληλεγγύης, χωρίς να τελούν υποχρεωτικά σε ευθεία αναλογία προς το ύψος της καταβλητέας σύνταξης.
- Από την κατά τα ανωτέρω διαχρονικώς διαπλασθείσα έννοια της « σύνταξης» όπως αποτυπώθηκε στο Σ του 1975, σε συνδυασμό με τις αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ( άρθρο 2 παρ.1 Σ), του κοινωνικού Κράτους ( άρθρο 25 παρ.1 Σ), της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας ( άρθρο 17 παρ.1 Σ), που περιλαμβάνει, τόσο τα περιουσιακά δικαιώματα, όσο και τις νόμιμες προσδοκίες επί περιουσιακών δικαιωμάτων, συνάγεται ότι οι συντάξεις πρέπει να τελούν σε εύλογη ποσοτική σχέση με τις αποδοχές ενεργείας, ώστε να διατηρείται ένα επαρκές ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος ενεργείας στους αποχωρούντες από τη δημοσία υπηρεσία και να μην διαταράσσεται σε δυσανάλογο βαθμό το βιοτικό επίπεδο αυτών.
- Το Κράτος για την χρηματοδότηση και ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος και στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 25 παρ.4 Σ κοινωνικής αλληλεγγύης δύναται , εκτός του πεδίου των εργασιακών σχέσεων και της καταβολής εισφορών, να επιβάλλει σε συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές ομάδες οικονομικές επιβαρύνσεις ( κοινωνικούς πόρους) που συνιστούν δημόσια βάρη , υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ.5 Σ, μόνο στο μέτρο που η βαρυνόμενη ομάδα τελεί σε συνάφεια με τον υπερ ου ο πόρος ασφαλιστικό φορέα και τους ασφαλισμένους σ’ αυτόν, μόνο εντός των ορίων που χαράσσουν οι αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου ( άρθρο 4 παρ.1 Σ) της ισότητας στα δημόσια βάρη ( άρθρο 4 παρ.5 Σ) και της αρχής της αναλογικότητας( άρθρο 25παρ.1Σ) και μόνο στο βαθμό που η θεσμοθέτηση των πόρων αυτών δεν αντιβαίνει στις διατάξεις και αρχές του ενωσιακού δικαίου.
- Η επιβάρυνση συνταξιούχων του Δημοσίου με το χρέος χρηματοδότησης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ( ΦΚΑ) εκτός του πλαισίου της καθολικής εθνικής – κοινωνικής αλληλεγγύης , που προϋποθέτει αντίστοιχη επιβάρυνση όλων των πολιτών, έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ.1 Σ, αφού δεν εξετάζεται η σύνδεση της βαρυνόμενης κατηγορίας με τον υπηρετούμενο ειδικό σκοπό στο πλαίσιο της ως άνω διάταξης αλλά ούτε και η τήρηση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, επίσης θίγει τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ασφάλειας του δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, αφού η επιβολή της σημαίνει την, ένεκα της απλής ιδιότητας τους ως συνταξιούχων, αιφνίδια και χωρίς ειδική αιτιολόγηση σύνδεσή τους με ένα σύστημα ασφάλισης και τα ήδη γεγενημένα ελλείμματα, στα οποία ουδέποτε μετείχαν.
- Ειδικότερα η ΕΑΣ, θεωρούμενο και ως αμιγές μέτρο διαταμειακής- διαγενεακής αλληλεγγύης, ανεξάρτητο της νομοθετικής στόχευσης για εν ευρεία εννοία ανταποδοτικότητα , αντιβαίνει στην κατ’άρθρο 4 παρ.5 Σ αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη και στην κατ’άρθρο 25 παρ.1 αρχή της αναλογικότητας . Και τούτο διότι δεν αιτιολογείται επαρκώς, ούτε η επιβολή αυτή καθ’ εαυτή του επίμαχου βάρους αποκλειστικώς στους συνταξιούχους της παρούσας γενιάς του Δημοσίου , όσο και των ΦΚΑ , ως ενιαίας κατηγορίας, ενόψει του ότι το μέτρο αυτό υπερβαίνει τα όρια του συνταξιοδοτικού σχήματος και των κατ’ ιδίαν ασφαλιστικών κοινοτήτων, στις οποίες ανήκουν οι βαρυνόμενοι μ’ αυτό , ούτε η εσωτερική διαρρύθμιση της οικείας εισφοράς ως προς τον καθορισμό του ύψους των και των συντελεστών της, καθιστώντας μη εφικτό τον σχετικό δικαστικό έλεγχο.
- Στο μέτρο που η ΕΑΣ δεν αποτελεί έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο προς ελάφρυνση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, αλλά διαρθρωτικού χαρακτήρα παρέμβαση, υπό μορφή πάγιου μηχανισμού χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης και μόνο η έλλειψη ώριμης , πλήρους και επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης , από την οποία προκύπτει το αναγκαίο και πρόσφορο της επιβολής της συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης του νομοθέτη που απορρέει από το άρθρο 22παρ.5 Σ, για τη διασφάλιση της αναλογιστικής και οικονομικής βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου.
- Οι διατάξεις των άρθρων 38 του ν.3863/2010 και 11 του ν.3865/2010 καθ’ό μέρος μ’ αυτές επιβλήθηκε εισφορά αλληλεγγύης στις συντάξεις του Δημοσίου καθώς και οι ρυθμίσεις των άρθρων 44 παρ.10 του ν.3986/2011 και 2παρ.13 του ν.4002/2011, καθ’ ο μέρος αυξήθηκε το ύψος της επίμαχης εισφοράς είναι αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5 Σ , 22 παρ.5 και 25 παρ.1 και 4 Σ. Αντίθετη Μειοψηφία.
- Η διάγνωση της αντίθεσης των ως άνω διατάξεων ως προς την επιβολή και την αύξηση της ΕΑΣ σε βάρος των συνταξιούχων του Δημοσίου στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ 1 και 5 , 22παρ.5 και 25 παρ.1 και 4 Σ πρέπει προς αποτροπή του αιφνιδιασμού του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, να μετατεθεί στο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης , οπότε θα καταστεί προσβάσιμη για το τελευταίο η σχετική δικαστική κρίση, με συνέπεια να μην υφίσταται βάση για την άσκηση νέων αγωγών και ενστάσεων προς ικανοποίηση αξιώσεων, που έχουν γεννηθεί από την ίδια αιτία, μέχρι του χρόνου αυτού .Η παραδοχή αυτή δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 παρ.1 Σ , ούτε το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ καθώς και στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία.