Ελεγκτικό Συνέδριο 1795/2017

Καταλογισμός αστυνομικού λόγω παραίτησής του, μετά την περάτωση του πρώτου έτους των σπουδών του. Με τη με αριθμό 1514/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1911/1990 αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατά το μέρος που αποκλείει σιωπηρά την απαλλαγή από την υποχρέωση αποζημίωσης των αποχωρούντων από παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας σε οποιοδήποτε έτος σπουδών σπουδαστών, προκειμένου να εγγραφούν σε στρατιωτική σχολή.

Εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1911/1990, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 62 του ν. 3883/2010, η οποία προβλέπει την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής της επίμαχης αποζημίωσης των σπουδαστών που αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών από μία στρατιωτική σχολή προκειμένου να εγγραφούν σε παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας, και ισχύει, βάσει της αρχής της ισότητας, και στην αντίστροφη περίπτωση των αποχωρούντων σπουδαστών από μία παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας προκειμένου να εγγραφούν σε παραγωγική σχολή του στρατού. Μη νόμιμος ο καταλογισμός.

1795/2017
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ V

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Φεβρουαρίου 2017, με την ακόλουθη σύνθεση: Μαρία Βλαχάκη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Βασιλική Ανδρεοπούλου και Ελένη Λυκεσά, Σύμβουλοι, Νικολέτα Ρένεση και Χριστίνα Κούνα (εισηγήτρια), Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο),
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Κωνσταντίνος Τόλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,
Γραμματέας: Ιωάννα Ευθυμίου, Γραμματέας του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 16.1.2013 (αριθμ. κατάθ. …/2013) έφεση του …, του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αναστάσιου Αποστολόπουλου (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 11663).
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου και
Κατά της …/22.10.2012 πράξης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία και
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση της αριθμ. πρωτ. …/22.10. 2012 πράξης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του εκκαλούντος, πρώην δόκιμου Αστυφύλακα, το ποσό των 4.501,57 ευρώ, για την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω της παραίτησής του από τη Σχολή Αστυφυλάκων, μετά την περάτωση του πρώτου έτους των σπουδών του. Η έφεση αυτή νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση κατόπιν της έκδοσης της 4228/2015 προδικαστικής απόφασης του Τμήματος τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1911/1990, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ.3 του ν. 3883/2010, το οποίο παραπέμφθηκε ενώπιόν της, βάσει του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, με την 2583/2015 απόφαση του Τμήματος τούτου. Ήδη μετά την έκδοση της 1514/2016 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία η Ολομέλεια απεφάνθη ότι η ως άνω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ισότητας, η υπό κρίση έφεση, η οποία είναι τυπικά δεκτή, καθόσον ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (με το 3531962 ειδικό έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου), πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της.
ΙΙ. Α. Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την όμοια μεταχείριση των προσώπων τα οποία τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, τα οποία προβαίνουν σε έλεγχο υπέρβασης των ακραίων ορίων της ασκούμενης από το νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας περί την εκτίμηση και την όμοια ή διαφορετική μεταχείριση αντιστοίχως ομοίων ή ανομοίων θεμάτων και όχι της ορθότητας των οικείων νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζoντας στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση, την ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Εάν το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου, διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας, οφείλει, κατά την εφαρμογή του νόμου αυτού, να άρει τη διαπιστωθείσα ανισότητα. Ειδικότερα, εάν αυτό διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης έχει θεσπίσει ειδική ευνοϊκή ρύθμιση που αφορά ορισμένη κατηγορία προσώπων αποκλείοντας από τη ρύθμιση αυτή, ρητώς ή σιωπηρώς, πρόσωπα που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες προς τα πρόσωπα τα οποία ανήκουν στην κατηγορία αυτή, για να αρθεί η διαπιστωθείσα ανισότητα, απαιτείται να επεκτείνει το δικαστήριο την εφαρμογή της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων τα οποία έχουν αποκλειστεί από αυτήν.
