Η εξαίρεση από την απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος στους κλειστούς ή στεγασμένους χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, δεν θεσπίσθηκε επί τη βάσει κριτηρίων προκυπτόντων από τη διεθνή σύμβαση πλαίσιο για τον έλεγχο του καπνού, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3420/2005, αλλά υπαγορεύθηκε από δημοσιονομικούς λόγους και η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 45 του ν. 3986/2011 είναι ανίσχυρη. Η προσβαλλόμενη κυα Υ1/Γ.Π.οικ.134274/2011, όπως τροποποιήθηκε με την κυα Υ1/Γ.Π.οικ.134274/2011, εκδόθηκε επί τη βάσει μη εγκύρου εξουσιοδοτήσεως. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣτΕ 2825/2018 – Ελληνική Αστυνομία
Οι ανθυπαστυνόμοι του άρθρου 10 του ν. 3686/2008 προάγονται στον βαθμό του υπαστυνόμου β΄ μετά την αποφοίτησή τους από το Τ.Ε.Μ.Α., εφόσον έχουν συμπληρώσει τρία έτη στον βαθμό τους και το 32ο έτος της ηλικίας τους και δεν έχουν υπερβεί το 48ο έτος. Πότε οι ανθυπαστυνόμοι προάγονται επ’ ανδραγαθία στο βαθμό του υπαστυνόμου β΄. Αν και δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα η προαγωγική εξέλιξη των αστυνομικών υπαλλήλων, πρέπει να τηρούνται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Οι ρυθμίσεις του νόμου σχετικά με την προαγωγή ανθυπαστυνόμων στο βαθμό του υπαστυνόμου β’, με την συμπλήρωση του οριζομένου χρόνου υπηρεσίας, δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, ούτε την αρχή της αναλογικότητας. Αντίθετη μειοψηφία. Η εμπειρία των εν λόγω αστυνομικών υπαλλήλων δεν κτάται μόνο στον κατεχόμενο βαθμό αλλά καθ’ όλη την διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Η ουσιαστική ορθότητα της επιλογής των κριτηρίων προαγωγής των ανθυπαστυνόμων εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου. Το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση των αστυνομικών υπαλλήλων. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Γ’ Τμήματος κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.3900/2010.
ΣτΕ 435-2019 Ελεγκτικό Συνέδριο
Για την προαγωγή στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας απαιτείται προηγουμένως συναίνεση του επιλεγομένου δικαστικού λειτουργού. Ως συναίνεση θεωρείται και η μη ρητή εναντίωση του προταθέντος προς προαγωγή. Η παρ. 5 του άρθρου 90 στου Συντάγματος ερμηνεύεται σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του Συντάγματος και του δικαίου της ΕΕ. Ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η συνδρομή της ανωτέρω προϋποθέσεως, δεν εμπίπτει στο απαράδεκτο της παρ. 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος και εξετάζεται κατ’ ουσίαν. Αντίθετη μειοψηφία. Εφόσον η αιτούσα εκλήθη σε ακρόαση ενώπιον της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πράξη εξεδόθη χωρίς την συναίνεσή της. Απαράδεκτα προσβάλλεται αυτοτελώς η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, διότι, ως προπαρασκευαστική πράξη, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Παραδεκτά προσβάλλεται το π.δ/γμα διορισμού της αιτούσας στην επίμαχη θέση. Η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από την αιτούσα, η οποία επικαλείται ηθική βλάβη, διότι τοποθετείται σε θέση με τετραετή θητεία, κάτι που συνεπάγεται την πρόωρη αποχώρησή της από την υπηρεσία. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια με πράξη του Προέδρου του ΣτΕ.
