Αστική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνο δράση οργάνου ενταγμένου στην δικαστική λειτουργία
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Εισηγητής: Κ. Κουσούλης
ΣτΕ Ολ 799/2021
Α) Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 799/2021, δημοσιευθείσα επί αγωγής που εισήχθη με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκαν τα εξής: Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, εξαιτίας παραβίασης κανόνα του ενωσιακού δικαίου, είναι οι εξής: α) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) η παράβαση του κανόνα αυτού να είναι κατάφωρη και γ) να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας των ιδιωτών. Η δε εφαρμογή της αρχής της ευθύνης του κράτους μέλους για αποφάσεις εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου.
Κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, ειδικώς περί ζημιογόνων πράξεων δικαστικών οργάνων αναφορικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, οι διατάξεις του Συντάγματος ερμηνεύονται σε αρμονία με την ως άνω βασική αρχή του ενωσιακού δικαίου να αποζημιώνεται από το Δημόσιο και η ζημία ιδιωτών από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από εθνικά δικαστήρια, υπό τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζει η νομολογία του ΔΕΕ και τρέπουν την ευχέρεια του νομοθέτη για ρύθμιση της αποζημιωτικής ευθύνης από πράξεις οργάνων της Δικαιοσύνης σε υποχρέωση στην περίπτωση αυτή. Και πάλι όμως, οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις οφείλουν να σταθμίσουν, κατά τρόπο πρόσφορο, την εν λόγω υποχρέωση με την συνταγματική απαίτηση για σεβασμό της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης.
Β) Κρίθηκε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία ότι μέχρι να θεσπισθεί τυχόν ειδική διαδικασία, η σχετική έννομη προστασία νομίμως παρέχεται με την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αρχήν αναλόγως, η δε θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό διέπεται από τις προϋποθέσεις που όρισε το ΔΕΕ με την προαναφερόμενη νομολογία.
Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν υφίσταται νομοθετική ρύθμιση για την αποζημίωση από παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, η δε διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ούτε λαμβάνει μέριμνα για τη δικαστική ανεξαρτησία, την εύρυθμη απονομή και το κύρος της Δικαιοσύνης, ούτε παρίσταται πρόσφορη προς τούτο.
Γ) Εν συνεχεία, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι επί αγωγών αποζημίωσης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του ενωσιακού δικαίου οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ 1 περ. η του Ν 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης.
Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η του Ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας, στην οποία ανήκει το δικαστήριο αυτό, επομένως και όταν πρόκειται για απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.
Δ) Εν προκειμένω, ζητήθηκε αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για αποκατάσταση βλάβης που ο ενάγων υπέστη από την, κατά τους ισχυρισμούς του, κατάφωρη παραβίαση από δικαστικά όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ειρηνοδικείο και Άρειος Πάγος) των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζουν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Με την απόφαση 799/2021 κρίθηκε, σε συνέχεια της ανωτέρω γνώμης της πλειοψηφίας, ότι η επίδικη αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου αποδιδόμενων σε αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.
ΣτΕ Ολ 801-803/2021
Ε) Με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 801-803/2021 δημοσιευθείσες επί αγωγών, οι οποίες εισήχθησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, κρίθηκαν κατά πλειοψηφία τα εξής: Στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία παράνομες ή όταν αυτές είναι μεν νόμιμες, αλλά προκαλούν βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπουν οι πράξεις αυτές, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους.