ΙΙ. Β. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 44 του ν. 3731/2008 «Αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών» (ΦΕΚ Α΄ 26) ορίζεται ότι «5. Οι δόκιμοι υπαστυνόμοι και οι δόκιμοι αστυφύλακες όταν αποβάλουν την ιδιότητά τους αυτή για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από λόγους υγείας, υποχρεούνται να καταβάλουν στο Δημόσιο αποζημίωση, που είναι ίση με το γινόμενο του 65% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών υπαστυνόμου Β΄ ή του 50% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών αστυφύλακα, αντιστοίχως, επί τον αριθμό των μηνών που έχουν φοιτήσει στη σχολή. Ως μηνιαίες αποδοχές νοούνται αυτές που καταβάλλονται κατά το χρόνο της εξόδου των μαθητών από τη σχολή, μετά την αφαίρεση των νόμιμων κρατήσεων. Η αποζημίωση βεβαιούται ως δημόσιο έσοδο με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η δε είσπραξή της εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Δεν υποχρεούνται σε καταβολή της αποζημίωσης όσοι από τους προαναφερόμενους αποχωρούν κατά τη διάρκεια του πρώτου εκπαιδευτικού έτους σπουδών, καθώς και οι δόκιμοι αστυφύλακες που αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών προκειμένου να εγγραφούν στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας». Εξάλλου, στην παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 1911/1990 (ΦΕΚ Α΄ 166), η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3257/2004 (ΦΕΚ Α΄ 143), όπως αυτή ισχύει μετά και την προσθήκη με την παρ. 3 του άρθρου 62 του ν. 3883/2010 (ΦΕΚ Α΄ 167), η οποία ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 91 του τελευταίου νόμου, από τη δημοσίευση αυτού (24.9.2010), ορίζεται ότι: «Όσοι αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών από μία στρατιωτική σχολή προκειμένου να εγγραφούν σε άλλη στρατιωτική σχολή ή σε παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας δεν έχουν υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης, που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους. (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι σπουδαστές της Σχολής Αστυφυλάκων, όταν αποβάλουν την ιδιότητά τους αυτή, όπως στην περίπτωση της παραίτησής τους από την εκπαίδευση, υποχρεούνται σε αποζημίωση του Δημοσίου (που αντιστοιχεί στο γινόμενο του 50% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών αστυφύλακα επί τον αριθμό των μηνών που έχουν φοιτήσει στη σχολή), για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την παρασχεθείσα στη σχολή εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση και συντήρησή τους, εκτός αν η αποβολή της παραπάνω ιδιότητας επήλθε κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους σπουδών ή οφείλεται σε λόγους υγείας ή στην εγγραφή τους στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Ως πρώτο έτος σπουδών, μετά το πέρας του οποίου οι μαθητές της Σχολής Αστυφυλάκων οφείλουν την ως άνω αποζημίωση, νοείται όχι το πρώτο ημερολογιακό έτος από την εγγραφή τους στη σχολή, αλλά το πρώτο εκπαιδευτικό έτος σπουδών, όπως αυτό ορίζεται από τον Οργανισμό της Σχολής (V Τμ. 2583/2015). Εξάλλου, όσον αφορά στους σπουδαστές των στρατιωτικών σχολών, αυτοί, από τις 24.9.2010, έναρξη ισχύος της ευεργετικής διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 62 του ν.3883/2010, ακόμη και αν αποχωρούν από αυτές (στρατιωτικές σχολές) μετά το πέρας του πρώτου έτους σπουδών, δεν υποχρεούνται στην καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 1911/1990 (και αντιστοιχεί στο γινόμενο του 65% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών ανθυπολοχαγού για τους σπουδαστές των Α.Σ.Ε.Ι. και του 50% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών λοχία για τους σπουδαστές των σχολών υπαξιωματικών, επί τον αριθμό των μηνών που έχουν φοιτήσει στη σχολή), για την παρασχεθείσα στη στρατιωτική σχολή εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση και συντήρησή τους, εφόσον εγγραφούν σε παραγωγικές σχολές των σωμάτων ασφαλείας.