ΣτΕ 2156-2018 – Εγκρίθηκε ανώτατη τιμή αποζημίωσης για τη μηνιαία θεραπεία, με συνένζυμο Q10
ΕΟΠΥΥ. Η απόφαση του ΔΣ του ΕΟΠΥΥ, με την οποία εγκρίθηκε ανώτατη τιμή αποζημίωσης για τη μηνιαία θεραπεία, με συνένζυμο Q10, των ασθενών, είναι κανονιστική, όπως και το έγγραφο του Προέδρου του ΕΟΠΥΥ, κατά το μέρος που ορίζεται η ημερομηνία έναρξης της ισχύος της ανωτέρω απόφασης. Αρμοδιότητα του ΣτΕ για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως. Αρμοδίως η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από το ΔΣ του ΕΟΠΥΥ. Δεν παραβιάζεται το δικαίωμα των αιτούντων στην προστασία της υγείας τους. Ανυπόστατες οι προσβαλλόμενες πράξεις διότι δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣτΕ 2480/2018 – Δικηγόροι
Αμετάκλητη καταδίκη δικηγόρου για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κώδικα Δικηγόρων και έκδοση διαπιστωτικής πράξης περί αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής του ιδιότητας. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος. Αν ακυρωθεί η ποινική καταδίκη, επέρχεται αυτοδίκαιη ανάκτηση της δικηγορικής ιδιότητας. Προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτά προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ πρέπει να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Το άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αναφέρεται σε αμετάκλητη και όχι σε τελεσίδικη απόφαση. Δεν απαιτείτο για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης η προηγούμενη ακρόαση του αιτούντος, εφόσον η διοίκηση ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
ΣτΕ 2457-2018 Φορολογία
Αίτηση ακύρωσης της κυα 45231/2017, κατά το μέρος που θεσπίζεται υποχρέωση των ασκούντων νομικές δραστηριότητες να αποδέχονται μέσα πληρωμής με κάρτα. Αρμόδιο για την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως είναι το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ. Ο αιτών Δικηγορικός Σύλλογος με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 65 παρ. 3 του ν. 4446/2016 είναι ειδική και ορισμένη, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. Στις διατάξεις των άρθρων 63 και 65 του ν. 4446/2016 ενέπιπταν οι δικηγόροι. Η εξουσιοδοτική διάταξη και η προσβαλλόμενη κυα δεν παραβιάζουν την κατ` άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία των δικηγόρων, ούτε τη συμβατική ελευθερία τους. Το μέτρο της επιβολής στους δικαιούχους πληρωμής υποχρεωτικής τοποθέτησης τερματικού POS δεν παρίσταται απρόσφορο, περιττό ή δυσανάλογο. Δεν κωλύεται η θέσπιση από τον νομοθέτη περιορισμών στο δικηγορικό επάγγελμα, ούτε ο δικηγόρος δύναται να απαλλαγεί από την εκπλήρωση υποχρεώσεων που θεσπίζονται για όλους τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα και αποβλέπουν στη θεραπεία σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Το επίδικο μέτρο δεν αντίκειται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος, ούτε γεννάται θέμα παραβίασης του δικηγορικού απορρήτου ή προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με πράξη της Προέδρου του Β΄ Τμήματος. Όμοια με την 2458/2018 ΣτΕ (επταμ).