Κατά τη μία μειοψηφούσα γνώμη, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, δεν καταλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την κατηγορία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, δοθέντος ότι αποζημίωση από πράξεις της κατηγορίας αυτής προβλέπεται ειδικώς στο Σύνταγμα (άρθρο 7 παρ. 4 περί ευθύνης του Δημοσίου για άδικη ποινική καταδίκη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, άρθρο 99 περί ευθύνης των δικαστικών λειτουργών για κακοδικία, στο οποίο μάλιστα προβλέφθηκε και αρμόδιο ειδικό δικαστήριο), χωρίς πάντως να αποκλείεται η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τις περιπτώσεις αποζημίωσης από ζημιογόνες δικαιοδοτικές πράξεις, έπειτα από στάθμιση, κατά πρόσφορο τρόπο, της ανάγκης αποζημίωσης από τις συνταγματικές απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά και σε συμφωνία προς τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Κατά την έτερη μειοψηφούσα γνώμη, από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το θέμα της ευθύνης του Κράτους από την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε εξαίρεσε το θέμα της ανωτέρω αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από το ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5. Συνεπώς, η αναγνώριση της ευχέρειας, πολλώ δε μάλλον της υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη, να ρυθμίσει, χωρίς μάλιστα ειδική διασφαλιστική της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης συνταγματική πρόβλεψη, τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό, δεν συνάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρούμενη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, πλήττοντας την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας (άρθρα 8, 20 παρ. 1 και 87 παρ. 1 Συντάγματος). Άλλο δε είναι το ζήτημα, κατά την ίδια μειοψηφούσα γνώμη, της ευθύνης του Δημοσίου από αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΣΤ) Εξάλλου, όπως περαιτέρω κρίθηκε κατά πλειοψηφία, οι διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, ενόσω δεν υφίσταται, σε εκτέλεση της προεκτεθείσας επιταγής του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η δε γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΣτΕ Ολ 799/2021 υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια.
Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη και σε συνέχεια προηγούμενης νομολογίας του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολ 1501/2014), εφόσον το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, η δικαστική επιδίωξη των σχετικών αξιώσεων χωρεί κατ’ επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αναλόγως εφαρμοζομένου (θεμελίωση ευθύνης από πρόδηλο σφάλμα του ενταγμένου στη δικαστική λειτουργία οργάνου).
Ζ) Όπως περαιτέρω κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, ώστε ο νομοθέτης οφείλει να ρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο.
Κατά τη μία μειοψηφούσα γνώμη, η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του Ν 1406/1983) περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά. Κατά την έτερη μειοψηφούσα γνώμη, λόγω της ιδιότητας του προσώπου που εξέδωσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο απόφαση ή τέλεσε φερόμενη μη ορθή πράξη ή παράλειψη, ο δικαστής της αγωγής αποζημίωσης δεν θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο Σώμα ή στον ίδιο Κλάδο της Δικαιοσύνης.
Η) Στις προκείμενες περιπτώσεις, ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, τόσο ευθέως, όσο και αναλόγως εφαρμοζόμενο, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, για την αποκατάσταση της βλάβης που οι ενάγοντες κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν εξαιτίας σφαλμάτων, άλλως προδήλων σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσαν, αντίστοιχα, τα διοικητικά δικαστήρια της ουσίας και – κυρίως – το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάσεις τους επί αχθείσης διαφοράς ενώπιόν τους (ΣτΕ Ολ 802/2021), οι εισαγγελικοί λειτουργοί (ΣτΕ Ολ 803/2021), καθώς και οι αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές (ΣτΕ Ολ 801/2021). Κατά την πλειοψηφία, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζόμενου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξάλλου, την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ δεν δύναται να δικαιολογήσει το γεγονός ότι με τις προκείμενες αποφάσεις επέρχεται μεταστροφή της πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολ 1501/2014), καθώς μόνον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις κωλύεται η άμεση εφαρμογή των κανόνων που προκύπτουν από τη νομολογιακή μεταστροφή. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, ωστόσο, επιβάλλεται η εξέταση των υπό κρίση αγωγών με βάση τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, καθώς η επελθούσα εν προκειμένω μεταστροφή της νομολογίας δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη από τους ενάγοντες.
ΣτΕ Ολ 800/2021
Θ) Όμοια είναι η κρίση του Δικαστηρίου και στην απόφαση ΣτΕ Ολ 800/2021 επί αιτήσεως αναιρέσεως που εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητάς της.
Στην προκείμενη περίπτωση, ζητήθηκε αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, τόσο ευθέως, όσο και αναλόγως εφαρμοζόμενο, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, για την αποκατάσταση της βλάβης που ο αιτών κατά τους ισχυρισμούς του είχε υποστεί εξαιτίας σφαλμάτων, άλλως προδήλων σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσε με απόφασή του ο Άρειος Πάγος κατά την εκδίκαση υπόθεσής του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο που δίκασε κατ’ ουσίαν την αγωγή, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, για τον λόγο δε αυτό, τον οποίο εξέτασε αυτεπαγγέλτως, αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη.