Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 6020-2022

Προσφυγή κατά του e-ΕΦΚΑ για ανάκληση απόφασης χορήγησης κύριας σύνταξης λόγω γήρατος και καταλογισμού εις βάρος της εντόκως αχρεωστήτων καταβληθεισών συντάξεων, λόγω εκκρεμούσης πειθαρχικής εις βάρος της διαδικασίας.
(από την ιστοσελίδα του δικαστηρίου)

Αριθμός απόφασης 6020/2022 4ο Τριμελές
Πρόεδρος: Χρήστος Παπαναστασόπουλος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγητής: Αντώνιος Μιχαλακέλης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 11 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων καθιερώνονται, ως βασικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση σε δημόσιο υπάλληλο του χρόνου υπηρεσίας του ως συντάξιμου, αφενός μεν η προσφορά πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, αφετέρου δε η λήψη κάθε μήνα από το Δημόσιο μισθού, στον οποίο έχουν διενεργηθεί προηγουμένως οι οικείες συνταξιοδοτικές κρατήσεις. Σε λογική αλληλουχία με τις ως άνω διατάξεις τελεί και η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 7 του ιδίου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “δεν θεωρείται συντάξιμος ο χρόνος της αυθαιρέτου αποχής”, καθόσον, κατά τον χρόνο αυτό, ο δημόσιος υπάλληλος δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του και δεν μισθοδοτείται. Επομένως, ο χρόνος της αυθαιρέτου αποχής δεν λαμβάνεται υπόψιν κατά τον συνυπολογισμό της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας του δημοσίου υπαλλήλου, χωρίς η ρύθμιση αυτή να αντίκειται σε οποιαδήποτε συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη (βλ. Ολ. Ελ.Συν. 1371/2017, 1401/2012, 44/2009, 1445/2006, Τμ ΙΙ 147/2018), αφού πρόκειται για χρόνο που δεν παρασχέθηκε πραγματικά δημόσια υπηρεσία. Επίσης, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 11 του Συνταξιοδοτικού νόμου, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο υπάλληλος τελεί νομίμως σε κατάσταση αργίας (αυτοδίκαιης ή δυνητικής), δεν είναι συντάξιμος, εφόσον δεν επακολουθεί απαλλαγή του για το αδίκημα ή παράπτωμα για το οποίο ασκήθηκε εις βάρος του ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Το θεσπιζόμενο με τη διάταξη αυτή δυσμενές μέτρο της μη αναγνώρισης ως συντάξιμου του χρόνου αργίας δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον το μέτρο αυτό είναι αφενός μεν κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, την αποτροπή δηλαδή των υπαλλήλων από τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που μπορούν να επισύρουν την έκπτωση από την υπηρεσία ή πειθαρχικών παραπτωμάτων, που μπορούν να επισύρουν την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης (απόλυσης), αφετέρου δε το απολύτως αναγκαίο, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού της εύρυθμης λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης του πολίτη στην αξιοπιστία και ακεραιότητά τους, η οποία πλήττεται με τη διάπραξη από μέρους των υπαλλήλων τέτοιων βαρέων ποινικών αδικημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεν είναι δυνατή η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου. Ακολούθως, με την ως άνω συνταξιοδοτική ρύθμιση δεν ανατρέπεται η δίκαιη σχέση ισορροπίας που απαιτείται να υφίσταται μεταξύ του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού και του θεσπιζόμενου με αυτή περιορισμού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 44/2009, 1401/2012, ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 676/2018, 6673, 5315/2015, 3754/2014, 607/2013, 2399/2011, 827/2010, 1311/2007, 87/2007, 1088/2004, 1376/2002).
Κατά γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία εφαρμόζεται εφ’ όσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται, κατ’ αρχήν, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (Σ.τ.Ε. 1297/2004 7μ., 719/2016, 3092/2015, 267/2013), η οποία, στη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος συμπίπτει με το χρόνο που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση, με την οποία δηλώνεται η βούληση του ασφαλισμένου να αποχωρήσει από την ενεργή ασφάλιση (Σ.τ.Ε. 1297/2004 7μ., 719/2016, 1435/2011).