ΣτΕ 2421-2018 Συμβολαιογράφοι και διαγωνισμός για την πλήρωση κενών θέσεων
Παραδεκτά προσβαλλόμενη είναι η παράλειψη εκδόσεως πράξεως περί διορισμού της αιτούσας σε κενή θέση συμβολαιογράφου, που εκδηλώθηκε με την έκδοση των πράξεων διορισμού των λοιπών επιτυχόντων. Αν και η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, το ΣτΕ κρατά και εκδικάζει την υπόθεση. Η απαγόρευση των διακρίσεων ως προς την ηλικία εφαρμόζεται και στους συμβολαιογράφους. Πότε συγχωρούνται αποκλίσεις από την απαγόρευση αυτή. Το άρθρο 21 παρ. 1 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, που θεσπίζει ως ανώτατο όριο εισόδου στον οικείο κλάδο το 42ο έτος ηλικίας, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Μη νόμιμος ο αποκλεισμός της αιτούσας από τον διαγωνισμό. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣτΕ 2420-2018 ΑΕΙ και πειθαρχικά παραπτώματα μελών ΔΕΠ
Εφόσον το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελεί όργανο του ΑΕΙ, στη δίκη νομιμοποιείται παθητικά το ΑΕΙ και όχι ο Υπουργός Παιδείας. Δεν απαιτείται μνεία στην πειθαρχική απόφαση της πράξης διορισμού μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου. Στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει Αντιπρύτανης του ΑΕΙ. Νόμιμα απορρίφθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο το αίτημα αναβολής της υπόθεσης. Στην πειθαρχική διαδικασία δεν εφαρμόζεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου. Νομίμως ελήφθη υπόψη ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση του διωκόμενου ληφθείσα κατά την ΕΔΕ και ένορκη κατάθεση ενώπιον της εισηγήτριας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον αυτός δεν αντέλεξε. Αντίθετη μειοψηφία. Αιτιολογημένα κρίθηκε ότι ο προσφεύγων τέλεσε το πειθαρχικό παράπτωμα της επίδειξης διαγωγής απάδουσας στην αξιοπρέπεια πανεπιστημιακού λειτουργού, διότι προέβη σε εκφοβισμούς και διατύπωσε άμεσες ή έμμεσες απειλές σε βάρος των φοιτητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εκλέκτορες στις εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου και Αναπληρωτή Προέδρου τη σχολής. Περιστατικά. Η επιβολή της ποινής της προσωρινής απόλυσης τριών μηνών αιτιολογείται νομίμως και το πειθαρχικό συμβούλιο δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής του ευχέρειας ούτε παρέβη την αρχή της αναλογικότητας. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.
ΣτΕ 2003-2018 Σύμφωνο συμβίωσης και τύπος της σχετικής ληξιαρχικής πράξης.
Κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός εκάστου. Ο νομοθέτης δεν κωλύεται, από το άρθρο 21 του Συντάγματος, να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας ή να αναγνωρίζει άλλες, εναλλακτικές προς τον γάμο, μορφές συμβίωσης και την δι’ αυτών ίδρυση οικογενειακών δεσμών. Η θέσπιση και ρύθμιση με το ν.4356/2015 του συμφώνου συμβίωσης των ομοφύλων δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και σε διεθνείς συμβάσεις, δεν θίγει τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό του γάμου και της οικογένειας, ούτε προσβάλλονται η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία και η κατά το Σύνταγμα θέση αυτής ως επικρατούσης, ούτε ο θεσμικός ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδας και δεν θίγονται οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλήνων πολιτών, εγγάμων /και γονέων ή μη. Δεν στοιχειοθετείται η συνδρομή της βλάβης, που επικαλούνται οι αιτούντες (Ιερές Μητροπόλεις, Μητροπολίτες και λοιποί κληρικοί, ιδιώτες Χριστιανοί Ορθόδοξοι) λόγω προσβολής των χρηστών ηθών, της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, της Εκκλησίας της Ελλάδας ή των δικαιωμάτων των πιστών της. Η πρόβλεψη υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος των μερών στη ληξιαρχική πράξη του συμφώνου συμβίωσης δεν προσβάλλει, κατά το μέρος που αφορά και ομόφυλα μέρη, την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, ούτε δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτρέπει ή ανέχεται την ομοφυλοφιλία και τις ομόφυλες σχέσεις συμβίωσης. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης της υα ΤΑΔΚ39/2016. Όμοια με την απόφαση 2004/2018 ΣτΕ.
ΣτΕ 1771/2019 Αρχή ΝΕ ΒΙS IN IDEM Παραπομπή στην Ολομέλεια του ΣτΕ
- Επειδή, κατά την κρατήσασα γνώμη των Συμβούλων Ι[…] η αρχή ne bis in idem, έτσι όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στο ενωσιακό δίκαιο, αλλά και στο 4ο άρθρο του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν αποτυπώνει κατ’ ουσίαν κάποιο ξεχωριστό δίκαιο εξ υποκειμένου, παρά, αντιθέτως, συνιστά αναγκαία αντανάκλαση της λειτουργίας της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου, δηλαδή επιταγή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ως θεμελιώδους έκφανσης του κράτους δικαίου.