ΙΙ. Γ. Με την 1514/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1911/1990, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 62 του ν. 3883/2010, σύμφωνα με την οποία δεν έχουν υποχρέωση καταβολής της επίμαχης αποζημίωσης οι σπουδαστές που αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών από μία στρατιωτική σχολή προκειμένου να εγγραφούν σε παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας, αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, κατά το μέρος που αποκλείει σιωπηρά την απαλλαγή από την υποχρέωση αποζημίωσης των αποχωρούντων από παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας σε οποιοδήποτε έτος σπουδών σπουδαστών, προκειμένου να εγγραφούν σε στρατιωτική σχολή. Και τούτο, διότι η μετά το πέρας του πρώτου έτους σπουδών αποχώρηση σπουδαστή από στρατιωτική σχολή και η εγγραφή του σε παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας και αντιστρόφως, από παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας και εγγραφή του σε στρατιωτική σχολή, αποτελούν ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις, μετακινήσεις δηλαδή σπουδαστών μεταξύ των δύο συγκεκριμένων σχολών, για τις οποίες δεν δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση. Συνεπώς, η ευνοϊκή ρύθμιση της απαλλαγής από την αποζημίωση στην περίπτωση της ως άνω μετακίνησης σπουδαστή από στρατιωτική σχολή σε σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας πρέπει να επεκταθεί, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αυτής αρχής, και στην περίπτωση της αντίστροφης μετακίνησης των σπουδαστών, δηλαδή από σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας σε στρατιωτική σχολή.
ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών, κατατάχθηκε στη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας τον Οκτώβριο του 2011. Στις 7.9.2012 υπέβαλε την παραίτησή του από την εκπαίδευση, λόγω εισαγωγής του στη Στρατιωτική Σχολή Ικάρων. Με την …/ 12.9.2012 απόφαση του Υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΦΕΚ Γ΄…/27.9.2012) διαγράφηκε από τη Σχολή Αστυφυλάκων στις 8.9.2012, επομένη της υποβολής της παραίτησής του από την εκπαίδευση σ’ αυτήν, ακολούθησε δε εγγραφή του στη Στρατιωτική Σχολή Ικάρων, στις 17.9.2012, όπως βεβαιώνεται στην προσκομιζόμενη, από 12.11.2014, βεβαίωση του Γραφείου Προσωπικού της Σμηναρχίας Ικάρων. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία καταλογίσθηκε εις βάρος του το ποσό των 4.501,57 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση που οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 44 του ν. 3731/2008 στο Δημόσιο, λόγω αποβολής της ιδιότητάς του ως σπουδαστή της Σχολής Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κατόπιν της διαγραφής του από τη σχολή αυτή, ύστερα από την υποβολή παραίτησης μετά το πέρας του πρώτου έτους σπουδών του και, ειδικότερα, μετά από φοίτηση έντεκα (11) μηνών και τεσσάρων (4) ημερών. Ήδη ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση επικαλείται την εφαρμογή στην περίπτωσή του ανωτέρω άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1911/1990, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 62 παρ. 3 του ν. 3883/2010, προκειμένου να αρθεί ο επιβληθείς σε βάρος του καταλογισμός.
Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την ανωτέρω 1514/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (σκέψη ΙΙ.Γ), με την οποία επιλύθηκε το ανωτέρω ζήτημα συνταγματικότητας, είναι μη νόμιμη η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης καταλογισμού αποζημίωσης σε βάρος του εκκαλούντος, διότι στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να εφαρμοστεί η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1911/1990, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 62 του ν. 3883/2010, η οποία προβλέπει την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής της επίμαχης αποζημίωσης των σπουδαστών που αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών από μία στρατιωτική σχολή προκειμένου να εγγραφούν σε παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας, και ισχύει, βάσει της αρχής της ισότητας, και στην αντίστροφη περίπτωση των αποχωρούντων σπουδαστών από μία παραγωγική σχολή των Σωμάτων Ασφαλείας προκειμένου να εγγραφούν σε παραγωγική σχολή του στρατού. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη νομίμως καταλογίστηκε ο εκκαλών με το ανωτέρω ποσό αποζημίωσης και ως εκ τούτου, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, περαιτέρω δε πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκησή της (άρθρα 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 Α΄ 52 και 61 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981), εκτιμωμένων δε των περιστάσεων πρέπει να απαλλαγεί το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος (άρθρο 275 παρ. 1 τελ. εδάφιο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3472/2006).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την έφεση.
Ακυρώνει την …/22.10.2012 πράξη του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Και
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΒΛΑΧΑΚΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΝΑ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις
12 Οκτωβρίου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΒΛΑΧΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

ThanasisΕλεγκτικό Συνέδριο 1795/2017