Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε ενώπιον του ΔΕΕ προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, με αίτημα την αναγνώριση της παραβίασης των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει των άρθρων 2 § 1 και 4 § 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/958, υπό το πλαίσιο της παράλειψης: (α) να διασφαλίσει ότι τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/958, σχετικά με τον έλεγχο αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέας νομοθετικής κατοχύρωσης των επαγγελμάτων, στο εθνικό δίκαιο καλύπτουν όλα τα είδη φορέων που έχουν την αρμοδιότητα να ρυθμίζουν και/ή να προτείνουν τη νομοθετική κατοχύρωση των επαγγελμάτων, ήτοι μέτρα επαγγελματικών ενώσεων ή φορέων και πρωτοβουλίες που προέρχονται από εθνικά κοινοβούλια, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτικών τροπολογιών και (β) να διασφαλίσει κάποιου είδους συστηματική ή τακτική επανεξέταση, σε βάθος χρόνου, της αναλογικότητας οποιασδήποτε νέας ή τροποποιημένης διάταξης που περιορίζει την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους, μετά τη θέσπισή της. Κατά την κρίση του ΔΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διενεργούν αξιολόγηση της αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών. Σύμφωνα, δε, με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη παράβασης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι επελθούσες στη συνέχεια μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Η επανεξέταση της αναλογικότητας εθνικού μέτρου που περιορίζει την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους δεν θα πρέπει να βασίζεται μόνο στον στόχο αυτού του εθνικού μέτρου τη στιγμή της θέσπισής του, αλλά και στα αποτελέσματά του, τα οποία αξιολογούνται μετά τη θέσπισή του. Η εν λόγω αξιολόγηση της αναλογικότητας θα πρέπει να βασίζεται στις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στον τομέα του νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος μετά τη θέσπιση του μέτρου. Το ΔΕΕ κατέληξε στην κρίση ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 2 § 1 της Οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 § 1 αυτής, ενώ, παραλείποντας να διασφαλίσει επανεξέταση, «σε βάθος χρόνου», της αναλογικότητας των νέων ή τροποποιημένων διατάξεων που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους, μετά τη θέσπιση των εν λόγω διατάξεων, στο πλαίσιο της οποίας να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τυχόν εξελίξεις που έχουν προκύψει μετά τη θέσπιση των διατάξεων αυτών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 4 § 6 της Οδηγίας.