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι παράνομες διοικητικές πράξεις, μεταξύ των οποίων και αυτές που εκδόθηκαν παρά την αντικειμενική ανυπαρξία των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση τους, οι οποίες είναι επωφελείς για τον διοικούμενο, ανακαλούνται σε κάθε περίπτωση (δηλαδή και αν ακόμη δεν συνέτρεξε υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου ως προς την έκδοσή τους) εντός ευλόγου χρόνου, που κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και ο οποίος, πάντως, ελλείψει αντίθετης διάταξης, δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών από την έκδοση της ανακλητέας πράξης, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του αν.ν. 261/1968 (Α’ 12) (Σ.τ.Ε. 177/2009 σκ. 4, 3321/2008 σκ. 4, 168/2005 σκ. 3, κ.ά.). Μετά δε την πάροδο μακρού χρόνου, που υπερβαίνει κατά τις περιστάσεις τον εύλογο όμοιο, η διοίκηση δεν μπορεί να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, από τις οποίες δημιουργήθηκε υπέρ του διοικούμενου μια πραγματική εξ υποκειμένου κατάσταση δεκτική περαιτέρω έννομης προστασίας, εκτός εάν, κατά την ειδικώς αιτιολογημένη κρίση της, συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την ανάκληση των παράνομων αυτών πράξεων ή η Διοίκηση παρασύρθηκε στην έκδοση αυτών, συνεπεία απατηλής ενέργειας του εξ αυτής ωφεληθέντος, οπότε και στην περίπτωση αυτή πρέπει να βεβαιώνεται το στοιχείο του δόλου του διοικούμενου και να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων συνήχθη η κρίση περί του δόλου αυτού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2708/2019 σκ. 7, 1765/2017 σκ. 5, κ.ά.).
Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του ν. 4387/2016 απαλλάσσει από την έντοκη επιστροφή όσους εισέπραξαν καλόπιστα και τέθηκε ως ευνοϊκότερη ρύθμιση ως προς την έντοκη αναζήτηση από τον e-Ε.Φ.Κ.Α. αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών. Κατά την έννοια δε της διάταξης αυτής, σε περίπτωση καταλογισμού ασφαλισμένου με τέτοιες παροχές, τόκοι επιβάλλονται μόνο εάν αυτές χορηγήθηκαν με υπαιτιότητα του λαβόντος, η συνδρομή της οποίας πρέπει, ως εκτέθηκε ανωτέρω, να αιτιολογείται ειδικώς. Έτσι, η τελευταία αυτή διάταξη, ως ευμενέστερη, της προϊσχύουσας διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, περί έντοκης αναζήτησης, εφαρμόζεται, κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, και επί εκκρεμών υποθέσεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2584/2018, Δ.Εφ.Αθηνών 114/2012), σύμφωνα, άλλωστε, και με τη ρητή διατύπωση του άρθρου 17 του ν. 4578/2018 (βλ. Δ.Εφ.Θεσσαλονίκης 1527/2020, 784/2019).
Η νομική πλημμέλεια της προσβληθείσας με προσφυγή πράξης, η οποία μπορεί να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο, πρέπει να προκύπτει από την ίδια την πράξη ή την έκθεση ελέγχου ή άλλο κατά νόμο συνοδεύον αυτή στοιχείο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2181/2015).
Τα διοικητικά δικαστήρια, ως δικαστήρια ουσίας, δεν δύνανται να ακυρώσουν διοικητική πράξη για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητα ή στην επάρκεια της αιτιολογίας της, αλλά οφείλουν να ερευνήσουν τα ίδια αν συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την έκδοσή της και να δεχθούν ή να απορρίψουν εν όλω ή εν μέρει, τελικά, κατά τη δική τους ουσιαστική κρίση την προσφυγή (βλ. Σ.τ.Ε. 1818/2015 σκ. 11, 4596/2012 σκ. 5, 189/2005 σκ. 4).
Κρίση του Δικαστηρίου ότι νομίμως ανακλήθηκε η πράξη χορήγησης κύριας συντάξεως, διότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα η προσφεύγουσα απείχε αδικαιολογήτως από την υπηρεσία της και είχε ασκηθεί εις βάρος της πειθαρχική δίωξη. Νομίμως, δε, καταλογίστηκαν εντόκως εις βάρος της οι καταβληθείσες κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα συντάξεις, διότι η προσφεύγουσα είχε αποκρύψει κατά την υποβολή της αιτήσεώς της για συνταξιοδότηση να αναφέρει ότι εις βάρος της εκκρεμούσε πειθαρχική δίωξη. Τροποποίηση της καταλογιστικής πράξης ως προς το ποσοστό του επιτοκίου κατ’ εφαρμογή της ευνοϊκότερης διάταξης του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016.

ThanasisΤριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 6020-2022